Το τεράστιο πλεονέκτημα της χώρας μας στο Αιγαίο συνδυαστικά με τις τεχνολογίες που αναπτύσσουν οι ΗΠΑ και μοιάζουν να σχεδιάστηκαν για τις Ένοπλες Δυνάμεις μας – στο χορό και άλλες δυτικές χώρες. Με βάση τα υπάρχοντα δεδομένα φαίνεται πως το πυραυλικό σύστημα αεράμυνας S–400 θα ενταχθεί τελικώς στο τουρκικό οπλοστάσιο, δημιουργώντας μια νέα στρατηγική πραγματικότητα στο ελληνοτουρκικό σύστημα.
Γράφει ο Δρ. Κωνσταντίνος Γρίβας*
ΠΗΓΗ: ΕΠΙΚΑΙΡΑ (τεύχος 407, σελίδες 16-19)
Αναδημοσίευση από: defence-point.gr
Το σύστημα αναμένεται να χρησιμοποιεί πυραύλους 48N6E3 με βεληνεκές 250 χλμ. Ωστόσο, ενδέχεται να αποκτηθεί στο μέλλον και ο πύραυλος 40N6E που εκτιμάται ότι επιτυγχάνει μέγιστο βεληνεκές 400 χλμ.
Η πιθανότητα η Ρωσία να προσφέρει στην Τουρκία τα πιο προηγμένα οπλικά της συστήματα έγινε ακόμη πιο έντονη μετά τις δηλώσεις του Προέδρου Ερντογάν στις 18 Μαΐου 2019 ότι η Άγκυρα θα προχωρήσει σε συμπαραγωγή με τη Ρωσία του πυραυλικού συστήματος S–500 Prometey. Το S–500 βρίσκεται στην τελική φάση έρευνας και ανάπτυξης. Στο παρελθόν, ο Υπουργός Άμυνας της Ρωσίας Σεργκέι Σοϊγκού είχε αναφέρει ότι το S–500 θα άρχιζε να παραδίδεται στις Ένοπλες Δυνάμεις της Ρωσίας από το 2020.
Το S–500 υποστηρίζεται ότι θα μπορεί να καταστρέψει ταυτοχρόνως δέκα εναέριους στόχους που θα κινούνται ακόμη και με υπέρ – υπερηχητική (hypersonic) ταχύτητα (τουλάχιστον πέντε φορές μεγαλύτερη από αυτή του ήχου). Θα μπορεί να προσβάλει πυραύλους cruise, βαλλιστικούς πυραύλους και φυσικά αεροσκάφη. Η μέγιστη ακτίνα εντοπισμού θα είναι 800 χλμ και η μέγιστη ακτίνα αναχαίτισης 600 χλμ.
Είναι εμφανές, λοιπόν, ότι τα συστήματα αυτά, ακόμη και το S–400 με τους πυραύλους 48Ν6Ε3 με το βεληνεκές των 250 χλμ, θα μπορεί να απειλεί τα ελληνικά αεροσκάφη κυριολεκτικά μόλις απογειώνονται από τα αεροδρόμιά τους στην μητροπολιτική Ελλάδα. Η κατάσταση αναμένεται να καταστεί ακόμη πιο επικίνδυνη σε περίπτωση εφοδιασμού των τουρκικών S–400 με τους μεγαλύτερου βεληνεκούς πυραύλους 40Ν6Ε και τραγικά επικίνδυνη σε περίπτωση εισόδου σε υπηρεσία στο τουρκικό οπλοστάσιο του S–500.
Σε πολύ γενικές γραμμές, τα μεγάλα και μεσαία ύψη θα καταστούν ένας πολύ επικίνδυνος χώρος για τα ελληνικά αεροσκάφη ακόμη και στα δυτικά όρια της Ελλάδας. Εκτός από τα μαχητικά αεροπλάνα, τα πυραυλικά αυτά συστήματα ουσιαστικά αδρανοποιούν τα ελληνικά αεροσκάφη έγκαιρης προειδοποίησης και ελέγχου (ΑΣΕΠΕ), δηλαδή τα ιπτάμενα ραντάρ, και γενικότερα διαμορφώνουν μια δυνάμει ζοφερή πραγματικότητα όσον αφορά το αεροπορικό ισοζύγιο ισχύος.
ΑΛΛΑΓΕΣ ΣΤΙΣ ΙΣΟΡΡΟΠΙΕΣ ΚΑΙ ΝΕΕΣ ΕΥΚΑΙΡΙΕΣ
Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν μέσα για την αντιμετώπισή τους. Και τα μέσα αυτά ενδέχεται να προκύψουν και από κατευθύνσεις που δεν θα τις περιμέναμε με μια συμβατική ανάγνωση των εξελίξεων. Και αυτό γιατί η ανάπτυξη συστημάτων αεράμυνας πολύ μεγάλου βεληνεκούς, όπως το S–400 και το S–500 από τη Ρωσία, καθώς και η δημιουργία βαλλιστικών πυραύλων εναντίον πλοίων (ASBM) από την Κίνα έχουν αλλάξει τα στρατηγικά δεδομένα σε ολόκληρο τον πλανήτη.
Η ανάπτυξη «φυσαλίδων» (‘bubbles’) αντιπρόσβασης και άρνησης περιοχής (A2/AD) από την πλευρά της Κίνας και της Ρωσίας, ωθεί τις δυτικές Δυνάμεις, με προεξάρχουσες τις ΗΠΑ, να ενισχύσουν δραστικά τις δυνάμεις πυροβολικού τους έτσι ώστε να δημιουργήσουν «βελόνες» που θα μπορούν να διεισδύσουν σε αυτές τις φυσαλίδες. Και αυτές οι τεχνολογίες και μεθοδολογίες είναι σαν να έχουν δημιουργηθεί κατά παραγγελία για τις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις.
Αυτά τα νέου τύπου κινεζικά και ρωσικά οπλοστάσια αποτέλεσαν βασικό παράγοντα για την απόσυρση των ΗΠΑ από τη Συνθήκη INF για τον περιορισμό των πυραυλικών συστημάτων μέσου και ενδιάμεσου βεληνεκούς. Σύμφωνα με τον Tom Spoehr, διευθυντή του Heritage Center for National Defense, για την απόφαση των ΗΠΑ να αποσυρθούν από τη Συνθήκη INF ευθύνεται κατά 50% η Ρωσία και 50% η ανάγκη των ΗΠΑ να καταστείλουν τις καινοφανείς κινεζικές στρατιωτικές ικανότητες.
Για τον σκοπό αυτό ο Στρατός των ΗΠΑ έχει ξεκινήσει το πρόγραμμα Long – Range Precision Fires (LRPF), το οποίο έχει ανακηρύξει ως κορυφαία προτεραιότητα αναφορικά με τον εκσυγχρονισμό του (top modernization priority).
Στις πρώτες κινήσεις προς αυτήν την κατεύθυνση περιλαμβάνεται η επέκταση του βεληνεκούς του πυραύλου ATACMS, που εκτοξεύεται από πολλαπλούς εκτοξευτές πυραύλων MLRS και HIMARS, ο οποίος σήμερα επιτυγχάνει βεληνεκές 300 χλμ. Αξίζει να σημειωθεί το MLRS όσο και ο ATACMS, σε προηγούμενες εκδόσεις του, υπηρετούν σήμερα στο ελληνικό οπλοστάσιο.
«ΒΕΛΟΝΕΣ» ΔΙΑΤΡΗΣΗΣ ΤΩΝ ΘΟΛΩΝ ΑΕΡΑΜΥΝΑΣ
Ίσως η καλύτερη απόδειξη ότι τα πράγματα αλλάζουν όσον αφορά τις δυνατότητες συστημάτων πυροβολικού να διαπερνούν «φυσαλίδες» στρατηγικής αεράμυνας και αντιπλοϊκών πυραυλικών πλεγμάτων είναι η ανάπτυξη ικανοτήτων «πολυχωρικής» (multi domain) προβολής ισχύος από πλευράς του Στρατού των ΗΠΑ.
Συγκεκριμένα, στις 4 Οκτωβρίου 2016 κατά τη διάρκεια της έκθεσης αμυντικών τεχνολογιών AUSA στην Ουάσιγκτον, ο Στρατηγός David Perkins, επικεφαλής της Διοίκησης Εκπαίδευσης και Δόγματος (TRADOC) του Στρατού των ΗΠΑ ανέφερε σε δημοσιογράφους ότι ο Αμερικανικός Στρατός προχωρά στην υλοποίηση της φιλοσοφίας Cross Domain Fires (‘διαχωρικά πυρά’) στο πλαίσιο της οποίας οπλικά συστήματα όπως είναι ο πολλαπλός εκτοξευτής ρουκετών M142 HIMARS θα αναλάβουν να προσβάλουν θαλάσσιους στόχους, χρησιμοποιώντας, μεταξύ των άλλων και μια τροποποιημένη έκδοση του πυραύλου ATACMS, ικανή να προσβάλει πλοία εν κινήσει.
Επίσης, παρόμοια πυραυλικά συστήματα επιδιώκουν να προσβάλουν κινητά ή «ημικινητά» χερσαία οπλικά συστήματα υψηλής σημασίας, με σημαντικότερα όλων τα στρατηγικά συστήματα αεράμυνας, όπως είναι τα S–400 και τα S–500.
Άρα, δημιουργείται το πρόπλασμα ενός μελλοντικού «επαυξημένου» (enhanced) Στρατού Ξηράς, ικανού να διεξάγει από μόνος του μια «πλήρη» πολεμική διαδικασία, πιθανώς χωρίς να χρειάζεται, ή έστω, να χρειάζεται λιγότερο από ότι σήμερα, τους άλλους Κλάδους.
Πυρήνας αυτού του νέου Στρατού Ξηράς θα είναι ένα «ντοπαρισμένο πυροβολικό» (‘Artillery – on – steroids’), δηλαδή ένα πυροβολικό επαυξημένων δυνατοτήτων που θα αποσκοπεί να αδρανοποιήσει τα στρατηγικά όπλα αεράμυνας, όπως είναι το S–400.
Για τον σκοπό αυτό ο Στρατός των ΗΠΑ αναπτύσσει τον διάδοχο πύραυλο του ATACMS, τον Precision Strike Missile (PrSM), που αναφέρεται και ως DeepStrike, το βεληνεκές του οποίου περιορίζεται σήμερα στα 499 χλμ για να μην παραβιάζει τη Συνθήκη INF.
Μόλις το τέλος της Συνθήκης αυτής επισημοποιηθεί, ο Στρατός των ΗΠΑ είναι έτοιμος να προχωρήσει πολύ επιθετικά στην ανάπτυξη νέων πυραυλικών συστημάτων μεγάλου βεληνεκούς. Διάφορες δεξαμενές σκέψης εκτιμούν ότι το πραγματικό βεληνεκές του DeepStrike θα ξεπεράσει τα 800 χλμ.
ΡΟΥΚΕΤΟΒΟΛΑ ΑΠΟ ΑΛΛΑ ΚΡΑΤΗ
Γενικότερα, υπάρχει μια τάση για αύξηση του βεληνεκούς των συστημάτων πυροβολικού, ιδιαίτερα των πολλαπλών εκτοξευτών ρουκετών. Έχουμε ήδη αναφερθεί στις προσπάθειες που καταβάλουν οι ΗΠΑ προς αυτήν την κατεύθυνση. Ακόμη και ευρωπαϊκές χώρες δίνουν μεγάλη έμφαση σε αυτά τα συστήματα.
Για παράδειγμα, η πολωνική εταιρεία HSW (Huta Stalowa Wola) έχει αναπτύξει τον πολλαπλό εκτοξευτή ρουκετών WR–300 Homar που επιτυγχάνει βεληνεκές, 300 χλμ, τρομακτικά αυξημένο σε σχέση με τα 40 χλμ που επιτυγχάνει ο WR–40 Langusta, ο οποίος βρίσκεται σήμερα σε υπηρεσία στον Πολωνικό Στρατό. Το πρόγραμμα του WR–300 επιταχύνθηκε ως αποτέλεσμα της κρίσης στην Ουκρανία, όπως και πολλά άλλα αμυντικά προγράμματα της Πολωνίας.
Επίσης, η Λευκορωσία αναπτύσσει τον πολλαπλό εκτοξευτή ρουκετών Polonez, ο οποίος διαθέτει οκτώ ρουκέτες διαμετρήματος 301 χιλιοστών και επιτυγχάνει μέγιστο βεληνεκές 300 χλμ. Εκτιμάται ότι το Polonez αποτελεί ουσιαστικά παραλλαγή του κινεζικού A200. Η συνεργασία των δύο χωρών στους πολλαπλούς εκτοξευτές ρουκετών έχει ξεκινήσει από το 2013.
Ακόμη, η κινεζική εταιρεία Norinco παρουσίασε στην έκθεση αμυντικού υλικού IDEX που έγινε στο Αμπού Ντάμπι τον Φεβρουάριο του 2015 τον νέο της πολλαπλό εκτοξευτή ρουκετών AR3. Το σύστημα είναι αντίστοιχο του αμερικανικού HIMARS. Το AR3 χρησιμοποιεί ρουκέτες των 370 χιλιοστών αντί για ρουκέτες των 300 χιλιοστών του AR2, αλλά μπορεί να χρησιμοποιήσει και αυτές των 300 χιλιοστών.
Για το ρουκετοβόλο AR3, το οποίο χρησιμοποιεί φορέα εκτόξευσης 8 Χ 8, η Norinco χρησιμοποιεί κατευθυνόμενες ρουκέτες BRE3 300 χιλιοστών, με βεληνεκές 130 χιλιοστών, καθώς και BRE6 και BRE8 των 370 χιλιοστών, επίσης κατευθυνόμενες, με βεληνεκές 220 και 280 χλμ αντιστοίχως.
Εκτός δε από τις ΗΠΑ, στις 11 Φεβρουαρίου 2019 ο Υπουργός Άμυνας του Ηνωμένου Βασιλείου, Gavin Williamson, ανέφερε μιλώντας στο RUSI (Royal United Services Institute) ότι η Βρετανική Αεροπορία (RAF) μέχρι το τέλος του 2019 πρόκειται να θέσει σε υπηρεσία (field) σμήνη από ρομποτικά αεροσκάφη (‘swarming drones’) έτσι ώστε να επιφέρει κορεσμό εχθρικών πλεγμάτων αεράμυνας.
Επίσης, το Υπουργείο Άμυνας της Ηνωμένου Βασιλείου παρουσίασε τα σχέδια ενός νέου αυτοκινούμενου πυροβόλου (SPH) των 155 χιλιοστών, που αναφέρεται ως Mobile Fires Platform (MFP), το οποίο θα πρέπει να ενταχθεί σε υπηρεσία το 2026.
Με βάση τις αρχικές προδιαγραφές το πυροβόλο θα πρέπει να επιτυγχάνει βεληνεκές μεγαλύτερο των 80 χλμ, ικανότητα ταυτόχρονης άφιξης στον στόχο πέντε βλημάτων (MRSI) σε βεληνεκές 25 χλμ, εν παραλλήλω με ικανότητα ρυθμού βολής 20 βλημάτων το λεπτό για διάρκεια δέκα λεπτών συνεχόμενα.
Οι παραπάνω ειδήσεις είναι απλώς ενδεικτικές για τις τεράστιες εξελίξεις που γίνονται στα συστήματα πυροβολικού τα τελευταία χρόνια και τις δυνατότητες που αυτά προσφέρουν στην αντιμετώπιση «φυσαλίδων» στρατηγικής αεράμυνας αποτελούμενων από πυραυλικά συστήματα μεγάλου βεληνεκούς, όπως είναι το S–400.
ΣΟΒΑΡΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟ ΜΑΣ
Σε κάθε περίπτωση, οι εξελίξεις αυτές θα πρέπει να απασχολήσουν σοβαρά και τον μακρόπνοο ελληνικό αμυντικό σχεδιασμό. Για παράδειγμα, η φιλοσοφία των διαχωρικών πυρών είναι σαν έχει σχεδιαστεί κατά παραγγελία της Ελλάδας για το μεικτό (χερσαίο – θαλάσσιο – αεροπορικό) περιβάλλον που θα κληθούν να επιχειρήσουν οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις.
Συγκεκριμένα, ο έλεγχος του Αρχιπελάγους του Αιγαίου προσφέρει στη χώρα μας ένα τεράστιο πλεονέκτημα έναντι της Τουρκίας. Η αρχιπελαγική δομή του Αιγαίου προσφέρει μια βάση έδρασης πάνω σε αυτήν η Ελλάδα μπορεί να αναπτύξει έναν ιστό αισθητήρων και βλημάτων που θα εντοπίζουν, ιχνηλατούν, εγκλωβίζουν και καταστρέφουν τις τουρκικές πλατφόρμες μάχης, συμπεριλαμβανομένων και των S–400.
(*) Ο Κωνσταντίνος Γρίβας είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Γεωπολιτικής στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Διδάσκει επίσης Γεωγραφία της Ασφάλειας στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή στο Τμήμα Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.