Η ομιλία του πρωθυπουργού στη Θεσσαλονίκη, από την οποία αποκλείστηκε κάθε πολίτης που διαφωνούσε, ανάδειξε ξεκάθαρα την επιθυμία του να υπάρχουν μόνο “αυθόρμητοι” χειροκροτητές στην αίθουσα, που να επικροτούν ότι και να έλεγε, (εν μέρει το έχουμε δει και σε άλλα μεγάλα κόμματα, όχι όμως σε αυτόν το βαθμό, πόσο μάλλον σε περιόδους δημοκρατίας).
υποναύαρχος ε.α.
πρόεδρος Κοινωνίας Αξιών
Στο βιβλίο του “Μάζα και Εξουσία”, ο Elias Canetti ονομάζει “λιμνάζον πλήθος” εκείνο που περιμένει παθητικά και ξαφνικά προβαίνει σε μία “αυθόρμητη” συναισθηματική εκδήλωση.
Όλες οι δεσποτικές εξουσίες που έχουμε γνωρίσει, στηρίχτηκαν στη συγκρότηση και την αύξηση αυτής της μάζας του λιμνάζοντος πλήθους. Δίχως τη συνειδητή τεχνητή διέγερση των μαζών, η ισχύς κάθε δεσποτικής εξουσίας θα ήταν πιο αδύναμη.
Με την συμμετοχή της μάζας και την πρόκληση μαζικής έκφρασης υποστήριξης, προκαλείται δημόσια εκείνη η επίδειξη λαϊκής ισχύος, η οποία θεωρείται αναγκαία για τη νομιμοποίηση της κυριαρχίας κάθε δεσποτικής εξουσίας.
«Μάζα» και «εξουσία» συνεπώς συνιστούν ιστορικά δύο αλληλένδετες και θεμελιώδεις έννοιες σε όλες τις δεσποτικές εξουσίες, οι οποίες επιφύλαξαν τραγικές στιγμές για την ανθρωπότητα.
Βασική έκφραση μαζικού ενθουσιασμού του πλήθους είναι το χειροκρότημα.
Το λεξικά στο λήμμα «Χειροκρότημα» αναφέρουν: «Είναι το χτύπημα των παλαμών των χεριών μεταξύ τους, με σκοπό να εκφραστεί αποδοχή, επιδοκιμασία ή ενθουσιασμός για κάποιον ή για κάτι ή ειρωνική αποδοκιμασία ή και ανακούφιση ή και καθήκον.»
Αλλά ας δούμε το χειροκρότημα μέσα από μερικά ιστορικά παραδείγματα:
• Ο Κρότος γιος του Πάνα και της Ευφήμης επινόησε το χειροκρότημα, για να εκφράσει τον θαυμασμό του στις Μούσες, με τις οποίες συγκατοικούσε και διασκέδαζε στον Ελικώνα.
• Ο Κλεισθένης θεωρούσε το χειροκρότημα καθήκον των πολιτών, ως τον πιο άμεσο τρόπο έκφρασης των συναισθημάτων τους προς τους ηγέτες τους.
• Οργανωμένες ομάδες χειροκροτητών ή αλλιώς κλάκες προσπαθούσαν να επηρεάσουν τους δικαστές στις αποφάσεις τους αλλά και το κοινό στις παραστάσεις της αρχαίας Αθήνας.
• Η Βίβλος ενθαρρύνει τους ανθρώπους να χειροκροτούν συντονισμένα τον Θεό, για να τον δοξάσουν για το Δημιούργημά του.
• Οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες ήταν οι πιο φανατικοί θιασώτες του χειροκροτήματος. Αυτοί δημιούργησαν τους laudiceni, αμειβόμενους χειροκροτητές οι οποίοι δημιούργησαν παράδοση και στα θέατρα.
• Ο Gaius Suetonius Tranquillus στο έργο του De vita Caesarum (The Twelve Caesars), αναφερόμενος στον αυτοκράτορα Νέρωνα, μας λέει ότι απαγγέλοντας δικούς του στίχους σε θέατρο της Νάπολης, ενθουσιάστηκε από το ρυθμικό χειροκρότημα ενός πλήθους Αλεξανδρινών και διάλεξε 5.000 γεροδεμένους νέους, για να μάθουν να χειροκροτούν με τον ίδιο τρόπο. Τους χώρισε μάλιστα και σε ομάδες: τις “Μέλισσες” (apis-για συνεχές χειροκρότημα), τα “Κεραμίδια” (tēgulae - χειροκροτούσαν υπόκωφα με το κοίλο των χεριών) και οι "Πλίνθοι (Τούβλα)” (Lateres- χειροκροτούσαν με τα χέρια τεντωμένα ψηλά ). Υπήρχαν και οι πληρωμένοι καθοδηγητές για τον συντονισμό τους.
• Ο Καλιγούλας έγινε έξαλλος και άρχισε να απειλεί τους πάντες, όταν σε μία δημόσια εκδήλωση ένας ηθοποιός χειροκροτήθηκε περισσότερο από αυτόν.
• Σε όλες τις δικτατορίες , ιστορικά τεκμηριωμένο, όλοι οι συμμετέχοντες χειροκροτούν ηχηρά και συντονισμένα, σε κάθε ομιλία του ηγέτη (καθήκον και φόβος μαζί).
Στην πράξη το χειροκρότημα το χρησιμοποιούμε για να εξωτερικεύσουμε την εσωτερική μας διάθεσης για διάφορους λόγους:
• για πραγματική επικρότηση και ενθουσιασμό (μπράβο, υπέροχο, εξαιρετικό κλπ)
• από ανακούφιση (π.χ ουφ επιτέλους τελείωσε, η ουφ προσγειωθήκαμε)
• για να μας προσέξουν (κοιτάξτε με, συμφωνώ μαζί σας)
• για να τρομάξουμε κάποιον-ζώο κυρίως ( ξουτ φύγε από εδώ)
• ή ακόμη πιο ευφυώς (οι νέοι πολλές φορές -σίγουρα είναι πιο ευφάνταστοι- χειροκροτούν δυνατά για να σταματήσει κάποιος πολυλογάς ή και για καζούρα ακόμη)
• αλλά και για καθήκον (στρατευμένος, ταγός-ακόλουθος-οφείλει-πληρωμένος χειροκροτητής κλπ).
Η φυσιολογική εξέλιξη του χειροκροτήματος έχει μία μεταβαλλόμενη ένταση, ξεκινάει κάποιος τολμηρός, τον ακολουθούν πολλοί, η έντασή του κορυφώνεται για λίγο και μετά σβήνει σταδιακά μέχρις εξαφανίσεως, λόγω ικανοποίησης της εσωτερικής ανάγκης για συμμετοχή, πληρότητας της έκφρασης ενθουσιασμού, και εξάντλησης.
Εκεί όμως που δεν ακολουθεί αυτήν την πορεία είναι όταν γίνεται από καθήκον.
Εκεί οι χειροκροτητές χειροκροτούν ταυτόχρονα και μαζικά σε κάθε αύξηση της έντασης της φωνής του ομιλητή, ο οποίος προσπαθεί να ενσπείρει τεχνηέντως ενθουσιασμό στο ακροατήριο, σε κάθε ηθελημένη παύση μετά από κάποια σημαντική του (όπως θεωρεί) ανακοίνωση, σε κάθε εξυπνακίστικη ατάκα και οπωσδήποτε στο τέλος της ομιλίας, όπου εκεί το χειροκρότημα έχει την ίδια ένταση από την αρχή μέχρι το τέλος.
Κάθε φορά που χειροκροτούν από καθήκον όλοι ξεκινούν με μιας, για να τους δει ο ομιλητής ότι επιτελούν με συνέπεια και ενθουσιασμό το έργο τους, κτυπούν τα χέρια τους δυνατά και με αξιοσημείωτη ταχύτητα, ποιος θα κυριαρχήσει και θα ακουστεί από τον ομιλητή. Και για να είναι σίγουροι σηκώνονται όλοι με μιας για να τους δει καλύτερα.
Αναγκαστικά τότε, αφού στο οπτικό πεδίο του ομιλητή δεν φαίνονται τα χέρια τους, καταλήγουν να τα σηκώνουν κιόλας ψηλότερα, πιο επιδεικτικά (τα λεγόμενα τούβλα -Lateres- στη ρωμαϊκή παράδοση), με ένα τεράστιο χαμόγελο ικανοποίησης στο πρόσωπό τους, στρέφοντας το κεφάλι τους πότε δεξιά και πότε αριστερά, κάποιοι κοντύτεροι σηκώνονται στις μύτες για να φανούν όχι μόνο στον ομιλητή αλλά κυρίως στα ΜΜΕ και στους πραιτωριανούς, που ελέγχουν για την αποδοχή και την πίστη των ταγών στον ηγέτη-μεσία-ομιλητή.
Λιμνάζον πλήθος, πλίνθοι (τούβλα) και κέραμοι (Lateres et tēgulae) σε μία δημοκρατία σε τέλμα!