Από τις αρχές της δεκαετία του 2000 η Τουρκία άρχισε να ανακινεί όλο και πιο συχνά θέμα τουρκικής μειονότητας στα Δωδεκάνησα και ιδιαίτερα στην Ρόδο και στην Κω. Όλες οι κινήσεις της τουρκικής πλευράς από την αρχή φάνηκε πως είχαν στήριξη από το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών και όχι μόνο, ενώ τελευταία έχουν αρχίσει να παίρνουν νέα διάσταση με αφορμή και το ζήτημα που έχει προκύψει με το Καστελόριζο και την χάραξη της ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου. Η επίσημη αναγνώριση τουρκικής μειονότητας στα Δωδεκάνησα και η υποτιθέμενη καταπίεση που υφίσταται από το ελληνικό κράτος πιστεύεται στην Άγκυρα ότι θα δώσει έρισμα στην Τουρκία να εκδηλώσει νέες διεκδικήσεις στην περιοχή που έχει αποκτήσει ξεχωριστό ενδιαφέρων.
Από: nikosxeiladakis.gr - Γράφει ο Νίκος Χειλαδάκης
Στις αρχές του 2002 πρόξενος της Τουρκίας στην Ρόδο είναι η, κόρη του πρώην ηγέτη του Ρεπουμπλικανικού κόμματος της Τουρκίας Τουρχάν Φεϊζίολγου και πρωτεργάτη της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο το 1974. Η Nilufer Feyzioğlu θα εξελιχτεί σε επίκεντρο τουρκικών προκλήσεων και πρώτη θα θέσει με τόσο επίσημο τρόπο θέμα τουρκικής μειονότητας. Για πρώτη φορά έγινε ευρέως γνωστή τον Μάιο του 2002 όταν στις 28 Μαΐου γίνονταν γνωστό από τον τουρκικό τύπο, (περνώντας τελείως απαρατήρητο από τα ελληνικά ΜΜΕ), ότι με την δική της πρωτοβουλία είχε πετύχει να υπογραφεί για πρώτη φορά συμφωνία με το ελληνικό κράτος για την δραστηριοποίηση τουρκικών κατασκευαστικών εταιρειών στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου. Την σημαντική και «ιστορική» αυτή κατά τους Τούρκους συμφωνία, είχε επικυρώσει μαζί με την Φεϊζίογλου και ο τότε πρόξενος της Ελλάδας στην Σμύρνη, κ. Ευάγγελος Σέκερης. Αλλά το επίμαχο σημείο ήταν ότι η συμφωνία αυτή θεωρήθηκε από τους Τούρκους σαν σταθμός της «εισβολής» τους στο ανατολικό Αιγαίο, με πρώτο στόχο την ανάληψη μεγάλων κατασκευαστικών έργων σε πολλά ελληνικά νησιά που βρίσκονται δίπλα στις τουρκικές ακτές.
Οι σχετικές συμφωνίες προέβλεπαν, (σύμφωνα πάντα με τους Τούρκους) και την συνεργασία των ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών των δυο χωρών. Έτσι θα διευκολυνοντα;ν το έργο των τουρκικών κατασκευαστικών εταιρειών που θα μεταφέρουν υλικά και προσωπικό από τις τουρκικές ακτές στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου και κυρίως στα Δωδεκάνησα.
H πρώτη τουρκική εταιρεία που σκόπευε να δραστηριοποιηθεί στον κατασκευαστικό χώρο στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, ήταν η γνωστή στην Τουρκία «Ege Rıhtım Inşaat Madencilik Havaifışek Limited Şirketi» που έχει έδρα την Σμύρνη. Ο εκπρόσωπος αυτής της εταιρείας, Μεχμέτ Γκιουλέρ, είχε δηλώσει τότε από την Σμύρνη ότι οι συζητήσεις που είχαν γίνει τότε στην Αθήνα είχαν καταλήξει σε συμφωνία για την άδεια δραστηριοποίησης της πρώτης τουρκικής κατασκευαστικής εταιρείας, στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου.
Να σημειωθεί ότι όλα αυτά είχαν συνδυαστεί στην Τουρκία και με τις δηλώσεις του τότε υπουργού Εξωτερικών, κ Παπανδρέου, ότι θα πέσουν «τα τείχη» του ανατολικού Αιγαίου, όπως έπεσαν και τα τείχη της Πράσινης Γραμμής στη Κύπρο, κάτι που είχε εκληφθεί από τους Τούρκους σαν η δυνατότητα που περίμεναν εδώ και χρόνια να δραστηριοποιηθούν οικονομικά σε όλα τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου που βρίσκονται δίπλα στις τουρκικές ακτές.
Μετά από αυτή την μεγάλη επιτυχία η Τουρκάλα πρόξενος συνέχισε με ορμή τις «διπλωματικές» της δραστηριότητες, αρχίζοντας αλλεπάλληλες περιοδείες σε όλα τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου. Εκεί, εκμεταλλευόμενη την διπλωματική της ιδιότητα και ασυλία, έβγαζε φωτογραφίες από πολλές «ευαίσθητες» τοποθεσίες και οθωμανικά μνημεία, τα οποία σύμφωνα με τις δικές της δηλώσεις έχουν καταστραφεί από την αδιαφορία του ελληνικού κράτους.
Συγκεκριμένα η Νιλουφέρ Φεϊζίολγου είχε πάει ανενόχλητη και είχε φωτογραφήσει περιοχές εκτός από την Ρόδο, στα νησιά Λήμνο, Λέσβο, Κρήτη, Χίο, Σάμο, Κω, Λέρο και Κάλυμνο, όπου σύμφωνα με την ίδια υπάρχουν περί τα 400 οθωμανικά μνημεία τα οποία καταρρέουν.
Στις αρχές του 2002 πρόξενος της Τουρκίας στην Ρόδο είναι η, κόρη του πρώην ηγέτη του Ρεπουμπλικανικού κόμματος της Τουρκίας Τουρχάν Φεϊζίολγου και πρωτεργάτη της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο το 1974. Η Nilufer Feyzioğlu θα εξελιχτεί σε επίκεντρο τουρκικών προκλήσεων και πρώτη θα θέσει με τόσο επίσημο τρόπο θέμα τουρκικής μειονότητας. Για πρώτη φορά έγινε ευρέως γνωστή τον Μάιο του 2002 όταν στις 28 Μαΐου γίνονταν γνωστό από τον τουρκικό τύπο, (περνώντας τελείως απαρατήρητο από τα ελληνικά ΜΜΕ), ότι με την δική της πρωτοβουλία είχε πετύχει να υπογραφεί για πρώτη φορά συμφωνία με το ελληνικό κράτος για την δραστηριοποίηση τουρκικών κατασκευαστικών εταιρειών στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου. Την σημαντική και «ιστορική» αυτή κατά τους Τούρκους συμφωνία, είχε επικυρώσει μαζί με την Φεϊζίογλου και ο τότε πρόξενος της Ελλάδας στην Σμύρνη, κ. Ευάγγελος Σέκερης. Αλλά το επίμαχο σημείο ήταν ότι η συμφωνία αυτή θεωρήθηκε από τους Τούρκους σαν σταθμός της «εισβολής» τους στο ανατολικό Αιγαίο, με πρώτο στόχο την ανάληψη μεγάλων κατασκευαστικών έργων σε πολλά ελληνικά νησιά που βρίσκονται δίπλα στις τουρκικές ακτές.
Οι σχετικές συμφωνίες προέβλεπαν, (σύμφωνα πάντα με τους Τούρκους) και την συνεργασία των ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών των δυο χωρών. Έτσι θα διευκολυνοντα;ν το έργο των τουρκικών κατασκευαστικών εταιρειών που θα μεταφέρουν υλικά και προσωπικό από τις τουρκικές ακτές στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου και κυρίως στα Δωδεκάνησα.
H πρώτη τουρκική εταιρεία που σκόπευε να δραστηριοποιηθεί στον κατασκευαστικό χώρο στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, ήταν η γνωστή στην Τουρκία «Ege Rıhtım Inşaat Madencilik Havaifışek Limited Şirketi» που έχει έδρα την Σμύρνη. Ο εκπρόσωπος αυτής της εταιρείας, Μεχμέτ Γκιουλέρ, είχε δηλώσει τότε από την Σμύρνη ότι οι συζητήσεις που είχαν γίνει τότε στην Αθήνα είχαν καταλήξει σε συμφωνία για την άδεια δραστηριοποίησης της πρώτης τουρκικής κατασκευαστικής εταιρείας, στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου.
Να σημειωθεί ότι όλα αυτά είχαν συνδυαστεί στην Τουρκία και με τις δηλώσεις του τότε υπουργού Εξωτερικών, κ Παπανδρέου, ότι θα πέσουν «τα τείχη» του ανατολικού Αιγαίου, όπως έπεσαν και τα τείχη της Πράσινης Γραμμής στη Κύπρο, κάτι που είχε εκληφθεί από τους Τούρκους σαν η δυνατότητα που περίμεναν εδώ και χρόνια να δραστηριοποιηθούν οικονομικά σε όλα τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου που βρίσκονται δίπλα στις τουρκικές ακτές.
Μετά από αυτή την μεγάλη επιτυχία η Τουρκάλα πρόξενος συνέχισε με ορμή τις «διπλωματικές» της δραστηριότητες, αρχίζοντας αλλεπάλληλες περιοδείες σε όλα τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου. Εκεί, εκμεταλλευόμενη την διπλωματική της ιδιότητα και ασυλία, έβγαζε φωτογραφίες από πολλές «ευαίσθητες» τοποθεσίες και οθωμανικά μνημεία, τα οποία σύμφωνα με τις δικές της δηλώσεις έχουν καταστραφεί από την αδιαφορία του ελληνικού κράτους.
Συγκεκριμένα η Νιλουφέρ Φεϊζίολγου είχε πάει ανενόχλητη και είχε φωτογραφήσει περιοχές εκτός από την Ρόδο, στα νησιά Λήμνο, Λέσβο, Κρήτη, Χίο, Σάμο, Κω, Λέρο και Κάλυμνο, όπου σύμφωνα με την ίδια υπάρχουν περί τα 400 οθωμανικά μνημεία τα οποία καταρρέουν.
Η Τουρκάλα πρόξενος έχει προχωρήσει στην καταγραφή αυτών των μνημείων, με κύριο σκοπό να προχωρήσει σε επίσημες καταγγελίες σε διεθνείς οργανισμούς κατά του ελληνικού κράτους για την αδιαφορία που έχει επιδείξει, όπως υποστηρίζει, στην καταστροφή αυτών των μνημείων. Μάλιστα απτόητη δήλωνε στον τουρκικό τύπο ότι θα κατήγγειλε το γεγονός της καταστροφής των «τουρκικών» μνημείων του Αιγαίου, μέσω του Τούρκου υπουργού Πολιτισμού, Ερκάν Μουμτζού, στον τότε υπουργό πολιτισμού, κ Ευάγγελο Βενιζέλο, ο οποίος είχε προγραμματίσει τότε επίσημη επίσκεψη στην Κωνσταντινούπολη. Ο κ Βενιζέλος όμως που πληροφορήθηκε για τις κινήσεις της κ Φεϊζίολγου δεν πραγματοποίησε τελικά την επίσκεψη του στην Πόλη. Το θέμα όμως έφτασε και μέχρι την Αυστραλία, όπου ο συνεργάτης της Φεϊζίολγου, Τούρκος ιστορικός μνημείων, Μουράτ Γκιούλ, ήδη προχώρησε σε επίσημες καταγγελίες κατά του ελληνικού κράτους σε διεθνείς οργανώσεις προστασίας Ιστορικών Μνημείων.
Η Φεϊζίογλου ξαναήρθε στην επικαιρότητα το Ιούλιο του 2004, (21/7) με την απαίτηση της προς τον τότε υπουργό Αιγαίου, κ Αριστοτέλη Παυλίδη, ( η ίδια δήλωσε πως θα έχει επαφή μαζί του), σαν αντιστάθμισμα στο άνοιγμα της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, την επαναλειτουργία ενός οθωμανικού τεμένους της Ρόδου, του «Αγά Χαν τζαμί», το οποίο θεωρείτε σαν σύμβολο της οθωμανικής κυριαρχίας στην περιοχή. Συγκεκριμένα η Τουρκάλα πρόξενος της Ρόδου, σύμφωνα με δημοσίευμα της τουρκικής εφημερίδας Ραντικάλ, στις 21 Ιουλίου, υποστήριξε ότι δεν μπορεί η Τουρκία να προχωρεί στην επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης και να μην μπορεί να ανοίξει τα τζαμιά των Δωδεκανήσων. Μάλιστα με δική της πρωτοβουλία ακύρωσε τότε το ελληνοτουρκικό φεστιβάλ φίλιας που γίνεται μεταξύ των δήμων Μούγλας και Καλλιθέας Ρόδου, προτρέποντας την τουρκική αποστολή να μην έρθει στο ελληνικό νησί σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την στάση κάποιων τοπικών εφημερίδων απέναντι στις πρωτοβουλίες της να «ξαναζωντανέψει» η «τουρκική» μειονότητα στο νησί. Σύμφωνα με την Φεϊζίογλου, στα Δωδεκάνησα υπάρχει τουρκική μειονότητα που θα πρέπει να αναγνωριστεί διεθνώς και να της αποδοθούν τα νόμιμα δικαιώματα της.
Την σκυτάλη από την Φειζιγολου γρήγορα την πήραν κάποια τουρκικά κανάλια που άρχισαν να στέλνουν συνεχώς ανταποκριτές στην Ρόδο με τον σκοπό να προβάλουν την ύπαρξη τουρκικής μειονότητας που «καταπιέζετε» από το ελληνικό κράτος και ότι θα πρέπει να γίνουν επίσημες κινήσεις για να αποκατασταθούν τα δικαιώματα της και η επαφή της με την «μητέρα πατρίδα» την Τουρκία. Έτσι στις 2 Νοεμβρίου του 2007, το τουρκικό ειδησεογραφικό κανάλι «SKYTürk», πρόβαλε μια μεγάλης διάρκειας εκπομπή όπου το κυρίαρχο σημείο ήταν η ανακάλυψη της τουρκικής μειονότητας της Ρόδου η οποία δεν απολαμβάνει θρησκευτική ελευθερία, δεν έχει τουρκική εκπαίδευση και δεν αναγνωρίζεται επίσημα από το ελληνικό κράτος
Την Δευτέρα, 1 Δεκεμβρίου 2008, η τουρκική κρατική τηλεόραση, (κανάλι TRT ınt), πρόβαλε ένα προκλητικό ντοκιμαντέρ της Τουρκάλας Δημοσιογράφου, Narı Beyza, με θέμα την Ρόδο και την τουρκική μειονότητα του νησιού. Η Τουρκάλα δημοσιογράφος, που κινήθηκε ανενόχλητη στην πρωτεύουσα των Δωδεκανήσων, κατήγγειλε την ελληνική κυβέρνηση ότι έχει κλείσει τα τουρκικά σχολεία που λειτουργούσαν μέχρι τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, με αποτέλεσμα οι «Τούρκοι της Ρόδου» να μην έχουν τουρκική παιδεία. Κατηγόρησε ανοιχτά το ελληνικό κράτος ότι από τα πολλά τζαμιά του νησιού, επιτρέπετε να λειτουργεί μόνο το Ιμπραήμ Τζαμί, που δεν είναι δυνατό να εξυπηρετήσει τους χιλιάδες Τούρκους των Δωδεκανήσων. Το ιστορικό και περίφημο, όπως ανέφερε, Σουλεϊμανιέ τζαμί, παραμένει κλειστό. Στην ίδια εκπομπή εμφανιστήκαν και πολλοί μουσουλμάνοι, κάτοικοι της Ρόδου, οι οποίοι με υπονοούμενα αφήναν να εννοηθεί ότι καταπιέζονται από το ελληνικό κράτος, ότι τα παιδιά τους δεν μπορούν να έχουν τουρκική εκπαίδευση και να μάθουν τα τουρκικά σε κρατικό σχολείο, όπως γίνεται στην δυτική Θράκη. Όλα αυτά έδωσαν στο τηλεοπτικό κοινό την εικόνα ότι οι «Τούρκοι» της Ρόδου είναι εγκαταλειμμένοι και ότι επιτέλους θα πρέπει το τουρκικό κράτος να ενδιαφερθεί για την τύχη τους, καθώς μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και την παράδοση των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα, η τουρκική κοινότητα υφίσταται συστηματικό διωγμό από τις ελληνικές αρχές. Η Narı Beyza στην ίδια εκπομπή έδειξε και πολλά άλλα οθωμανικά κτίσματα παρουσιάζοντας σκόπιμα την εικόνα ενός νησιού που έχει καθαρά τουρκικό χαρακτήρα.
Στο θέμα επανήλθε στις 8 Αυγούστου του 2008 η γνωστή φιλοκυβερνητική εφημερίδα Ζαμάν με τον χαρακτηριστικό τίτλο : «Rodos’takı Türklerın sorunları Avrupa’ya taşınıyor», δηλαδή «το πρόβλημα των Τούρκων της Ρόδου μεταφέρεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση». Σύμφωνα με το δημοσίευα αυτό, ο Σουηδός ευρωβουλευτής, Andreas Gross, θα πρωτοστατήσει στην προβολή του θέματος της «καταπίεσης» των Τούρκων των νήσων Ρόδου και Κω στο Ευρωπαϊκό συμβούλιο. Ο Σουηδός ευρωβουλευτής τόνισε χαρακτηριστικά ότι, «δεν μπορούμε να αγνοήσουμε το ζήτημα της καταπίεσης αυτής της μειονότητας από το ελληνικό κράτος».
Στο ίδιο δημοσίευμα αναφέρονταν για πρώτη φορά επίσημα τα εφτά αιτήματα της τουρκικής μειονότητας των Δωδεκανήσων, που αριθμεί, σύμφωνα με την τουρκική εφημερίδα, πάνω από 5.000 κατοίκους. Τα αιτήματα αυτά όπως τα δημοσίευσε η Ζαμάν, είναι τα εξής :
α) Να ανοίξουν τουρκικά σχολεία και να διδάσκεται η τουρκική γλώσσα και η ισλαμική θρησκεία στα παιδιά της τουρκικής μειονότητας. β) Να ανοίξει ο μεντρεσές, (ιεροδιδασκαλείο), Σουλεϊμανιέ, που έκλεισε το 1972 και να μετατραπεί σε τουρκικό κολέγιο.
γ) Να αναγνωριστούν επίσημα, όπως γίνονταν επί ιταλικής κατοχής, οι μουφτήδες της μειονότητας που θα εκλέγονται από την ίδια την μειονότητα.
δ) Τα εισοδήματα των μουσουλμανικών βακουφιών να πηγαίνουν στα μουσουλμανικά βακούφια και να μειωθεί δραστικά η φορολόγηση τους. ε) Να εκλέγονται απ’ ευθείας από την μειονότητα οι διοικήσεις των μειονοτικών βακουφιών.
στ) Να αναστυλωθούν τα οθωμανικά μνημεία και να επαναλειτουργήσουν όλα τα μουσουλμανικά τεμένη των Δωδεκανήσων και, το πιο ενδιαφέρων,
ζ) Να ξαναδοθεί η ιθαγένεια σε όσους Τούρκους των Δωδεκανήσων έχουν φύγει μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και έχουν πάει στην Τουρκία, με αποτέλεσμα να χάσουν την ελληνική ιθαγένεια.
Παράλληλα και με χαρακτηριστικό τρόπο οι Τούρκοι εκδηλώθηκε προσπάθεια να συνδέσουν το ζήτημα της «τουρκικής» μειονότητας των Δωδεκανήσων και με το θέμα του άμυνας των ελληνικών νησιών. Σύμφωνα με χαρακτηριστικό δημοσίευα τουρκικής εφημερίδας και συγκεκριμένα της Μιλιέτ, στις 18 Δεκεμβρίου του 2007, η Ελλάδα κατά παράβαση της συνθήκης της Λοζάνης συνεχίζει παράνομα τον εξοπλισμό των Δωδεκανήσων. Η τουρκική εφημερίδα επικαλέστηκε πηγές του τουρκικού Γενικού Επιτελείου, όπου κατακρίνονταν έντονα η Ελλάδα ότι εφάρμοσε πολιτική εκδίωξης του τουρκικού πληθυσμού των Δωδεκανήσων και στη συνέχεια και μετά το 1974 άρχισε τον συστηματικό εξοπλισμό της περιοχής. Η Μιλιέτ ανέφερε ότι οι ελληνικές αρχές προβαίνουν σε παράνομες κατασχέσεις των τουρκικών κτημάτων και των τουρκικών περιουσιών, εξωθώντας τον τουρκικό πληθυσμό να φύγει στην Τουρκία. Η τουρκική εφημερίδα, σε ένα ανθελληνικό παραλήρημα, ισχυρίστηκε ότι συνεχίζεται η συστηματική καταστροφή όλων των οθωμανικών μνημείων των Δωδεκανήσων, όπως η Οθωμανική βιβλιοθήκη, το Αγά τζαμί και ο Οθωμανικός Πύργος του Ρολογιού, (σημειωτέον ότι όλα αυτά όχι μόνο δεν έχουν καταστραφεί αλλά έχουν αναστυλωθεί από το ελληνικό κράτος).
Είχε προηγηθεί ένα καυστικό άρθρο στις 10 Οκτωβρίου 2007 από τον γνωστό αρθογράφο της Μιλιέτ, τον Φικρέτ Μπιλά, στο οποίο καταγγέλλονταν με τον πιο σκληρό τρόπο η ελληνική κυβέρνηση γιατί κρατάει κλειστά τα τουρκικά σχολεία των Δωδεκανήσων. Μάλιστα, σύμφωνα με το ίδιο άρθρο, το θέμα αυτό των σχολείων είχε συζητηθεί σε κατ’ ιδία συζήτηση του τότε αρχηγού της ΠΑΣΟΚ, κ Γεώργιο Παπανδρέου, με τον αρχηγό του Λαϊκού κόμματος της Τουρκίας, τον Ντενίζ Μπαϊκάλ, στα πλαίσια των συναντήσεων της Σοσιαλιστικής Διεθνούς στη οποία ανήκουν και οι δυο πολιτικοί αρχηγοί, (ήδη έχει τεθεί ζήτημα για την συμμετοχή στην Σοσιαλιστική Διεθνή του Ντενίζ Μπαϊκάλ ο οποίος έχει κατηγορηθεί για άκρατο εθνικισμό). Ο Μπαικάλ, σύμφωνα με τον Τούρκο αρθογράφο, είχε ζητήσει από τον κ Παπανδρέου τον σεβασμό των δικαιωμάτων των Τούρκων της Ρόδου και της Κω. Ο Τούρκος κεμαλικός πολιτικός βρήκε την ευκαιρία, σύμφωνα πάντα με την Μιλιέτ, να ζητήσει από τον κ Παπανδρέου να επιληφθεί της κατάσταση των μουσουλμανικών βακουφιών των Δωδεκανήσων, ενώ υποστήριξε ότι η Ελλάδα δεν εφαρμόζει τα ευρωπαϊκά δεδομένα στην περίπτωση των «Τούρκων» της Ρόδου και της Κω
Το θέμα άρχισε ξανά να ανακινείτε τους πρώτους μήνες του 2012 και είναι χαρακτηριστικό ότι τουρκικά κανάλια επαναφέροντας με έμφαση το θέμα «αλωνίζουν» ανεξέλικτα την Ρόδο και την Κω, όπως το φιλοισλαμικό, «Samanyolu TV» με τον γνωστό Τούρκο δημοσιογράφο, Ismai Kahraman, εθνικιστικών πεποιθήσεων και το «Kocaeli TV», ξεσηκώνοντας ουσιαστικά την μουσουλμανική μειονότητα της περιοχής. Οι εκπομπές τους προβάλουν συνεχώς σκηνές υποτιθεμένης «καταπίεσης» των Τούρκων, όπως τους ονομάζουν, της Δωδεκανήσου, των τουρκόπαιδων που… στερούνται της τουρκικής παιδείας και διάφορα άλλα «καταπιεστικά».
Σε όλα αυτά δεν είναι άσχετο και το γεγονός της μεγάλης προβολής που έλαβε στις 13 Μαρτίου του 2012 στον τουρκικό τύπο, η απόφαση μιας κοινοβουλευτικής επιτροπής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την κατοχύρωση των «πολιτιστικών δικαιωμάτων» της αποτελούμενης από 5.000 μονίμους κατοίκους, «τουρκικής μειονότητας» των Δωδεκανήσων, η οποία, όπως αναφέρετε βρίσκεται στης νήσους Κω και Ρόδο. Η απόφαση αυτή, σύμφωνα με τις τουρκικές αναφορές, επαναφέρει στην δημοσιότητα το ζήτημα της επίσημης αναγνώρισης ύπαρξης τουρκικής μειονότητας στα Δωδεκάνησα. Και αυτό σε μια πολύ ευαίσθητη χρονική περίοδο για το ζήτημα των ενεργειακών κοιτασμάτων της ευρύτερης περιοχής.