Το ταλέντο του δεν το είχε πιθανότατα κανείς άλλος εκπρόσωπος του κλασικού αθλητισμού στην Ελλάδα
Αναδημοσίευση από: menshouse.gr
Γράφει ο Θάνος Ιατρόπουλος
Την εποχή που ο στίβος παρέμενε ακόμα στην Ελλάδα ένας… χώρος για ρομαντικούς και οι μεγάλες επιτυχίες του Χρήστου Παπανικολάου και του Βασίλη Παπαγεωργόπουλου αναζητούσαν κληρονόμο, οι Έλληνες αθλητές που έδειχναν ικανοί να τα βάλουν με τον διεθνή ανταγωνισμό ήταν μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού.
Λίγες ημέρες προτού η Άννα Βερούλη και η Σοφία Σακοράφα κάνουν το 1-3 στο Πανευρωπαϊκό της Αθήνας το 1982, ανέτειλε το άστρο του μεγαλύτερου ίσως ταλέντου που έβγαλε ποτέ ο ελληνικός στίβος στα αγωνίσματα των αποστάσεων.
Οι μυημένοι στον κλασικό αθλητισμό και γεννηθέντες έως τα μέσα της δεκαετίας του ’70 θα θυμούνται ότι ο Θανάσης Καλογιάννης υπήρξε μια πολύ σπάνια περίπτωση για τα ελληνικά δεδομένα.
Όσοι τον Αύγουστο του 1982 τον είδαν να καταρρίπτει στο βαλκανικό πρωτάθλημα του Βουκουρεστίου το πανελλήνιο ρεκόρ στα 400 μ. σε ηλικία μόλις 16 ετών και 11 μηνών θα μιλούσαν για ένα φαινόμενο με δυνατότητες που ξεπερνούσαν τα στενά ελληνικά όρια. Ο νεαρός από το Βόλο είχε τερματίσει σε χρόνο 47:07, αλλά το πανελλήνιο ρεκόρ δεν αναγνωρίστηκε λόγω ευνοϊκού ανέμου.
Αυτό δεν εμπόδισε τον ελληνικό αθλητικό Τύπο και τον κόσμο του στίβου να κάνουν λόγο για το «γιο του ανέμου», χαρακτηρισμός που είθισται να αποδίδεται εξ’ ορισμού σε τέτοιες περιπτώσεις.
Ο Καλογιάννης τον δικαίωσε τρόπο τινά δύο χρόνια αργότερα, όταν προτού ακόμα κλείσει τα 19 διέλυσε το πανελλήνιο ρεκόρ στα 400 μ. με 45.90 και ταξίδεψε για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λος Άντζελες, με το χρυσό των Βαλκανικών Αγώνων στις αποσκευές του.
Το 1986 πήρε το πανελλήνιο ρεκόρ και στα 400 μ. με εμπόδια με 48.88, επίδοση που αν είχε επαναλάβει στο ευρωπαϊκό της Στουτγάρδης θα κατακτούσε το χάλκινο μετάλλιο. Είχε προκριθεί ως τέταρτος στον τελικό, αλλά τερμάτισε 8ος σε αυτόν με 51.83. Ο Καλογιάννης ήταν τότε μόλις 21 ετών και συμπεριλαμβανόταν στους πιο χαρισματικούς Έλληνες αθλητές.
Τα εμπόδια ήταν τελικά αυτά που τον κέρδισαν. Το 1987 βελτίωσε το ρεκόρ του (48.80), κατακτώντας το ασημένιο μετάλλιο στην Πανεπιστημιάδα του Ζάγκρεμπ. Με αυτή την επίδοση ταξίδεψε στο Παγκόσμιο της Ρώμης την ίδια χρονιά, έχοντας βλέψεις ακόμα και για μετάλλιο.
Αν βελτίωνε το ατομικό του ρεκόρ θα ήταν δεδομένα στον τελικό, τερμάτισε όμως έκτος με 51.94 στην προκριματική σειρά του και αποκλείστηκε. Το μόνο που έμοιαζε να του λείπει για να ανέβει στο βάθρο στο υψηλότερο επίπεδο ήταν η εμπειρία. Έχοντας ήδη παραστάσεις από Ολυμπιακούς, Ευρωπαϊκό και Παγκόσμιο έως τα 22 χρόνια του, δεν ήταν θεωρητικά μακριά η στιγμή που θα έβγαζε διαδοχικές σπουδαίες επιδόσεις σε μια μεγάλη διοργάνωση και θα «επαλήθευε» τις προφητείες.
Ο Καλογιάννης όμως δεν ήταν μια συνηθισμένη περίπτωση αθλητή. Και σίγουρα όχι αυτός που θα θυσίαζε τα πάντα για τη δόξα ενός μεταλλίου. Διαβασμένος όσο λίγοι στο σινάφι του και με ανησυχίες που εκτεινόταν πολύ πιο μακριά από τον ορίζοντα ενός κουλουάρ, δεν έγινε ο καριερίστας που περίμεναν οι άλλοι από αυτόν. Η κουλτούρα και η κοσμοθεωρία του δεν συμβάδιζαν καν με τη λήψη συμπληρωμάτων διατροφής και όλων των παραπλήσιων, τα οποία δεν καταδέχτηκε να πάρει ποτέ.
Επιπλέον έδρασε σε μια περίοδο που οι χορηγίες και οι οικονομικές διευκολύνσεις δεν είχαν φτάσει ακόμα στο κατώφλι του ελληνικού στίβου. Στα μέσα της δεκαετίας του ’80 γράφεται στην Οδοντιατρική Σχολή Αθηνών, γρήγορα όμως διαπιστώνει ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να περιοριστεί μέσα στους τοίχους ενός οδοντιατρείου.
Η ανεπτυγμένη φαντασία και η καλλιτεχνική φύση του έχουν ως αποτέλεσμα να λατρέψει τη φωτογραφία. Ο στίβος του χαρίζει άλλα τρία χρυσά βαλκανικά μετάλλια και μία ακόμα συμμετοχή σε Ολυμπιακούς Αγώνες (1992), αλλά από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 είναι φανερό ότι δεν έχει το ζήλο να κάνει το επόμενο βήμα. Ή καλύτερα δεν θέλει να μαντέψει ποιο μπορεί να είναι το τίμημα για το «καύσιμο» που θα πρέπει να βάλει στον οργανισμό του για το επόμενο βήμα.
Το Πανελλήνιο πρωτάθλημα του 1993 είναι το κύκνειο άσμα του. Δεν το έχει πει σε κανέναν, η απόφαση αποχώρησης του, σε ηλικία μόλις 28 ετών, σοκάρει τον ελληνικό στίβο. Είναι ήδη ένας από τους πιο περιζήτητους Έλληνες εργένηδες, με παρουσιαστικό που προκαλεί από γκελ έως… αμόκ στο ωραίο φύλο.
Η τριετής σχέση του με την Τζένη Μπαλατσινού έχει ολοκληρωθεί ένα χρόνο πριν και μετά από διάφορους «πειραματισμούς» θα γνωρίσει τη γυναίκα της ζωής του, τη Λάουρα ντε Νίγκρις.
Είναι η εποχή που έχει εξελιχθεί σε δεινό φωτογράφο και συνεργάζεται με περιοδικά. Μέσω αυτής της τριβής ο δρόμος του πέφτει πάνω σε αυτόν της εντυπωσιακής Βραζιλιάνας, που άφησε εποχή ως μοντέλο και αργότερα δίδαξε styling στην Ελλάδα. Το 2001 το ζευγάρι παντρεύεται και λίγα χρόνια αργότερα μεταναστεύει στη Βραζιλία.
Εκεί ο Καλογιάννης σπουδάζει Κινηματογραφική Φωτογραφία και Σκηνοθεσία, ενώ η Ντε Νίγκρις εξαργυρώνει τη μεγάλη φήμη της στο χώρο της μόδας, ως σχεδιάστρια κοσμημάτων.
Έχοντας εμπειρία ως σκηνοθέτης στη βραζιλιάνικη τηλεόραση και τον κινηματογράφο, ο Καλογιάννης επέστρεψε μαζί με τη σύζυγό του το καλοκαίρι του 2016 για μόνιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα. Είχε όρεξη να κάνει πολλά με την κάμερα του, έχοντας βρει χορηγίες για κάποια φιλόδοξα σκηνοθετικά projects. «Θα γίνει κάτι πολύ μεγάλο», εκμυστηρεύτηκε τότε στο περιβάλλον του.
Δεν πρόλαβε. Στις 23 Οκτωβρίου του 2017 η Λάουρα ντε Νίγκρις ανακοίνωσε στα social media το τραγικό νέο του θανάτου του. Οι γιατροί το απέδωσαν σε πνευμονικό οίδημα που προκάλεσε ανακοπή καρδιάς. Ο Καλογιάννης δεν αντιμετώπιζε – τουλάχιστον διαπιστωμένα – προβλήματα υγείας. Εκείνη την ημέρα μάλιστα είχε βγει έξω μαζί με τη σύζυγό του πριν αισθανθεί αδιαθεσία και επιστρέψει εσπευσμένα στο σπίτι του.
«Ποιος δεν θυμάται το καμάρι του στίβου, τον Θανάση Καλογιάννη, με καταγωγή από τον Βόλο, που μεσουρανούσε και μας χάριζε ανεπανάληπτες στιγμές στη δεκαετία του ’80», ανέφερε ο ΣΕΓΑΣ, εκφράζοντας τη θλίψη του για την απώλεια.
Όσο ξαφνικά εγκατέλειψε τα κουλουάρ ο «ήρωας» του ελληνικού στίβου στα πέτρινα χρόνια της δεκαετίας του ’80, άλλο τόσο ξαφνικά έφυγε από τη ζωή, μόλις στα 52 χρόνια του. Σα να έβαλε αίφνης το ανήσυχο πνεύμα του πλώρη για άλλου είδους αναζητήσεις. Η διαδρομή ζωή – θάνατος έγινε με τέτοιο σπριντ, σα να νοστάλγησε τις μέρες που ο κόσμος μάθαινε ότι ένα ορφανό παιδί από το Βόλο ήταν ο γιος του ανέμου…