Μέρος Β’ - Οι μέχρι σήμερα προσπάθειες αναδιάρθρωσης μη εξυπηρετούμενων δανείων έχουν στεφθεί με σχετική αποτυχία, καθώς ένα σημαντικό μέρος τους έχει υποπέσει πάλι σε αδυναμία πληρωμής. Η γενικότερη εικόνα φανερώνει ότι περίπου ένα στα δύο τραπεζικά δάνεια δεν πληρώνεται. Το οικονομικό κλίμα παραμένει ασταθές, ενώ οι επαναδιαπραγματεύσεις των όρων δεν ήταν ιδιαίτερα ευέλικτες. Παράλληλα, δίνεται ιδιαίτερη βαρύτητα στην προώθηση των πωλήσεων «κόκκινων» δανείων σε τραπεζικά funds.
Μαργέλης Κωνσταντίνος
Οι τιμολογήσεις που επιτυγχάνονται σε σχέση με το «απαιτητό» κεφάλαιο είναι της τάξεως του 30% με 40% για την κατηγορία των στεγαστικών δανείων, για τα επιχειρηματικά 20% με 30% και 5% με 10% για τα υπόλοιπα πιστωτικών καρτών καθώς και για τα καταναλωτικά δάνεια. Γιατί όμως, δεν προτείνουν στους δανειολήπτες την αναδιάρθρωση των δανείων με βάση αυτά τα δεδομένα; Πιθανότατα διότι θα έπρεπε να προχωρήσουν σε ανάλογο κούρεμα και στα ενήμερα δάνεια, κάτι το οποίο αδυνατούν να σηκώσουν οι τράπεζες.
Οι συνολικές πωλήσεις δανείων μέχρι τον Ιούνιο του 2019 υπολογίζονται σε περίπου 10 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ για το υπόλοιπο του 2019 και για το 2020 υπολογίζεται να επακολουθήσουν πωλήσεις αξίας περίπου 20 δισεκατομμυρίων. Σύμφωνα με τις μέχρι τώρα πληροφορίες τα funds ως επί το πλείστον απαιτούν το 100% της «απαίτησης», παρά το γεγονός ότι το έχουν αγοράσει σε πολύ μικρότερη τιμή. Δεν θα ήταν θεμιτό στο σημείο αυτό να τοποθετηθεί ένα όριο από το κράτος; Γενικότερα, η συζήτηση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων έχει εστιαστεί στο πώς θα απαλλαγούν από αυτά οι τράπεζες, ώστε να εξυγιανθούν οι ισολογισμοί τους, καθώς το ατυχές πρόσφατο κούρεμα των καταθέσεων στις κυπριακές τράπεζες, συνεχίζει να χαϊδεύει την μνήμη όλων.
Κάτι που παραμένει αδιευκρίνιστο αποτελεί η δομή του κεφαλαίου και των τόκων που περιέχει η ορισθείσα απαιτούμενη αξία των δανείων που πωλούνται. Για παράδειγμα, μία τράπεζα ανακοινώνει την πώληση ενός πακέτου δανείων 1 δισεκατομμυρίου ευρώ ή την τιτλοποίηση σε ένα προϊόν ομολόγου που αυτό μετέπειτα πωλείται έχοντας ως περιεχόμενο τα δάνεια. Δεν διευκρινίζεται όμως, τι περιλαμβάνει αυτό το ποσό όσον αφορά ανεξόφλητα αρχικά κεφάλαια, ανεξόφλητους τόκους κεφαλαίων, τυχόν τόκους υπερημερίας κεφαλαίων και τόκους υπερημερίας τόκων.
Η τακτική της πώλησης των δανείων ή της τιτλοποίησης αυτών έχει μία αρνητική προέκταση. Ο κάθε μελλοντικός δανειολήπτης έχει εμπεδώσει ότι πιθανότατα το δάνειο το οποίο θα λάβει θα «μεταφερθεί» σε κάποιον άγνωστο χρηματοπιστωτικό φορέα, γεγονός που οικοδομεί ένα αίσθημα ανασφάλειας. Επομένως, κινδυνεύει να παγιωθεί μία απώλεια αξιοπιστίας απέναντι στο «ελληνικό» τραπεζικό σύστημα, ενδεχομένως επηρεάζοντας τον ρυθμό των αιτήσεων χορήγησης νέων δανείων. Αυτό ενέχει τον κίνδυνο οι «ελληνικές» τράπεζες να υποπέσουν σε χαμηλό ρυθμό ανάπτυξης νέων τραπεζικών εργασιών, υποδαυλίζοντας έτσι την υγιή τους λειτουργία. Δυστυχώς η αίσθηση της ύπαρξης αξιόπιστων τραπεζικών «ιδρυμάτων» κινδυνεύει να απολεσθεί.
Η ιδέα της δημιουργίας μίας «κακής τράπεζας» ή «bad bank» στην οποία θα μεταφερόταν σταδιακά το μεγαλύτερο μέρος των μη εξυπηρετούμενων δανείων δεν έχει υιοθετηθεί μέχρι στιγμής. Μία τέτοια τράπεζα θα μπορούσε να είχε σχηματιστεί κατόπιν συνεργασίας μεταξύ των τραπεζών, οι οποίες θα εισέφεραν μέρος του προσωπικού τους και θα έθεταν και το πλαίσιο με τους όρους διαπραγμάτευσης και διαχείρισης των δανείων. Το οικονομικό αποτέλεσμα θα μοιραζόταν αναλογικά με το μέγεθος και την κατηγορία των δανείων με τα οποία θα συμμετείχε κάθε τράπεζα. Επί του πρακτέου το ίδρυμα αυτό θα μπορούσε να διαθέτει χίλια στελέχη τα οποία θα αναλάμβαναν το έργο της επικοινωνίας με κάθε «κόκκινο» δανειολήπτη. Θα τον ενημέρωναν για την κατάσταση του δανείου και θα συνέλεγαν τα νέα στοιχεία της οικονομικής του κατάστασης, με σκοπό να προετοιμάσουν μία νέα διευθέτηση. Αν υποθέσουμε ότι κάθε στέλεχος μπορεί να έρθει σε επαφή με τέσσερα άτομα την ημέρα, τότε θα επιτυγχάνονταν τρεις με τέσσερις χιλιάδες επαφές ημερησίως, επομένως εξήντα με ογδόντα χιλιάδες μηνιαίως και επτακόσιες με εννιακόσιες χιλιάδες ετησίως. Δηλαδή, κατά τη διάρκεια ενός έτους θα μπορούσε να προσεγγιστεί ένα πολύ μεγάλο μέρος των δανειοληπτών που αντιμετωπίζουν πρόβλημα στην αποπληρωμή.
Ένα άλλο σοβαρό κομμάτι που εντάσσεται στο πλαίσιο των «κόκκινων» δανείων, αλλά που τα τελευταία χρόνια βρίσκεται στην αφάνεια αποτελεί η επίπτωση από τυχόν χρέωση πανωτοκίων στα δάνεια που καθίστανται ληξιπρόθεσμα. Αν δηλαδή, τοκίζεται με επιτόκιο υπερημερίας η κάθε προκύπτουσα ληξιπρόθεσμη δόση τοκοχρεολυσίου ή ολόκληρο το δανειακό υπόλοιπο, από πιο χρονικό σημείο ξεκινάει ο ανατοκισμός και ανά πιο χρονικό διάστημα χρεώνεται. Το ύψος δε του επιτοκίου υπερημερίας με το οποίο γίνεται ο ανατοκισμός, επηρεάζει δραματικά την εξέλιξη του δανειακού υπολοίπου. Εύλογα μπορεί κάποιος να αναρωτηθεί γιατί υφίσταται η τεράστια διαφορά μεταξύ των επιτοκίων υπερημερίας και των αρχικών επιτοκίων, ώστε να φτάνει στο σημείο να αυξάνεται το κόστος του χρήματος από 100% έως 200%! Το κυριότερο, πώς αιτιολογείται ο επανατοκισμός του τόκου ο οποίος ήδη επιβλήθηκε στο κεφάλαιο, αλλά και ο επανατοκισμός για δεύτερη φορά του κεφαλαίου στο οποίο έχει ήδη χρεωθεί τόκος.
Το θέμα των πανωτοκίων είχε απασχολήσει την κοινή γνώμη την δεκαετία του 1990 και έως τα μέσα αυτής του 2000. Αρχικά, υπήρξαν δικαστικές αποφάσεις που τα κήρυξαν παράνομα και κατόπιν οι κυβερνήσεις προχώρησαν σε νομοθεσίες οι οποίες περιόρισαν τον τρόπο επιβολής τους από τις τράπεζες. Οι κύριοι λόγοι απόρριψης των πανωτοκίων από τα δικαστήρια ήταν η αντίθεση με τα χρηστά ήθη και την καλή πίστη, καθώς και η καταχρηστική άσκηση δικαιώματος εκ μέρους των τραπεζών. Ένα καίριο ερώτημα που παραμένει αδιευκρίνιστο είναι σε ποιες ευρωπαϊκές χώρες εφαρμόζεται το σύστημα των πανωτοκίων, με πιο νομικό πλαίσιο και σε ποιες δεν εφαρμόζεται.
Από την άλλη πλευρά, οι συνεπείς δανειολήπτες είχαν μέχρι πρόσφατα αγνοηθεί. Με εξαίρεση το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων που εδώ και λίγα χρόνια εφαρμόζει μία πολιτική μικρής επιστροφής τόκων στους δανειολήπτες που πληρώνουν κανονικά τις δόσεις τους, καμία άλλη τράπεζα δεν έχει υιοθετήσει αντίστοιχο πρόγραμμα. Πρόσφατα μία εμπορική τράπεζα ανακοίνωσε την πρόθεσή της να προχωρήσει στην εφαρμογή μίας πολιτικής επιβράβευσης των συνεπών δανειοληπτών με άμεσους και έμμεσους τρόπους που αναμένεται να ανακοινωθούν.
Εν τέλει το φαινόμενο τον «κόκκινων» δανείων δεν αφορά μόνο την εξυγίανση των ισολογισμών των εμπορικών τραπεζών, αλλά κυρίως την ίαση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, η οποία δύναται να προέλθει μόνο από την οικονομική ανάταξη των δανειοληπτών. Ένα υγιές χρηματοπιστωτικό σύστημα εκτός από τράπεζες με ισχυρό ισολογισμό προϋποθέτει ρεαλιστικούς και χρηστούς όρους τραπεζικών εργασιών, οικονομική σταθερότητα, μα προπαντός πελάτες-δανειολήπτες που έχουν την οικονομική δυνατότητα να αποπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους. Διαφορετικά είναι θέμα χρόνου να καταρρεύσει για μια ακόμα φορά.