geralt / pixabay |
Η Ευρωπαϊκή Ένωση το 1991 με την Συνθήκη του Μάαστριχτ υιοθέτησε ένα μοντέλο οικονομικής και νομισματικής πολιτικής το οποίο βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στη λεγόμενη μονεταριστική θεωρία (Monetarism - Monetary Economic Theory). Ιδρυτής της θεωρίας είναι ο Milton Friedman, ο δεύτερος πιο δημοφιλής οικονομολόγος του 20ου αιώνα μετά τον άλλο διάσημο οικονομολόγο τον John Maynard Keynes. Ο Friedman βραβεύτηκε το 1976 με το νόμπελ οικονομίας, ενώ κατά τη δεκαετία του 1980 αποτέλεσε ανεπίσημο οικονομικό σύμβουλο του προέδρου των ΗΠΑ Ronald Reagan.
Κωνσταντίνος Μαργέλης
Με βάση τη θεωρία του οι οικονομικοί κύκλοι ύφεσης και ανάπτυξης, όπως και ο ρυθμός αύξησης ή πτώσης των τιμών των προϊόντων και των υπηρεσιών (ο λεγόμενος πληθωρισμός) ερμηνεύονται ως ένα καθαρά νομισματικό φαινόμενο. Αυτό σημαίνει ότι ο ρυθμός αύξησης ή μείωσης της ποσότητας χρήματος που «κυκλοφορεί» στην οικονομία μίας χώρας, δηλαδή η αγοραστική δύναμη του πληθυσμού της (εισοδήματα και χρηματικές καταθέσεις), επηρεάζει δυναμικά την πορεία της οικονομίας και του πληθωρισμού. Ταυτόχρονα, η θεωρία απορρίπτει τη χρήση επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής, δηλαδή δεν θεωρεί ορθή την ύπαρξη ελλειμμάτων στον δημοσιονομικό προϋπολογισμό ενός κράτους. Παράλληλα, δεν επικροτεί την κρατική παρέμβαση η οποία μπορεί να εκδηλωθεί με νόμους που θέτουν όρια στη λειτουργία της αγοράς ή με την παρουσία κοινωφελών κρατικών επιχειρήσεων.
Η ύπαρξη μίας Κεντρικής Τράπεζας σε μία χώρα γίνεται εξ ανάγκης αποδεκτή, καθώς ο Friedman ήταν θεωρητικά αντίθετος στην ύπαρξη ενός τέτοιου ιδρύματος. Κατόπιν παρατηρεί ότι θα πρέπει να παραμένει ανεξάρτητη από κυβερνητικές επιρροές και να θέτει ως στόχο την επίτευξη μίας σταθερά ελεγχόμενης αύξησης της προσφερόμενης ποσότητας χρήματος μέσα από το διατραπεζικό σύστημα. Μεγάλη σημασία δίνεται στην τήρηση ενός σφιχτού κρατικού δημοσιονομικού προϋπολογισμού, με την αν είναι δυνατό ύπαρξη δημοσιονομικού πλεονάσματος, στον περιορισμό του δημοσίου χρέους, καθώς και στη ρύθμιση του επιπέδου των επιτοκίων δανεισμού του τραπεζικού συστήματος. Τα κύρια πρακτικά εργαλεία παρέμβασης για την εξισορρόπηση μίας οικονομίας αποτελούν τα λεγόμενα μέτρα οικονομικής λιτότητας, όπως η αύξηση των φορολογικών εσόδων, η μείωση των μισθών και των συντάξεων, η περικοπή των κρατικών εξόδων ακόμα και στους τομείς της υγείας, της πρόνοιας και της παιδείας, οι αποκρατικοποιήσεις τυχόν επιχειρήσεων που τελούν υπό δημόσιο έλεγχο και ο περιορισμός του μεγέθους των δημοσίων επενδύσεων.
Για την ιστορία να αναφέρουμε ότι το 1991 με αφορμή τη συνθήκη του Μάαστριχτ περίπου 400 οικονομολόγοι διαφορετικής οικονομικής φιλοσοφίας είχαν τότε διατυπώσει τις ενστάσεις τους προς τους αρχηγούς των κρατών μελών της Ε.Ε., αναφέροντας ότι η επιχειρηματολογία που βρισκόταν πίσω από τα κριτήρια σύγκλισης αντλούνταν από τις μονεταριστικές θεωρίες, οι οποίες κατά τη γνώμη τους δεν ήταν αποδεκτές από όλους τους οικονομολόγους, καθώς έρευνες διάσημων οικονομολόγων όπως Akerlof, Dickens, Perry, Barro, Saral, Stanners έδειχναν πως οι προτάσεις εκείνες δεν είχαν επιβεβαιωθεί, ενώ τόνιζαν ότι μία υπέρβαση του δημοσιονομικού ορίου ακόμα και σε περιόδους ύφεσης ήταν σχεδόν απαγορευμένη.
Στην αντίθετη πλευρά βρίσκεται η Κεϋνσιανή θεωρία η οποία υιοθετεί την άνοδο των δημοσίων επενδύσεων και δαπανών σε περιόδους ύφεσης ώστε να καλυφθεί το υπάρχον έλλειμμα ζήτησης προϊόντων και υπηρεσιών, καθώς και την μείωση της φορολογίας. Τα τυχόν αυξημένα δημοσιονομικά ελλείμματα κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης προβλέπεται ότι θα καλυφθούν από τα πλεονάσματα που θα επέλθουν κατά την μετέπειτα εποχή της οικονομικής ανάπτυξης. Η θεωρία δοκιμάστηκε με επιτυχία κατά την δεκαετία του 1930 από τον τότε πρόεδρο των ΗΠΑ Franklin Roosevelt και αποτέλεσε το περίφημο “New Deal”, που οδήγησε τις ΗΠΑ στην έξοδο από την περιβόητη βαριά οικονομική κρίση του 1929-1931, κατά την διάρκεια της οποίας σημειώθηκαν περίπου 23 χιλιάδες αυτοκτονίες στις ΗΠΑ. Επιγραμματικά τα οικονομικά μέτρα που πάρθηκαν τότε ήταν:
α) η ανάκτηση του ελέγχου της έκδοσης χρήματος από την κυβέρνηση και η αποδέσμευση της δημιουργίας του μέσα από τον χρηματοοικονομικό τραπεζικό μηχανισμό,
β) η εγκατάλειψη της σύνδεσης της προσφοράς του χρήματος με τον χρυσό,
γ) η πραγματοποίηση δημοσίων δαπανών με σκοπό την τόνωση της οικονομίας και την καταπολέμηση της ανεργίας,
δ) η μείωση των επιτοκίων τραπεζικού δανεισμού,
ε) η διάσωση των υπό κατάρρευση τραπεζών με την κρατική κεφαλαιακή ενίσχυσή τους,
στ) η μεταρρύθμιση της τραπεζικής νομοθεσίας, ζ) η προστασία των τραπεζικών καταθέσεων από το κράτος, η) η βελτίωση της ρευστότητας του τραπεζικού συστήματος.
Ο θεμελιωτής αυτής της θεωρίας John Maynard Keynes, διαπίστωσε εκείνη την εποχή την απροθυμία όσων διέθεταν μία οικονομική ευχέρεια να προβούν σε οποιαδήποτε μορφής επένδυση, την αδυναμία των τραπεζών να ενεργοποιήσουν επενδυτικά τα υπάρχοντα χρηματικά διαθέσιμα κεφάλαια και επίσης την σημαντική απόκλιση που είχε σχηματιστεί μεταξύ των εργατικών εισοδημάτων και αυτών των εισοδηματιών. Η οικονομία των ΗΠΑ είχε τότε υποπέσει σε μία σπειροειδή, χρόνια και έντονα καθοδική πορεία, με κατακόρυφη αύξηση της ανεργίας, μεγάλες μειώσεις μισθών, και κατά συνέπεια δραματική πτώση της ζήτησης αγαθών και υπηρεσιών.
Το μέγεθος της συμβολής των οικονομικών ιδεών του Keynes στην ανάταση της οικονομίας των ΗΠΑ αλλά και της παγκόσμιας οικονομίας από τα μέσα του 1930 έως περίπου τα μέσα του 1970 περικλείεται στη φράση του προέδρου των ΗΠΑ Richard Nixon, ο οποίος το 1971 είχε δηλώσει ότι «τώρα είμαστε όλοι Κεϋνσιανοί».
Το κομβικό σημείο στην θεωρία του Keynes βρίσκεται στην παραδοχή ότι η ελεύθερη αγορά υπάρχει ενδεχόμενο να εισέλθει σε μία ύφεση από την οποία δεν μπορεί να ξεφύγει από μόνη της, αλλά ακόμα κι αν κατορθώσει να ξεφύγει τότε αυτή η πορεία θα είναι εξαιρετικά επίπονη και η χρονική της διάρκεια απροσδιόριστη. Η φράση του Keynes ότι «μακροπρόθεσμα είμαστε όλοι νεκροί» υποδηλώνει ότι αν μία οικονομία αφεθεί να επανέλθει με τις δικές της δυνάμεις σε κατάσταση ισορροπίας τότε μέχρι να τα καταφέρει θα έχουμε αποδημήσει εις Κύριον.
Κατά συνέπεια, όταν σε μία οικονομία τα επιτόκια δανεισμού είναι ήδη χαμηλά και παρόλα αυτά δεν επανενεργοποιούνται οι επενδύσεις και η κατανάλωση, τότε απαιτείται να παρέμβει η κυβέρνηση με την υλοποίηση εκτεταμένων δημοσίων έργων, το κόστος των οποίων θα καλυφθεί από την κεντρική τράπεζα της χώρας με τη δημιουργία νέου χρήματος, καθώς αυτή διαθέτει το εκδοτικό χρηματικό προνόμιο και ταυτόχρονα ανήκει στο ίδιο το κράτος. Ο Keynes χαρακτηριστικά είχε αναφέρει ότι «το να σκάβουμε τρύπες στο έδαφος θα αυξήσει όχι μόνο την απασχόληση αλλά και το εθνικό προϊόν από προϊόντα και υπηρεσίες».
Στη συνέχεια της πρότασής του όμως, είχε τονίσει ότι «δεν είναι λογικό μία κοινωνία να παραμείνει εξαρτημένη από τέτοιες σπάταλες μορφές καταπράυνσης όταν αντιληφθεί τις επιρροές από τις οποίες εξαρτάται μία αποτελεσματική για την οικονομία ζήτηση», διευκρινίζοντας έτσι ότι η υπέρμετρη δημοσιονομική επέκταση από την πλευρά του κράτους δεν πρέπει να συνεχίζεται όταν η οικονομία έχει επανέλθει σε αναπτυξιακούς ρυθμούς.
Ο Keynes ήρθε αντιμέτωπος με τις ιδέες των κλασικών φιλελεύθερων οικονομολόγων περί αλάνθαστης ελεύθερης αγοράς, όμως σε καμία περίπτωση δεν υπήρξε υπέρμαχος του κρατισμού και των μόνιμων ή των ανεξέλεγκτων δημοσιονομικών παροχών. Οι οικονομικές διαπιστώσεις του και οι προτάσεις του βελτίωσαν το οικονομικό σύστημα κυρίως σε περιόδους υφέσεων. Με την πάροδο των ετών όμως, οι ιδέες του παρερμηνεύτηκαν σημαντικά με συνέπεια σε αρκετές χώρες να πραγματοποιηθούν υπέρογκες δημόσιες δαπάνες, ανεξέλεγκτες κρατικοποιήσεις επιχειρήσεων και γενικότερα να επικρατήσει μία λανθασμένη διαχείριση των οικονομικών πόρων. Το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθούν μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα τα οποία διήρκησαν για αρκετά χρόνια, με συνέπεια να υπερθερμανθούν οι οικονομίες, να επέλθει υπερπληθωρισμός και τελικά να επανεμφανιστεί η οικονομική νωθρότητα.
Έτσι, από το τέλος της δεκαετίας του 1970 και ιδιαίτερα κατά τις δεκαετίες του 1980 και του 1990, οι ιδέες του Keynes τίθενται στο περιθώριο και την σκυτάλη παρέλαβε ο μονεταρισμός, ο οποίος επικρατεί σε μεγάλο βαθμό μέχρι και σήμερα. Πλέον, η μονεταριστική πολιτική δέχεται συνεχώς αυξανόμενη κριτική, καθώς τα τελευταία έτη παρατηρείται το φαινόμενο της δραματικής αύξησης της οικονομικής ανισότητας σε όλο και περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες, ενώ η παρατεταμένη οικονομική πολιτική της λιτότητας έχει εξουθενώσει μεγάλο μέρος της κοινωνίας. Την ίδια στιγμή τα νομισματικά εργαλεία της μείωσης των επιτοκίων του διατραπεζικού δανεισμού και της αγοράς χρεογράφων από τις κεντρικές τράπεζες στα πλαίσια των προγραμμάτων ποσοτικής νομισματικής χαλάρωσης έχουν φτάσει σε σημείο που επιφέρουν ασθενικές θετικές επιπτώσεις στην οικονομική δραστηριότητα.
Τα τελευταία χρόνια εμφανίστηκε μία νέα οικονομική και νομισματική θεωρία από μία ομάδα οικονομολόγων μεταξύ των οποίων οι Warren Mosler, Bill Mitchell, Stephanie Kelton, η λεγόμενη Σύγχρονη Νομισματική Θεωρία (Modern Monetary Theory – MMT), οι ιδέες της οποίας μέχρι στιγμής δεν έχουν υιοθετηθεί από κάποια χώρα. Η θεωρία υποστηρίζει ότι οι χώρες που διαθέτουν το δικό τους νόμισμα μπορούν με την έκδοση νέου χρήματος να χρηματοδοτήσουν κρατικές δαπάνες και δημόσια έργα μέχρι το σημείο της πλήρους απασχόλησης των οικονομικών πόρων και ιδιαίτερα εκείνου της εργασίας. Θεωρούν ότι εφόσον τα κράτη διαθέτουν δικό τους εθνικό νόμισμα δεν υφίσταται περίπτωση να χρεοκοπήσουν καθώς μπορούν να καλύψουν τις όποιες πληρωμές μέσα από την έκδοση χρήματος.
Ένα από τα επιχειρήματά τους έναντι των μονεταριστών πηγάζει από τη φράση του πρώην προέδρου της FED (Κεντρικής Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ) Alan Greenspan ο οποίος, αν και θεωρείται ότι ενστερνίζεται τον μονεταρισμό, το 2005 απευθυνόμενος στο Κογκρέσο είχε δηλώσει ότι δεν υπάρχει τίποτα που να εμποδίζει την ομοσπονδιακή κυβέρνηση να δημιουργήσει τόσα πολλά χρήματα όσα θέλει και να τα καταβάλει σε κάποιον. Προτείνουν επίσης, την νομισματικοποίηση του δημοσίου χρέους, δηλαδή την αγορά του χρέους από την κεντρική τράπεζα της χώρας με τη δημιουργία χρήματος, τονίζοντας ότι η συγκεκριμένη ενέργεια αποτελεί απλά μία λογιστική πράξη, μία λογιστική εγγραφή, καθώς στην ουσία η συνολική προσφορά χρήματος στην οικονομία της χώρας δεν θα μεταβληθεί, αφού δεν θα κυκλοφορήσει σε αυτή νέο χρήμα.
Για παράδειγμα, αν μία κυβέρνηση έδινε εντολή στην κεντρική τράπεζα της χώρας η οποία διαθέτει το προνόμιο έκδοσης χρήματος, να «καλύψει» το έλλειμμα των ασφαλιστικών ταμείων με τη δημιουργία νέου λογιστικού χρήματος, τότε οι συντάξεις δεν θα χρειαζόταν να μειωθούν, ενώ ταυτόχρονα δεν θα άλλαζε ούτε η διατιθέμενη ποσότητα χρήματος στην αγορά, καθώς οι συνταξιούχοι θα συνέχιζαν να εισπράττουν την ίδια ακριβώς σύνταξη με αυτήν που εισέπρατταν και προηγουμένως. Κατά συνέπεια υποστηρίζουν ότι δεν θα επηρεαζόταν ο πληθωρισμός. Το κλειδί του υπαρκτού ή ανύπαρκτου εσωτερικού δημοσίου χρέους κατά την θεωρία αποτελεί η διαπίστωση ότι όταν η εθνική κεντρική τράπεζα μίας χώρας είναι κάτοχός του τότε δεν υφίσταται χρέος καθώς ιδιοκτήτης της κεντρικής τράπεζας είναι το ίδιο το κράτος και το χρήμα που έχει εκδοθεί είναι καθαρά λογιστικό, ενώ όταν το χρέος βρίσκεται στον ιδιωτικό τομέα, όπως σε τράπεζες και σε επενδυτικές εταιρίες τότε αυτό καθίσταται πραγματικό.
Η εντύπωση που σχηματίζεται είναι ότι η Σύγχρονη Νομισματική Θεωρία πηγάζει από αυτή του Keynes. Σύγχρονοι όμως, νεοκεϋνσιανοί οικονομολόγοι όπως ο νομπελίστας Paul Krugman, εκφράζουν ενστάσεις απέναντί της καθώς θεωρούν ότι υποστηρίζει σε υπέρμετρο βαθμό την διατήρηση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και ότι δείχνει να υποβαθμίζει την πιθανότητα εμφάνισης σημαντικών πληθωριστικών επιπτώσεων μετά από μία παρατεταμένη διατήρηση των ελλειμμάτων, ειδικά σε περιόδους που η οικονομία αναπτύσσεται πλέον δυναμικά. Συμφωνούν όμως, στη χρήση της δημοσιονομικής πολιτικής ως το βασικό εργαλείο για την αναπτέρωση μίας υφεσιακής οικονομίας. Αναμένεται να διαπιστωθεί αν και αυτή η θεωρία θα επιλεχτεί να εφαρμοστεί από κάποια χώρα. Σε πρόσφατα άρθρα της Katie Martin στους Financial Times τον Ιούλιο και του Ben Holland στο Bloomberg τον Μάιο, μεταφέρονται για πρώτη φορά εκτιμήσεις ενός μεγαλοεπενδυτή και ενός οικονομικού αναλυτή σύμφωνα με τις οποίες δεν πρέπει να φαντάζει πλέον απίθανο κάποιο κράτος να ενστερνιστεί την εφαρμογή πολιτικών της Σύγχρονης Νομισματικής Θεωρίας σε περίπτωση που παραταθεί η οικονομική αβεβαιότητα.
Σε κάθε μία οικονομική θεωρία και ειδικά σε όσες έχουν ήδη τύχει εφαρμογής είναι σε σημαντικό βαθμό δυνατή η διάκριση των θετικών και των αρνητικών στοιχείων τους, καθώς και ο προσδιορισμός των ορίων εφαρμογής τους. Ένα «πάντρεμα» δε κάποιων εκατέρωθεν εφαρμογών τους θα ενίσχυε την προοπτική αποφυγής μιας σφικτής πρόσδεσης σε κάποια από αυτές. Η διαδικασία αυτή θα μπορούσε να ενισχυθεί αν επαναπροσδιοριζόταν η έννοια του χρήματος που δυστυχώς πλέον συμβαδίζει με την οικονομική δύναμη και ισχύ. Αν δηλαδή, οι πολιτικοί αλλά και οι πολίτες συνειδητοποιούσαν τον σκοπό της εξ αρχής χρήσης του που ήταν ένα εργαλείο διευκόλυνσης των συναλλαγών, όπως και ένα μέσο εμπορικής συναλλακτικής επικοινωνίας και όχι ένας δείκτης εξουσίας και πλούτου. Ο Ινδός νομπελίστας οικονομολόγος Amartya Sen είχε πολύ εύστοχα διαπιστώσει ότι η οικονομική ανάπτυξη είναι μία έννοια ευρύτερη και πιο σημαντική από την αύξηση κάποιων οικονομικών μεγεθών, καθώς και ότι η ανάπτυξη μίας χώρας αποτυπώνεται μέσα από την βελτίωση κοινωνικών και πολιτισμικών αγαθών αλλά και από αξίες που δεν είναι δυνατόν να αποτυπωθούν με νούμερα. Γίνεται λοιπόν, κατανοητό ότι η ευημερία μίας κοινωνίας δεν δύναται να υπολογιστεί με μετρήσιμες αλλά μόνο με ανιδιοτελούς περιεχομένου αξίες. Πιο επομένως είναι το επιθυμητό περιεχόμενο της έννοιας της προόδου της ανθρωπότητας; Αυτό της οικονομικής ανάπτυξης και της τεχνολογικής εξέλιξης ή μίας ευρύτερης πολιτισμικής ανάτασης που βασίζεται σε ιδανικά όπως το δίκαιο, η αλήθεια, η ειρήνη, το ήθος, η αυτοθυσία, η τιμή, η αγάπη, το άριστο, η ανιδιοτέλεια, η αρετή;