Ι. Εντελώς «αθώα», οι Αμερικανοί «φίλοι» μας αναρωτήθηκαν πρόσφατα δημοσίως αν η Καβάλα ανήκει στους νεότευκτους «Βόρειο-Μακεδόνες» ή στους Έλληνες. Ελάχιστοι ασχολήθηκαν με την είδηση, λες και έγινε τυχαία και σε «απονήρευτους» καιρούς.
Το τι ενδεχομένως να κρύβεται πίσω από αυτό το «αφελές» ερώτημα μας οδηγεί στη «Καβάλα» του 1916, η οποία μόλις τρία χρόνια νωρίτερα είχε καταχωρηθεί στην Ελλάδα με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου - παρότι οι ηττημένοι Βούλγαροι την διεκδικούσαν μέχρι τέλους με επιμονή, έχοντας τη φανερή υποστήριξη Ρώσων και Γάλλων και τη διακριτική των Άγγλων. Ήταν σαφές ότι ενόψει του επερχόμενου Α’ Παγκοσμίου Πολέμου η Καβάλα ήταν το «διαπραγματευτικό» δέλεαρ για τη διαμόρφωση συμμαχιών. Σε τέτοιο σημείο μάλιστα που ο Ελευθέριος Βενιζέλος αρκετές φορές «συνιστούσε να παραχωρήσουμε την Καβάλα στους Βούλγαρους προκειμένου να δελεαστεί και να βγει στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ, έναντι ανταλλαγμάτων στη Μικρά Ασία, που θα ήταν τόσο μεγάλα ώστε η έκταση της Ελλάδας θα διπλασιαζόταν».
ΙΙ. Εν μέσω του ολέθριου εθνικού διχασμού και τη χώρα ακόμα «ουδέτερη», αλλά ευρισκόμενη αφενός υπό συμμαχικό αποκλεισμό και κατοχή και αφετέρου απέναντι στη δεδομένη Γερμανοβουλγαρική επιθετικότητα, η κατάσταση στην λιμοκτονούσα εξ αιτίας του συμμαχικού αποκλεισμού πόλη της Καβάλα τον Αύγουστο του 1916 ήταν απελπιστική. Παρακάμπτοντας Σέρρες και Δράμα, οι Γερμανοβούλγαροι προώθησαν χωρίς αντίσταση τις πολιτοφυλακές τους μέχρι έξω από την Καβάλα. Εκεί είχαν στρατοπεδεύσει, αποκομμένοι από το υπόλοιπο στράτευμα και την «νόμιμη κυβέρνηση», οι ετοιμοπόλεμοι Έλληνες στρατιώτες του Δ΄ Σώματος Στρατού υπό τις διαταγές του συνταγματάρχη Χατζόπουλου. Η μακεδονική πόλη όμως δεν διέθετε αξιόλογα οχυρωματικά έργα, ούτε αμφίδρομη επικοινωνία με το στρατηγείο της Αθήνας, καθώς οι επικοινωνίες ελέγχονταν από τους Αγγλογάλλους του στρατηγού Σερράιγ και του ναύαρχου Φουρνέ, οι οποίοι διακαώς ήθελαν να μπει η Ελλάδα στον πόλεμο - και φυσικά στο πλευρό της Αντάντ.
Υπό αυτές τις συνθήκες, οι Βούλγαροι έστειλαν τελεσίγραφο στον συνταγματάρχη Χατζόπουλο να παραδοθεί η φρουρά της Καβάλας μέσα σε λίγες μόνο ώρες, την 11η πρωινή της 29ης Αυγούστου. Διαφορετικά θα ξεκινούσε ο βομβαρδισμός της «ανοχύρωτης» πόλης και η αιματηρή κατάληψή της. Παρά τις προσπάθειες του Χατζόπουλου να συνεννοηθεί με τους Αγγλογάλλους και να μεταφερθεί, όσο υπήρχε καιρός, από συμμαχικά πλοία στη Θεσσαλονίκη, τελικά οι μόνοι που επιβιβάστηκαν και μάλιστα σε ιδιωτικό πλοίο της εταιρείας Τζων, χωρίς διαταγή και αιφνιδιαστικά, ήταν οι άνδρες του 21ου Συντάγματος Κρητών. Όταν έφτασε ένα αγγλικό πολεμικό πλοίο στο λιμάνι ζητήθηκε από τον Χατζόπουλο να επιβιβαστούν σε αυτό μόνο οι φιλοβενιζελικοί στρατιώτες. Ο απομονωμένος από το Γενικό Επιτελείο Στρατού της Αθήνας συνταγματάρχης δεν δέχτηκε και μόνο ελάχιστες ώρες πριν λήξη το βουλγαρικό τελεσίγραφο αποφάσισε να επικοινωνήσει με τους Γερμανούς και τον συνταγματάρχη Σβάινιτς για να «παραδοθεί σε αυτούς αμαχητί».
Οι Γερμανοί εγγυήθηκαν ότι «οι γερμανικές αρχές θα συμπεριφερθούν προς τα ελληνικά στρατεύματα όχι ως αιχμαλώτους αλλά ως προς φιλοξενούμενους», κρατώντας τον ατομικό τους οπλισμό, τις σημαίες και τα πυροβόλα τους, χωρίς να αναμειχθούν οι Βούλγαροι. Μέχρι το βράδυ της 29ης Αυγούστου πολλοί στρατιώτες κατέφυγαν στη Θάσο που βρίσκονταν υπό αγγλογαλλικό έλεγχο «για να πολεμήσουν τους Βούλγαρους». Οι υπόλοιποι επτά χιλιάδες άνδρες του Δ΄ Σώματος Στρατού συγκεντρώθηκαν στη Δράμα απ΄όπου αναχώρησαν στοιβαγμένοι σε τραίνα για το άγνωστο Γκαίρλιτς της Γερμανίας, όπου παρέμειναν ως το τέλος του πολέμου κυκλοφορώντας ελεύθεροι, ενώ αρκετοί παρέμειναν εκεί σε όλη τους τη ζωή. Πίσω τους άφησαν μια χώρα βαθιά διχασμένη : «Ο Βασιλιάς και οι δικοί του να προσποιούνται πως δεν καταλαβαίνουν τις βλέψεις των Βουλγάρων, κι ο Βενιζέλος, έτοιμος να χορέψει στο χορό των Αγγλογάλλων, να προσδοκά πως μετά τη σίγουρη –κατά την άποψή του – νίκη θα κατέφθαναν τα «δώρα των Μάγων».
Μήπως οι «ανιστόρητοι» Αμερικανοί που έχουν πάνω στη γεωπολιτική σκακιέρα των Βαλκανίων, εν τοις πράγμασι, πολλά «πιόνια» για θυσία γνωρίζουν κάτι παραπάνω;
(Πολύ σημαντική βιβλιογραφική συμβολή για τα γεγονότα της Καβάλας αποτελεί η μελέτη του Γεράσιμου Αλεξάτου «Οι Έλληνες του Γκαίρλιτς 1916-1919», εκδόσεις Κυριακίδη, 2015.)