Στις 26 Απριλίου 1986 μια σειρά από εκρήξεις κατέστρεψε έναν από τους αντιδραστήρες στον Πυρηνικό Σταθμό Παραγωγής Ενέργειας του Τσέρνομπιλ και μεγάλες ποσότητες ραδιενέργειας απελευθερώθηκαν στην ατμόσφαιρα. Ενώ η Σοβιετική Ένωση περιοριζόταν σε λακωνικές δηλώσεις, το ραδιενεργό νέφος κάλυπτε την Ευρώπη.
Από: mixanitouxronou.gr
Στην Ελλάδα η είδηση έφτασε τρεις μέρες μετά το ατύχημα. Δημοσιεύματα άρχισαν να γράφουν ότι υπήρχε πιθανότητα να έρθει το ραδιενεργό νέφος στην Ελλάδα, αλλά «χωρίς κίνδυνο για τη δημόσια υγεία», προσπαθώντας να καθησυχάσουν τους έλληνες πολίτες. Η Ελληνική Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας έβγαλε καθησυχαστική ανακοίνωση στις 3 Μαΐου: «το ραδιενεργό νέφος δεν έχει φτάσει στον ελληνικό χώρο, αλλά ακόμη και αν οι μετεωρολογικές συνθήκες ευνοήσουν τη μεταφορά υπολειμμάτων στη χώρα δεν αναμένεται να σημειωθεί σημαντική αύξηση της ραδιενέργειας γιατί το νέφος θα έχει εξασθενίσει».
Τα πράγματα όμως εξελίχθηκαν με διαφορετικό τρόπο. Ο πρώην πρύτανης του Μετσόβιου Πολυτεχνείου, Σίμος Σιμόπουλος, ήταν τότε νεαρός επιστήμονας. Σε μια συζήτηση με έναν τεχνικό του εργαστηρίου προσπάθησε να απαντήσει αν η ραδιενέργεια έφτασε στην Ελλάδα. Για να το επιβεβαιώσει χρησιμοποίησε έναν πρόχειρο ανιχνευτή. Ήθελε να του αποδείξει ότι δεν υπάρχει πρόβλημα. Όμως οι μετρήσεις έδειξαν ότι υπήρχε. Για να μην προκαλέσει πανικό, είπε στον συνεργάτη του ότι το όργανο ήταν αρρύθμιστο. Στην πραγματικότητα ο επιστήμονας είχε καταγράψει για πρώτη φορά ότι στην Ελλάδα είχε φτάσει το ραδιενεργό σύννεφο του Τσέρνομπιλ.
Ο τρόπος με τον οποίο συναρμολόγησε τότε τον μετρητή θα μπορούσε σήμερα να χαρακτηριστεί πρωτόγονος. Επειδή δεν έβρισκε κατάλληλες αντλίες, χρησιμοποίησε μια αντλία σαν αυτή που μετράει το καυσαέριο μιας μηχανής ντίζελ. Έτσι κατάφερε να συλλέξει αέρα από το περιβάλλον και να το μετρήσει στα εργαστήρια.
Η κυβέρνηση διακήρυσσε ότι η Ελλάδα ήταν η χώρα της Ευρώπης που είχε προσβληθεί με τη λιγότερη ραδιενέργεια. Όμως, υπήρχε έλλειψη ουσιαστικής ενημέρωσης
Όπως έδειξε ο χάρτης διασποράς ραδιενέργειας που δημοσίευσε το Ινστιτούτο Προστασίας Ραδιενέργειας και Πυρηνικής Ασφάλειας της Γαλλίας, το νέφος έφτασε στη Βόρεια Ελλάδα στις 2 Μαΐου, δηλαδή μια εβδομάδα μετά την έκρηξη. Χρειάστηκε περίπου μία μέρα για να εξαπλωθεί σχεδόν σε όλη την χώρα. Τα υψηλότερα ποσοστά σημειώθηκαν στις 6 Μαΐου, ενώ τις επόμενες ημέρες η ραδιενέργεια άρχισε να μειώνεται.
Ο Νίκος Κατσαρός, επιστημονικός συνεργάτης στον Δημόκριτο, ανέφερε ότι το Ινστιτούτο Πυρηνικής Τεχνολογίας και Ακτινοπροστασίας είχε αναλάβει τη επίσημη μέτρηση της ραδιενέργειας στην Ελλάδα. Περιέγραψε ότι το νέφος ήρθε από τη Ρουμανία, πέρασε από τη Θράκη στα νησιά του Αιγαίου, ενώ ένα δεύτερο ραδιενεργό «κύμα» έφτασε πρώτα στην Ήπειρο και σιγά σιγά έφτασε σχεδόν μέχρι και την Πελοπόννησο.
Πού ακριβώς πήγε η περισσότερη ραδιενέργεια
Ο κ. Σιμόπουλος έφτιαξε, μετά από μετρήσεις που διήρκεσαν σχεδόν δυο μήνες, τον πρώτο ραδιενεργό χάρτη της Ελλάδας. Στην περιοχή της Καρδίτσας και συγκεκριμένα στο χωριό Άγιος Θεόδωρος, σε μια έκταση περίπου 4 χιλιομέτρων, υπήρξε η μεγαλύτερη συγκέντρωση ραδιενέργειας. Υψηλή ραδιενέργεια είχε εντοπιστεί επίσης, σε μια περιοχή κοντά στο Λιτόχωρο, αλλά και κοντά στη Νάουσα. Μετά από πολύχρονες έρευνες διαπίστωσαν ότι η υψηλή ραδιενέργεια σε αυτές τις περιοχές οφειλόταν στις βροχοπτώσεις εκείνης της περιόδου. Η ραδιενέργεια πέρασε στο έδαφος, αλλά και σε όσους ήταν εκτεθειμένοι στη βροχή. «Οι άνθρωποι είχαν βγει στον ελεύθερο χώρο. Έβρεξε εκείνη την εποχή. Πίστεψαν στις διαβεβαιώσεις της ελληνικής κυβέρνησης και Ελληνικής Επιτροπής Ατομικής Ενέργειας, βρίσκονταν χωρίς προστατευτικό μέτρο σε ελεύθερους χώρους και έτσι δέχτηκαν μεγάλα ποσοστά ραδιενέργειας».
Με κόκκινο ήταν οι περιοχές που προσβλήθηκαν περισσότερο σύμφωνα με χάρτη του καθηγητή Σίμου Σιμόπουλου. Τα επίμαχα σημεία ήταν στην Νάουσα, το Λιτόχωρο και τον Αγ. Θεόδωρο Καρδίτσας.
Με κόκκινο ήταν οι περιοχές που προσβλήθηκαν περισσότερο σύμφωνα με χάρτη του καθηγητή Σίμου Σιμόπουλου. Τα επίμαχα σημεία ήταν στην Νάουσα, το Λιτόχωρο και τον Αγ. Θεόδωρο Καρδίτσας.
Η ραδιενέργεια επηρέασε κυρίως τη Βόρεια Ελλάδα και τη Θεσσαλία. Το ραδιενεργό σύννεφο κινούνταν χαμηλά και έτσι ο Όλυμπος και άλλοι ορεινοί όγκοι προστάτεψαν κάποιες περιοχές, όπως την Ήπειρο και την Κρήτη. Μετρήσεις που έγιναν δυο δεκαετίες μετά το πυρηνικό ατύχημα, έδειξαν ότι οι εκπομπές του ραδιενεργού καισίου σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας έφταναν τα 65 κιλομπεκερέλ ανά τετραγωνικό μέτρο, με το όριο επικινδυνότητας να βρίσκεται στα 5 κιλομπεκερέλ. Αυτό συνέβη γιατί το καίσιο χρειάζεται περίπου 35 χρόνια για να αυτοκαταστραφεί, ενώ κατά άλλους επιστήμονες 80 χρόνια.
Στην έρευνα του ο καθηγητής του ΕΜΠ, Σίμος Σιμόπουλος εντόπισε τις επίμαχες περιοχές: «Από το Καρπενήσι έως την Καρδίτσα, την Κατερίνη, το Κιλκίς, από τη Θεσσαλονίκη έως τη Χαλκιδική και τη Φλώρινα, οι συγκεντρώσεις του -ραδιενεργού- καισίου φτάνουν ακόμα τα 65 κιλομπεκερέλ ανά τετραγωνικό μέτρο, όταν το όριο επικινδυνότητας, σύμφωνα με τους επιστήμονες, δεν ξεπερνά τα 5 κιλομπεκερέλ».
Ωστόσο, ο Τζων Καλέφ – Εζρά, καθηγητής Ιατρικής Φυσικής στο Ιατρικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, υπήρξε πιο καθησυχαστικός για την δημόσια υγεία: «Στο χώμα της Ευρώπης –και της Ελλάδας– υπάρχει ακόμα ραδιενεργό ισότοπο του καισίου (καίσιο-137) από το Τσερνόμπιλ. Οι ποσότητες, όμως, είναι τέτοιες που δεν απειλούν την υγεία μας. Σύμφωνα με τις μετρήσεις και τους υπολογισμούς του εργαστηρίου μας, η ποσότητα που θα έχει δεχθεί ο μέσος Ελληνας που ζούσε στη χώρα τον Απρίλιο του 1986 τα πρώτα πενήντα χρόνια μετά το ατύχημα, δηλαδή μέχρι το 2036, θα είναι συνολικά περίπου 1,5 μιλισίβερτ – ποσότητα που αντιστοιχεί στην ακτινοβόλησή του επί μισό χρόνο από το φυσικό περιβάλλον».
Ενημερωτική καταχώρηση εκείνης της εποχής για το πώς περνάει η ραδιενέργεια από τα τρόφιμα στον οργανισμό.
Ο πόλεμος των δημοσιευμάτων και των κομμάτων
Το ατύχημα στο Τσέρνομπιλ έγινε κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Ο κόσμος ήταν χωρισμένος σε ανατολή και δύση. Έτσι, η τραγωδία στο Τσέρνομπιλ ενίσχυσε την πολιτική αντιπαράθεση. Ο τότε πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Μητσοτάκης κατηγορούσε την κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου ότι η «ολιγωρία των πρώτων ημερών οφειλόταν στην επιθυμία της κυβέρνησης να μη θίξει τη Σοβιετική Ένωση». Η αριστερά καταλόγιζε παραπληροφόρηση από τα φιλοδυτικά μέσα, τα οποία παρουσίαζαν τα γεγονότα με μεγάλη ένταση.
Τα δημοσιεύματα του Ριζοσπάστη στηρίχθηκαν στα μυστικοπαθή δημοσιεύματα των σοβιετικών πηγών. Αργότερα, το ΚΚΕ άσκησε αυτοκριτική για τη συνολική του στάση την περίοδο της Περεστρόικα.
Η απάντηση της ΕΣΣΔ ήταν ότι δεν υπάρχει κίνδυνος. Το ίδιο υποστήριζε και η ελληνική πολιτική εφημερίδα «Ριζοσπάστης». Συγκεκριμένα, σε δημοσίευμα της 2ας Μαΐου, σχεδόν μια εβδομάδα μετά το πυρηνικό ατύχημα, έγραφε ότι έχει δημιουργηθεί «Αντισοβιετικό νέφος, με πρόσχημα το ατύχημα στο Τσέρνομπιλ». «Διαστάσεις μιας πρωτοφανούς αντισοβιετικής εκστρατείας που όπως φαίνεται συντονίζεται και κατευθύνεται από τον Λευκό Οίκο πήρε το θέμα του ατυχήματος στον ατομικό σταθμό του αστικού Τύπου και των μέσων μαζικής ενημέρωσης στη Δύση» έγραφε. Λίγο παρακάτω τόνιζε ότι «στο Κίεβο όπου η ζωή κυλά ομαλά, γιορτάστηκε πανηγυρικά η εργατική πρωτομαγιά». Ένα από τα επιχειρήματα του κομμουνιστικού τύπου ήταν ότι χρησιμοποιούσαν το δυστύχημα στο Τσέρνομπιλ για να «ξεχαστούν οι προτάσεις γενικού πυρηνικού αφοπλισμού που έκανε η ΕΣΣΔ και πως ήταν σκόπιμη προπαγάνδα για να παραπλανηθεί και να πανικοβληθεί ο κόσμος».