Ο Ελληνικός Στρατός αποβιβάστηκε στη Σμύρνη, το 1919, ως εντολοδόχος των μεγάλων δυνάμεων, οι οποίες ύστερα από τις τεράστιες ανθρωποθυσίες του άνθους του ανθρωπίνου δυναμικού τους στα χαρακώματα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, δεν επιθυμούσαν για κανέναν λόγο, πόσο μάλλον για να εξυπηρετήσουν τα ελληνικά συμφέροντα, να τις επαναλάβουν μαχόμενες κατά των κεμαλικών δυνάμεων, στα βάθη της Ανατολίας.
Από: history-point.gr
Η περιοχή Σμύρνης, και μόνο αυτή, θα επιδικαζόταν στην Ελλάδα, μετά από πέντε χρόνια από την υπογραφή της συνθήκης των Σεβρών, κατόπιν όμως δημοψηφίσματος των κατοίκων της. Τότε ο Ελ. Βενιζέλος προκήρυξε εκλογές, θέτοντας μάλιστα πολιτειακό ζήτημα, εφοδιάζοντας έτσι από μόνος του, την ανίκανη να αντιπαραταχθεί στις επιτυχίες του αντιπολίτευση.
Η ενωμένη αντιπολίτευση, με σύνθημα την επάνοδο του Κωνσταντίνου κέρδισε τις εκλογές. Ωστόσο δεν πρέπει να υπερεκτιμηθεί η σημασία της πολιτειακής και πολιτικής αυτής εναλλαγής στην Ελλάδα, όσον αφορά στη στάση απέναντί της των μεγάλων δυνάμεων της εποχής.
Η Ιταλία δεν περίμενε την ήττα του Βενιζέλου για να εκφράσει τη δυσαρέσκεια της για την ελληνική παρουσία στη Μικρά Ασία. Η Γαλλία, ευθύς μόλις ο Κεμάλ επανέφερε ουσιαστικά το παλαιό καθεστώς των «Διομολογήσεων», και αφού προέβαλε τυπική, για την τιμή των όπλων αντίσταση, στην Κιλικία, συντάχθηκε με τους κεμαλικούς και τα λιγοστά της στρατεύματα έφυγαν από τη Μικρά Ασία, αφήνοντας όμως στους Τούρκους τον βαρύ τους οπλισμό.
Οι Βρετανοί επίσης, οι οποίοι με στοιχειώδεις δυνάμεις κρατούσαν την βορειοδυτική Μικρά Ασία, αποχώρησαν, επιφορτίζοντας με την ευθύνη αυτή στην Ελλάδα, η οποία ανέπτυξε εκεί το Γ’ Σώμα Στρατού. Αλλά και η Σοβιετική Ένωση, αποτέλεσε τον κύριο τροφοδότη του κεμαλικού στρατού σε βαρύ οπλισμό, συνεπεία της εμπλοκής της Ελλάδας στη Ουκρανική εκστρατεία του 1919, πάλι με εισήγηση του Βενιζέλου.
Η φιλοκεμαλική γαλλική στάση καθώς και ο έντονος, γάλλο-βρετανικός ανταγωνισμός στην Εγγύς Ανατολή ωθεί του συμμάχους μας, τον Απρίλιο του 1921, να διακηρύξουν τη αυστηρή ουδετερότητά τους απέναντι στους εμπόλεμους και η ελληνική προσπάθεια να δεχθεί ένα ισχυρό και απροσδόκητο πλήγμα.
Η Βρετανία, με τη σύμπραξη Γαλλίας και της Ιταλίας διέκοψαν την προμήθεια του απαραίτητου πολεμικού υλικού στην Ελλάδα. Μετά δε τις εκλογές του 1920 έπαψαν να αναγνωρίζουν στην Ελλάδα τα δικαιώματα του εμπολέμου, καθώς και το δικαίωμα νηοψίας στα εμπορικά τους πλοία που εφοδίαζαν τον Κεμάλ, με πολεμικό υλικό.
Η Γαλλία πρωτοστάτησε επίσης, στο να αρνηθούν οι «σύμμαχοι» στην Ελλάδα το δικαίωμα χρήσης της Κωνσταντινούπολης ως ναυτικής βάσης. Τη δε Γαλλία ακολουθεί σε ανθελληνικό μένος και η Ιταλία, η οποία εφοδίαζε τον Κεμάλ με κάθε είδος πολεμικού υλικού, μέχρι με αεροπλάνα!
Οι δε ΗΠΑ μετά τις προεδρικές εκλογές της 4ης Νοεμβρίου 1920 επανήλθαν στην πολιτική του απομονωτισμού. Η Βρετανία ενεθάρρυνε την Ελλάδα, χωρίς όμως να την υποστηρίξει αρκετά, έτοιμη να επωφεληθεί από αυτήν τυχόν ελληνική νίκη, αλλά και έτοιμη να την εγκαταλείψει σε ενδεχομένη ήττα. Αυτό που ενδιέφερε τους Βρετανούς ήταν η προάσπιση από τυχόν τουρκικές ενέργειες του σημερινού Ιράκ, την «προστασία» του οποίου είχαν αναλάβει. Από την πλευρά της η Γαλλία δεν ήθελε να αφήσει ελεύθερο το πεδίο δράσης στους Βρετανούς στη Μέση Ανατολή.
Η δε Ιταλία επωφελούνταν αυτής της αντιζηλίας ,με σκοπό να κερδίσει και αυτή μερίδιο από στη Μέση Ανατολή, αλλά και στα Βαλκάνια, επιβάλλοντας κατ΄ αρχήν την παραχώρηση της Βόρειας Ηπείρου στην Αλβανία, την οποία έθεσε υπό την «προστασία» της – μέχρι σήμερα – και κρατώντας τα ελληνικά Δωδεκάνησα, παρά την συμφωνία Βενιζέλου –Τιτόνι.
Η Βρετανοί επιχείρησαν να επιτύχουν μια διπλωματική λύση του μικρασιατικού, οργανώνοντας την συνδιάσκεψη του Λονδίνου. Πριν η συνδιάσκεψη ολοκληρωθεί, ο Γάλλος πρωθυπουργός Αριστείδης Μπριάν υπέγραψε με την κεμαλική αντιπροσωπία συμφωνία και η οποία προέβλεπε την αναγνώριση της επαναστατικής κυβέρνησης του Μουσταφά Κεμάλ από τη Γαλλία.
Η συμφωνία αυτή προέβλεπε την κατάπαυση των εχθροπραξιών μεταξύ Γαλλίας και της κυβέρνησης της Αγκύρας και άλλα σχετικά με την Κιλικία, την εκκένωση αυτής από τους Γάλλους και προ πάντων το δικαίωμα προτεραιότητας της Γαλλίας σε τουρκικά ορυχεία καθώς επίσης και συμμετοχή της Γαλλίας στις σιδηροδρομικές επιχειρήσεις της Τουρκίας και με τον σκοπό να διαδεχθεί τη Γερμανία σε μεγάλο μέρος του σιδηροδρόμου της Βαγδάτης.
Στις 16 Μαρτίου 1921 η κυβέρνηση της Αγκύρας υπέγραψε με την Σοβιετική Ένωση τη συνθήκη της Μόσχας. Με αυτή η Τουρκία εξασφάλισε τα βορειοανατολικά της σύνορα, ενώ η ΕΣΣΔ σταθεροποίησε την εξουσία της στην περιοχή του Καυκάσου. Την ίδια μέρα υπεγράφη και συμφωνία για την δωρεάν χορήγηση οικονομικής βοήθειας στον Μουσταφά Κεμάλ. Ο Λένιν προσέφερε 10 εκ. χρυσά ρούβλια στον Κεμάλ, σε δύο δόσεις των 5 εκ. έκαστη. Οι Τούρκοι επίσης έλαβαν 327 πυροβόλα, περίπου 40.000 τυφέκια, 150.000 οβίδες, 63 εκ. φυσίγγια, και εκατοντάδες τόνους καυσίμων.
Οι ξένοι δεν σώζουν
Μετά την εμπλοκή της Ελλάδας στην Μικρά Ασία η μόνη λύση που απέμενε ήταν η να εκκενωθεί η Ιωνία, ή να αναλάβει ο στρατός επιχειρήσεις συντριβής των κεμαλικών δυνάμεων. Προτιμήθηκε η δεύτερη λύση, η οποία ήταν το ίδιο σφαλερή με την πρώτη. Η προέλαση του Ελληνικού Στρατού σε μια εχθρική ενδοχώρα, χωρίς να έχει εξασφαλισμένες τις γραμμές των συγκοινωνιών του, με τα πλευρά του κυριολεκτικά στον αέρα, ήταν τουλάχιστον παρακινδυνευμένη, αν όχι παντελώς ανούσια και ανόητη πράξη.
Στο αδιέξοδο όμως που είχε περιέλθει η Ελλάδα, επιχειρώντας να καρπωθεί τα «δώρα» των νέων Δαναών «Συμμάχων» της δεν υπήρχε άλλη διέξοδος. Ακόμα όμως και στη μαύρη καταστροφή που τελικά ακολούθησε, οι «Σύμμαχοι», παρακολουθούσαν αμέριμνοι την σφαγή των Ελλήνων αμάχων από τα κεμαλικά ανθρωποειδή, σκοτώνοντας όποιον δύσμοιρο επιχειρούσε να βρει καταφύγιο στα πολεμικά πλοία τους, τα οποία ναυλουχούσαν στον λιμένα της Σμύρνης.
Εκεί οδήγησε ο διχασμός, τον οποίον οι ξένοι βεβαίως επέβαλαν, χρησιμοποιώντας όμως ως όχημα Έλληνες, οι οποίοι είχαν ξεχάσει το απόφθεγμα του Γέρου του Μωριά Θοδωρή Κολοκοτρώνη που έλεγε: «ξένο σπαθί δεν θα λευτερώσει την Ελλάδα».