Θα αντέξει; Νιώθω πιεσμένος, αγανακτισμένος και πολύ κακοδιάθετος, από πολλές μπάντες. Ένα τεράστιο «ΓΙΑΤΙ, μα ΓΙΑΤΙ» (;), έχει σφηνωθεί στο μυαλό μου και τα συμπαρασύρει όλα.
Του Κώστα Βουλγαράκη
«Μα γιατί να μην είναι διαφορετικά τα πράγματα, μα γιατί, τι σου έκανα Θεέ μου, μα γιατί σου συμπεριφερθήκαμε έτσι Πατρίδα μου, μα γιατί να είναι έτσι η κοινωνία μας, μα γιατί να…»
Έτσι λοιπόν, για να εκτονωθώ, σκέφτηκα αρχικά να τα χώσω, σ’ αυτά τα σούργελα τους πολιτικούς, με τις τόσες αφορμές που έχω καθημερινά μπροστά μου. Και ενώ ήμουνα έτοιμος να αρχίσω το γράψιμο έπεσα πάνω σ’ αυτές τις φωτογραφίες που με ηρέμησαν και γαλήνεψαν την ψυχή μου!
ΓΙΑΤΙ; Μα γιατί εδώ ξέρω την εξήγηση!
Εδώ είναι όλες (σχεδόν) οι αγάπες μου, η Θάλασσα μου, το Λιμάνι μου, η Πόλη μου σ’ ένα μοναδικό σμίξιμο, τόσο δυναμικό, τόσο αρμονικό και τόσο σημαδιακό που αποκαλύπτουν την ψυχή μου, εξωτερικεύουν το συναίσθημα και τη διάθεση μου, αυτή τη στιγμή, αυτή την εποχή.
Άγρια θάλασσα, φουρτουνιασμένη, σα την ψυχή μου.
Μουντός ουρανός και σκούρα, μελαγχολικά χρώματα, σα τη διάθεση μου.
Ανταριασμένα κύματα, νερά ανακατεμένα, υγρασία και σκόρπια, ακατάστατα λασπόνερα, σα τις σκέψεις μου.
Ερημιά, απομόνωση, ησυχία σκοτεινή γαλήνη της μοναξιάς και ένας γλάρος μόνος, ολομόναχος, να ζυγίζει και γυροφέρνει, εκείνο κει το άδειο μοναχικό παγκάκι, για να ξαποστάσει πάνω του.
Για να ξαποστάσει και να αναλογιστεί, βλέποντας και μετρώντας την κατάσταση γύρω του. Αυτός βλέπει, γιατί έτσι είναι φτιαγμένος, να βλέπει από μακριά και με ακρίβεια, να υπολογίζει, να μελετά και να στοχεύει σωστά και από τα ψηλά και από τα χαμηλά. Να εμπιστεύεται το μυαλό και το ένστικτο του, πιο πολύ από την ψυχή και το συναίσθημα του.
Απ’ τη μια μεριά, βλέπει τον αγαπημένο Φάρο του, να στέκεται εκεί, αιώνες τώρα, πρωινά και δειλινά, με μπουνάτσες και με φουρτούνες, πάντα σταθερός και αγέρωχος, πάντα χρήσιμος και καθοδηγητικός, σα το μυαλό και το χαρακτήρα του, σα τη ζωή του ολόκληρη.
Απ’ την άλλη μεριά, βλέπει όλο το συναίσθημα του και τα πιστεύω του, να ανεμίζουν ψηλά πάνω στον ιστό τους, εκεί στο ακρόπυργο του Φρουρίου Φιρκά, να καταπονούνται από τα κύματα και να αντιστέκονται, να φθείρονται από το χρόνο και τις κακουχίες, αλλά να μη το βάζουν κάτω, να μην υποστέλλονται, να αντέχουν και να προκαλούν με το πείσμα και τη δύναμη τους, να εμπνέουν και να φοβίζουν.
Ο Φάρος της ωριμότητας, από τη μια μεριά του Λιμανιού και η Σημαία του Φιρκά, από την άλλη, αντίκρυ κοιτάζονται σημαδιακά, σημειολογικά και στέλνουν μηνύματα, σημάδια ελπίδας στους χαμένους στο πέλαγος, στους απελπισμένους ταξιδευτές σ’ αυτούς που ξέρουν να αναγνωρίζουν, σήματα, μηνύματα και «Σύμβολα Σωτηρίας».
Καθισμένος εκεί, στο παγκάκι μόνος του, κοιτάζει και αριστερά, απ’ την άλλη μεριά, μέσα στο Λιμάνι και βλέπει τη λάσπη που έχει εναποθέσει η ανταριασμένη θάλασσα, που έχει περάσει ανάμεσα απ’ τα δυο «Σύμβολα Φρουρούς» στην πόρτα του Λιμανιού και στεναχωριέται. Στεναχωριέται διότι αυτή η λάσπη, έδιωξε την παρέα του, τους επισκέπτες, τα χαμόγελα, τις φωνές, τις μυρωδιές, τη χαρά, τη διασκέδαση και τη ζωή του Λιμανιού του.
Γλάρος είναι όμως και ξέρει ότι έχει ο καιρός γυρίσματα.
Η λάσπες αργά ή γρήγορα, θα καταλήξουν εκεί που είναι η θέση τους. Μέσα στο βούρκο και στην αφάνεια του σκοτεινού βυθού.
Ο Φάρος θα συνεχίσει να λάμπει η Σημαία θα συνεχίσει να εμπνέει και ο κόσμος θα ξαναγυρίσει στην κανονικότητα της ζωής του Λιμανιού, να τα βλέπει και να τα χαίρεται, να τα απολαμβάνει και να αναγνωρίζει τις Αξίες τους.
ΝΑΙ θα αντέξουν, θα αντέξω θα αντέξουμε.