Ένα Παλιό Μεγάλο Πρόβλημα Εκρήγνυται Στην Νότια Πλευρά της Ευρωζώνης
H Δημοσιονομική Υγεία της Ιταλίας σε σοβαρή και πάλι κρίση
Don Quijones, WolfStreet, Zero Hedge, 16-4-2019
Μετάφραση: Μιχαήλ Στυλιανού
Η κυβέρνηση συνασπισμού της Ιταλίας περιέκοψε προ ημερών την πρόβλεψη οικονομικής ανάπτυξης της χώρας το 2019 στο 0,2% -την ασθενέστερη πρόβλεψη της Ευρωζώνης, μετά μια προηγούμενη
εκτίμηση για 1%. Η Ιταλία τελεί ήδη σε
τεχνική ύφεση, αφού είχε σημειώσει ήδη δύο ολόκληρα τρίμηνα αρνητικής
ανάπτυξης του ΑΕΠ στο δεύτερο εξάμηνο του 2018.
Ο κρατικός προϋπολογισμός για το τρέχον έτος βασιζόταν στην υπόθεση ότι η οικονομία θα αναπτυσσόταν εφέτος κατά 1%. Τώρα φαίνεται ότι η οικονομία μπορεί να μη σημειώσει καθόλου ανάπτυξη, θα μπορούσε μάλιστα και να συρρικνωθεί.
΄Ένα άμεσο αποτέλεσμα αυτής της εξέλιξης θα ήταν το σημερινό έλλειμμα τρεχόντων λογαριασμών της Ιταλίας για το 2019 να είναι σημαντικά μεγαλύτερο του 2,04% του ΑΕΠ, το οποίο είχε πέρυσι υποσχεθεί να μην υπερβεί η ιταλική κυβέρνηση. Και αυτό μπορεί να σημαίνει μόνο ένα πράγμα: μιαν ακόμη σύγκρουση, της Ρώμης με τις Βρυξέλλες, για την πορεία της δημοσιονομικής πολιτικής της Ιταλίας.
Η Ιταλία μπορεί ήδη να διεκδικεί τον τίτλο του μεγαλύτερου χρεοφειλέτη της Ευρώπης σε ονομαστικούς όρους και του δεύτερου σε σχετικούς όρους, μετά την δυο φορές «διασωσμένη» οικονομία της Ελλάδας. Η Ρώμη πρόβλεψε τελευταία ότι το δημόσιο χρέος θα σημειώσει εφέτος νέο ρεκόρ ύψους με 132% του ΑΕΠ. Αυτό το επίπεδο είναι απίθανο να διατηρηθεί για πολύ, με δεδομένη την στασιμότητα της ιταλικής οικονομίας και την αποφασιστικότητα της κυβέρνησης να μειώσει τους φόρους, να χαμηλώσει την ηλικία συνταξιοδότησης και να καθιερώσει το βασικό εισόδημα του πολίτη.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα της ιταλικής οικονομίας είναι ότι πολλά από τα προβλήματά της είναι χρόνια και έχουν βαθιές ρίζες. Πολλά από αυτά ξεκινούν από την υιοθέτηση του Ευρώ, το 2000, ή στην περίπτωση της Ρώμης, στον μαζικό εθισμό στο δημόσιο χρέος, στην δεκαετία του 1980.΄Όπως επισημαίνει ο ΟΟΣΑ, το πραγματικό ΑΕΠ στην Ιταλία είναι σημαντικά πιο κάτω από το επίπεδό του πριν από την κρίση. Η Ιταλία είναι επίσης η μόνη χώρα-μέλος του ΟΟΣΑ όπου τα εισοδήματα (υπολογιζόμενα ως ποσοστό του ΑΕΠ κατά κεφαλήν) είναι χαμηλότερα από το 2000. Αντίθετα, στην Γαλλία, την Ισπανία, την Βρετανία και την Γερμανία αυξήθηκαν στην ίδια περίοδο κατά 13%, 17%, 21% και 23% αντίστοιχα.
Το ΔΝΤ προβλέπει τώρα αύξηση του ποσοστού του δημοσίου χρέους της Ιταλίας από 134% του ΑΕΠ το 2020, και σε 138,5 το 2024. Όπως αυξάνει το χρέος, έτσι θα αυξάνουν και τα επιτόκια επί του χρέους. Αυτό γίνεται αβάστακτο, ιδιαίτερα καθώς η προθεσμία εξόφλησης για μέγα μέρος του χρέους λήγει τα προσεχή λίγα χρόνια. Μόνο το 2019 η Ιταλία έχει να εξαγοράσει ομόλογα 250 δις Ευρώ, ποσό περίπου ισοδύναμο με το σύνολο των ομολόγων όλης της Ευρωζώνης που φθάνουν εφέτος σε ωρίμανση.
Και τώρα η Ρώμη δεν έχει πια την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να αγοράζει τα μισά ομόλογα που εκδίδει. Φυσικά στους τωρινούς πεινασμένους για αποδόσεις καιρούς, επενδυτές θα σπεύσουν για τα υψηλά επιτόκια των ιταλικών ομολόγων, τουλάχιστο στην αρχή. Αλλά υπάρχει το ρίσκο ότι οι αποδόσεις θα φτάσουν σε υπερβολικά επίπεδα, όπου οι θεσμοί περιφρούρησης θα πάρουν την υπόθεση στα χέρια τους, όπως συνέβη το 2012, όταν τα επιτόκια των 10ετών ιταλικών ομολόγων έφτασαν το 7%.
Πριν αυτό ξανασυμβεί, κάτι πρέπει να γίνει. Εάν η Ιταλία είχε το δικό της νόμισμα και είχε η ίδια τον έλεγχο της νομισματικής πολιτικής της θα μπορούσε μέσω του πληθωρισμού να προσπαθήσει να απαλλαγεί από το χρέος της –ότι και αυτό μπορούσε να στοιχίσει στο δικό της νόμισμα. Αλλά δεν το έχει και δεν μπορεί. Εναλλακτικά, θα μπορούσε, όπως η Ελλάδα, να κηρύξει αδυναμία εξόφλησης, με σκληρές συνέπειες για τους αγοραστές αυτών των ομολόγων, μεταξύ των οποίων ιταλικές οικογένειες και ντόπιες και ξένες τράπεζες.
Η μόνη άλλη επιλογή της Ρώμης είναι αυτή που δοκιμάστηκε ήδη, αλλά με περιορισμένη επιτυχία, από την Ελλάδα –τουτέστιν να περικόψει δραστικά τις δημόσιες δαπάνες, να αυξήσει τους φόρους, να ιδιωτικοποιήσει την δημόσια περιουσία και να επιβάλει ένα καθεστώς αυστηρής λιτότητας. Αυτή είναι η συνταγή που συνέστησε ο ΟΟΣΑ, αλλά θα συνεπήγετο εκλογική αυτοκτονία για τους εταίρους του κυβερνητικού συνασπισμού, που θα κάνουν ότι μπορούν για να μην αποδιώξουν τους ψηφοφόρους που τους έδωσαν την πρώτη πραγματική γεύση της εξουσίας.
Με άλλα λόγια, καμιά από αυτές τις κλασσικές λύσεις δεν α αντιπροσωπεύει ρεαλιστική επιλογή για μια χώρα τόσο μεγάλη και τόσο σημαντική για το σύστημα όπως η Ιταλία. Το ρίσκο ότι οι συνθήκες θα επιδεινωθούν πέραν ελέγχου αυξάνεται κάθετα από το γεγονός ότι η χώρα κυβερνάται τώρα από δύο σχετικά νεογέννητα κόμματα, εχθρικά σε κάθε ιδέα λιτότητας, που δεν διακατέχοντα από ερωτικό πάθος για τα την Ευρωπαϊκή Ιδέα και ως εκ τούτου είναι διατεθειμένα να αγνοήσουν τις εντολές των Βρυξελλών, τουλάχιστον μέχρις ενός σημείου.
Η Ιταλία είναι ο οίκος ενός εξαιρετικά εύθραυστου τραπεζικού τομέα, με το μεγαλύτερο ποσοστό μη εξυπηρετουμένων δανείων και την χαμηλότερη απόδοση κεφαλαίων από τις άλλες μεγάλες ευρωπαϊκές οικονομίες. Η γαλλική κυβέρνηση έχει ήδη προειδοποιήσει ότι μια οικονομική ύφεση στην Ιταλία θα προκαλέσει τον ίδιο, αν όχι μεγαλύτερο κίνδυνο στην Ευρωζώνη, από την έξοδο της Βρετανίας.
Και είναι λογικό η γαλλική κυβέρνηση να ανησυχεί. Οι οικονομίες των δύο χωρών, Γαλλίας και Ιταλίας, διαπλέκονται στενά, με ετήσιες εμπορικές συναλλαγές ύψους 90 δις ευρώ. Ακόμη σημαντικότερο: Οι γαλλικές τράπεζες είναι οι κατά πολύ μεγαλύτεροι κάτοχοι δημόσιου και ιδιωτικού ιταλικού χρέους, συνολικού ύψους 311 δις ευρώ, ως το τρίτο τρίμηνο του 2018, σύμφωνα με την Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών. Εάν η Ιταλία κηρύξει αδυναμία πληρωμών, οι γαλλικές τράπεζες θα δεχτούν ένα συντριπτικό πλήγμα στους ισολογισμούς τους.
Ο κρατικός προϋπολογισμός για το τρέχον έτος βασιζόταν στην υπόθεση ότι η οικονομία θα αναπτυσσόταν εφέτος κατά 1%. Τώρα φαίνεται ότι η οικονομία μπορεί να μη σημειώσει καθόλου ανάπτυξη, θα μπορούσε μάλιστα και να συρρικνωθεί.
΄Ένα άμεσο αποτέλεσμα αυτής της εξέλιξης θα ήταν το σημερινό έλλειμμα τρεχόντων λογαριασμών της Ιταλίας για το 2019 να είναι σημαντικά μεγαλύτερο του 2,04% του ΑΕΠ, το οποίο είχε πέρυσι υποσχεθεί να μην υπερβεί η ιταλική κυβέρνηση. Και αυτό μπορεί να σημαίνει μόνο ένα πράγμα: μιαν ακόμη σύγκρουση, της Ρώμης με τις Βρυξέλλες, για την πορεία της δημοσιονομικής πολιτικής της Ιταλίας.
Η Ιταλία μπορεί ήδη να διεκδικεί τον τίτλο του μεγαλύτερου χρεοφειλέτη της Ευρώπης σε ονομαστικούς όρους και του δεύτερου σε σχετικούς όρους, μετά την δυο φορές «διασωσμένη» οικονομία της Ελλάδας. Η Ρώμη πρόβλεψε τελευταία ότι το δημόσιο χρέος θα σημειώσει εφέτος νέο ρεκόρ ύψους με 132% του ΑΕΠ. Αυτό το επίπεδο είναι απίθανο να διατηρηθεί για πολύ, με δεδομένη την στασιμότητα της ιταλικής οικονομίας και την αποφασιστικότητα της κυβέρνησης να μειώσει τους φόρους, να χαμηλώσει την ηλικία συνταξιοδότησης και να καθιερώσει το βασικό εισόδημα του πολίτη.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα της ιταλικής οικονομίας είναι ότι πολλά από τα προβλήματά της είναι χρόνια και έχουν βαθιές ρίζες. Πολλά από αυτά ξεκινούν από την υιοθέτηση του Ευρώ, το 2000, ή στην περίπτωση της Ρώμης, στον μαζικό εθισμό στο δημόσιο χρέος, στην δεκαετία του 1980.΄Όπως επισημαίνει ο ΟΟΣΑ, το πραγματικό ΑΕΠ στην Ιταλία είναι σημαντικά πιο κάτω από το επίπεδό του πριν από την κρίση. Η Ιταλία είναι επίσης η μόνη χώρα-μέλος του ΟΟΣΑ όπου τα εισοδήματα (υπολογιζόμενα ως ποσοστό του ΑΕΠ κατά κεφαλήν) είναι χαμηλότερα από το 2000. Αντίθετα, στην Γαλλία, την Ισπανία, την Βρετανία και την Γερμανία αυξήθηκαν στην ίδια περίοδο κατά 13%, 17%, 21% και 23% αντίστοιχα.
Το ΔΝΤ προβλέπει τώρα αύξηση του ποσοστού του δημοσίου χρέους της Ιταλίας από 134% του ΑΕΠ το 2020, και σε 138,5 το 2024. Όπως αυξάνει το χρέος, έτσι θα αυξάνουν και τα επιτόκια επί του χρέους. Αυτό γίνεται αβάστακτο, ιδιαίτερα καθώς η προθεσμία εξόφλησης για μέγα μέρος του χρέους λήγει τα προσεχή λίγα χρόνια. Μόνο το 2019 η Ιταλία έχει να εξαγοράσει ομόλογα 250 δις Ευρώ, ποσό περίπου ισοδύναμο με το σύνολο των ομολόγων όλης της Ευρωζώνης που φθάνουν εφέτος σε ωρίμανση.
Και τώρα η Ρώμη δεν έχει πια την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να αγοράζει τα μισά ομόλογα που εκδίδει. Φυσικά στους τωρινούς πεινασμένους για αποδόσεις καιρούς, επενδυτές θα σπεύσουν για τα υψηλά επιτόκια των ιταλικών ομολόγων, τουλάχιστο στην αρχή. Αλλά υπάρχει το ρίσκο ότι οι αποδόσεις θα φτάσουν σε υπερβολικά επίπεδα, όπου οι θεσμοί περιφρούρησης θα πάρουν την υπόθεση στα χέρια τους, όπως συνέβη το 2012, όταν τα επιτόκια των 10ετών ιταλικών ομολόγων έφτασαν το 7%.
Πριν αυτό ξανασυμβεί, κάτι πρέπει να γίνει. Εάν η Ιταλία είχε το δικό της νόμισμα και είχε η ίδια τον έλεγχο της νομισματικής πολιτικής της θα μπορούσε μέσω του πληθωρισμού να προσπαθήσει να απαλλαγεί από το χρέος της –ότι και αυτό μπορούσε να στοιχίσει στο δικό της νόμισμα. Αλλά δεν το έχει και δεν μπορεί. Εναλλακτικά, θα μπορούσε, όπως η Ελλάδα, να κηρύξει αδυναμία εξόφλησης, με σκληρές συνέπειες για τους αγοραστές αυτών των ομολόγων, μεταξύ των οποίων ιταλικές οικογένειες και ντόπιες και ξένες τράπεζες.
Η μόνη άλλη επιλογή της Ρώμης είναι αυτή που δοκιμάστηκε ήδη, αλλά με περιορισμένη επιτυχία, από την Ελλάδα –τουτέστιν να περικόψει δραστικά τις δημόσιες δαπάνες, να αυξήσει τους φόρους, να ιδιωτικοποιήσει την δημόσια περιουσία και να επιβάλει ένα καθεστώς αυστηρής λιτότητας. Αυτή είναι η συνταγή που συνέστησε ο ΟΟΣΑ, αλλά θα συνεπήγετο εκλογική αυτοκτονία για τους εταίρους του κυβερνητικού συνασπισμού, που θα κάνουν ότι μπορούν για να μην αποδιώξουν τους ψηφοφόρους που τους έδωσαν την πρώτη πραγματική γεύση της εξουσίας.
Με άλλα λόγια, καμιά από αυτές τις κλασσικές λύσεις δεν α αντιπροσωπεύει ρεαλιστική επιλογή για μια χώρα τόσο μεγάλη και τόσο σημαντική για το σύστημα όπως η Ιταλία. Το ρίσκο ότι οι συνθήκες θα επιδεινωθούν πέραν ελέγχου αυξάνεται κάθετα από το γεγονός ότι η χώρα κυβερνάται τώρα από δύο σχετικά νεογέννητα κόμματα, εχθρικά σε κάθε ιδέα λιτότητας, που δεν διακατέχοντα από ερωτικό πάθος για τα την Ευρωπαϊκή Ιδέα και ως εκ τούτου είναι διατεθειμένα να αγνοήσουν τις εντολές των Βρυξελλών, τουλάχιστον μέχρις ενός σημείου.
Η Ιταλία είναι ο οίκος ενός εξαιρετικά εύθραυστου τραπεζικού τομέα, με το μεγαλύτερο ποσοστό μη εξυπηρετουμένων δανείων και την χαμηλότερη απόδοση κεφαλαίων από τις άλλες μεγάλες ευρωπαϊκές οικονομίες. Η γαλλική κυβέρνηση έχει ήδη προειδοποιήσει ότι μια οικονομική ύφεση στην Ιταλία θα προκαλέσει τον ίδιο, αν όχι μεγαλύτερο κίνδυνο στην Ευρωζώνη, από την έξοδο της Βρετανίας.
Και είναι λογικό η γαλλική κυβέρνηση να ανησυχεί. Οι οικονομίες των δύο χωρών, Γαλλίας και Ιταλίας, διαπλέκονται στενά, με ετήσιες εμπορικές συναλλαγές ύψους 90 δις ευρώ. Ακόμη σημαντικότερο: Οι γαλλικές τράπεζες είναι οι κατά πολύ μεγαλύτεροι κάτοχοι δημόσιου και ιδιωτικού ιταλικού χρέους, συνολικού ύψους 311 δις ευρώ, ως το τρίτο τρίμηνο του 2018, σύμφωνα με την Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών. Εάν η Ιταλία κηρύξει αδυναμία πληρωμών, οι γαλλικές τράπεζες θα δεχτούν ένα συντριπτικό πλήγμα στους ισολογισμούς τους.