Δεν κρύβουν τη χαρά τους οι κυβερνητικοί παράγοντες, οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ και τα οκτώ κοινοβουλευτικά «ρετάλια» του επειδή τους αποθεώνουν περιχαρείς ξένοι (Σόρος, Πάιατ, Μέρκελ, Τουσκ, Ζάεφ κ.α.) για την ιστορικών διαστάσεων καταστροφική Συμφωνία των Πρεσπών.
Χρησιμοποιούν μάλιστα το καλόπιασμα των ξένων Πρεσβειών και των διεθνών mainstream ως «επιχείρημα» για το «ορθόν» της εθνικής μειοδοσίας που συνειδητά διέπραξαν. Ούτε ανησυχούν βεβαίως που απερίσκεπτα κι εμμονικά δίχασαν βαθύτατα την ελληνική κοινωνία και λάβωσαν θανάσιμα το πολιτικό σύστημα της χώρας, με τα όσα «τραγελαφικά» του κοινοβουλευτικού «θιάσου» των τελευταίων μηνών.
Εκπροσωπούν ουσιαστικά εκείνη τη μειοψηφική Ελλάδα που αποτελείται από το μεγαλύτερο τμήμα των κατεστημένων ελίτ, της μιντιοκρατίας, μικρού μέρους της εκκλησιαστικής Ιεραρχίας και των εν γένει προνομιούχων της καπιταλιστικής και νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, οι οποίοι από καιρό «έχουν υποταχτεί στον ιμπεριαλισμό και εγκαταλείψει την εθνική ιστορικότητα της χώρας».
Επικεντρώνουν δε την «ιδεολογική» τους επίθεση αποκλειστικά στο επίσης μειοψηφικό τμήμα της ελληνικής κοινωνίας που χαρακτηρίζεται από ακροδεξιές και εθνικιστικές απόψεις που εκφράζονται από πολύ μικρότερο τμήμα των ελίτ αλλά και από κάποια μικροαστικά άλλα και «πληβειακά στρώματα».
Δε διστάζουν όμως να κατασυκοφαντήσουν με εξόφθαλμη ευτέλεια και την τεράστια πλειοψηφία των Ελλήνων που βρίσκεται απέναντι και στα δύο αυτά μειοψηφικά τμήματα της ελληνικής κοινωνίας. Μιας συντριπτικής πλειοψηφίας που συγκροτείται από ευρύτερες λαϊκές μάζες της εργασίας και του μόχθου και της μαθητιώσας νεολαίας που βιώνουν όχι μόνο τον μνημονιακό όλεθρο, την οικονομική κατάρρευση και την ανασφάλεια αλλά και μια βαθιά εθνική ταπείνωση και περιφρόνηση στο πλαίσιο της ξενοδουλίας και του εθνομηδενισμού των κυρίαρχων ελληνικών ελίτ.
Το φοβερά δυσάρεστο είναι όμως ότι αυτό το τεράστιο δημοκρατικό, κοινωνικό και πατριωτικό τμήμα των Ελλήνων νοιώθει πλέον πως «εν τοις πράγμασι» δεν το εκπροσωπεί κανείς στην «τραυματισμένη» ελληνική βουλή, ενώ ακόμα δεν διαφαίνεται «φως στο τούνελ» της πολιτικής του εκπροσώπησης.