LoggaWiggler / pixabay |
ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ ΜΑΣ & ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΚΗΣ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΘΕΩΡΗΜΑ ΤΟΥ COASE
υποναυάρχου ε.α.
προέδρου Κοινωνίας Αξιών
1. ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ
Η παραδοσιακή ανάλυση που γίνεται στις Τουρκικές προκλήσεις, βασίζεται σε έννοιες όπως η επιθετικότητα, η ισχύς, η αποτροπή, η υποχωρητικότητα, ο ενδοτισμός, η ισορροπία ισχύος, το διεθνές δίκαιο κλπ.
Ένα από τα αντικείμενα που αναφέρονται τα τελευταία χρόνια στο δίκαιο είναι η οικονομική ανάλυση του δικαίου (law& economics), η οποία βασίσθηκε στο θεώρημα του Βρετανού οικονομολόγου Coase.
Είναι ένας διεπιστημονικός κλάδος ο οποίος (εκκινώντας από την θεωρία του Coase) μελετά το δίκαιο αλλά και τους θεσμούς γενικότερα, σε συνδυασμό με τα εργαλεία και την μεθοδολογία της οικονομικής επιστήμης.
Διεπιστημονικός είναι και ο κλάδος της στρατηγικής (και χρειάζεται τα εργαλεία της οικονομικής επιστήμης). Έχει δε σημείο αναφοράς και το Δίκαιο, αφού γίνεται συνεχής επίκληση του διεθνούς δικαίου από όλες τις πλευρές κατά πως συμφέρει τη κάθε μία.
Θα προσπαθήσουμε (κατ' αντιστοιχία) και με βάση πάντα το θεώρημα του Coase (για την εξωτερικότητα και την οικονομική ανάλυση του δικαίου), να δούμε από διαφορετική οπτική γωνία την Τουρκική εξωστρεφή συμπεριφορά προβολής ισχύος, έναντι της εσωστρεφούς, αδρανούς και φοβικής δικής μας.
2. ΑΝΑΛΥΣΗ
Στη νομική και οικονομική θεωρία, το θεώρημα Coase αναφέρεται στην οικονομική αποδοτικότητα της κατανομής πόρων ενός συστήματος παραγωγής, με βάση τις εξωτερικές επιδράσεις του (επί των εξωτερικών αποδεκτών).
Ας επιχειρήσουμε μία τολμηρή αντιστοιχία:
α. Η Τουρκία έχει στήσει ένα σύστημα παραγωγής διεκδικήσεων συμφερόντων προς κάθε πλευρά, γειτονική και μη, με οικονομικό κόστος γι αυτήν, το οποίο όμως έχει εξωτερικές επιδράσεις και σε άλλους. Ας δούμε την αποδοτικότητα του συστήματος αυτού με βάση τον Coase.
β. Μελετώντας το κοινωνικό κόστος, ο Coase εξετάζει πώς το δίκαιο (διεθνές στη περίπτωσή μας), οφείλει να κατανείμει τα περιουσιακά δικαιώματα (όσα δηλαδή ισχυρίζεται η Τουρκία ότι έχει έναντι ημών), με ιδιαίτερη έμφαση στις επιπτώσεις σε άλλα πρόσωπα (χώρες).
γ. Για τον Coase η κατανομή των περιουσιακών δικαιωμάτων ορίζεται από το πώς και από ποιόν μπορούν να αποκτηθούν.
Τα μέρη της κατανομής, που θα καταλήξουν να κρατούν το κάθε περιουσιακό τους δικαίωμα, θα είναι εκείνα για τα οποία το δικαίωμα έχει τη μεγαλύτερη αξία, άσχετα από το σε ποιον τα απένειμε το δίκαιο αρχικά (η στατική “αντικειμενικότητα” του διεθνούς δικαίου όπως ερμηνεύεται από πολλούς στη χώρα μας).
δ. Για να δούμε λοιπόν πως η Ελλάδα και η Τουρκία ως ενδιαφερόμενα μέρη, δείχνουν έμπρακτα ότι θέλουν και μπορούν να κρατήσουν το περιουσιακό τους δικαίωμα, το οποίο ισχυρίζονται ότι τους ανήκει με βάση το διεθνές δίκαιο.
ε. Η Ελλάδα είναι προφανές, ότι μη εκφράζοντας επίσημα και σαφώς ποιες είναι οι θέσεις της για τα “περιουσιακά” της δικαιώματα όπως τα αντιλαμβάνεται, αλλά απαντώντας αορίστως και χωρίς σθένος στις δικδικήσεις της Τουρκίας, είναι σίγουρο ότι έναντι της Τουρκίας δεν δείχνει ότι ικανοποιεί την κατά Coase πρόβλεψη.
στ. Βέβαια πάντα το Διεθνές Δίκαιο έχει ιδιαίτερη σημασία για τον ορισμό των δικαιωμάτων των μερών. Σκοπός του όμως πάντα είναι ώστε τα μέρη να καταφέρουν να συμφωνήσουν στη μεταβίβαση ή τη συμβατική μεταβολή των δικαιωμάτων τους με το μικρότερο δυνατό κόστος συναλλαγής (εφόσον κάθε τέτοιο κόστος είναι πηγή δυνητικού λάθους κατανομής).
ζ. Είναι επίσης γεγονός ότι τα συμπεράσματα του Coase για το δίκαιο, πηγάζουν από την ανάλυση του ιδιωτικού και διοικητικού δικαίου και λιγότερο ασχολείται με τις εξαιρέσεις των ελαττωμάτων της βούλησης.
η. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, προκειμένου να γίνει πλήρως αντιληπτή η έννοια της εξωτερικότητας και του θεωρήματος του αποτελεί το εξής:
- «Όταν ένα εργοστάσιο ρυπαίνει το περιβάλλον, «εξωτερικεύει» ένα μέρος του κόστους του (καπνός), σε άτομα εκτός αυτού και των εσωτερικών δραστηριοτήτων του. Αυτό δεν είναι μόνο ανήθικο ή παράνομο. Είναι και αναποτελεσματικό (κοινωνικό κοστος), διότι το εργοστάσιο καθώς μεταφέρει μέρος του κόστους του σε άλλα άτομα, δεν το αναλαμβάνει συνεχίζοντας τις δραστηριότητές του».
- Το εργοστάσιο συνεχίζει να ρυπαινει το περιβάλλον με τον καπνό, που δεν τον αναπνέουν μόνο οι δικοί του μέτοχοι, αλλά κατ’ επέκταση και τα εξωτερικά άτομα που διαμένουν στην γύρω περιοχή, οι οποίοι παρ όλη την ρύπανση , δεν λαμβάνουν και κάποιο μέρισμα ως αποζημίωση.
- Ο Arthur Pigou ανακάλυψε και πρότεινε διάφορες λύσεις γι’ αυτήν την αποτυχία της αγοράς, όπως φορολογία, αποζημίωση, απαγόρευση της όχλησης.
- Καμία όμως από αυτές δεν ικανοποίησε τον Coase. Ο Coase, αντίθετα, είχε μία ιδέα ανατρεπτική, που βασιζόταν, σε μια μεγάλη νομική (γερμανική) παράδοση.
η. Διατύπωσε την άποψη, πως το δίκαιο δεν μπορεί να επηρεάσει την κατανομή των δικαιωμάτων. Τα δικαιώματα δεν θα ανήκουν σε εκείνον στον οποίο τα παραχώρησε αρχικά το δίκαιο, αλλά σε εκείνον που τα αξιολογεί περισσότερο (σ’ εκείνον δηλαδή που τα θέλει, είναι πρόθυμος και μπορεί να τα διεκδικήσει-αγοράσει).
θ. Με άλλα λόγια, η αγορά είναι ισχυρότερη από το δίκαιο, (στα τέλη του 19ου αιώνα, ο Γερμανός νομικός Rudolf Jhering, είχε θέσει τα θεμέλια αυτής της προσέγγισης επηρεασμένος από τον ωφελιμισμό του Bentham και του Marx).
ι. Ο Ronald Coase δεν λέει ότι αυτό είναι καλό ή κακό. Λέει ότι έτσι συμβαίνει. " Τα δικαιώματα, δηλαδή καταλήγουν σ’ αυτόν που είναι διατεθειμένος να τα διεκδικήσει αναλαμβάνοντας το κόστος."
3. ΚΑΤΑΛΗΓΟΝΤΑΣ
α. Σήμερα, η Τουρκία στην εξωτερίκευση των διεκδικήσεων της έχει δημιουργήσει (κατ’ αντιστοιχία), μια δυναμική άτυπη διαπραγμάτευση, χωρίς συμφωνημένο πλαίσιο αρχών, όπου τα δικαιώματα θα καταλήξουν σε αυτόν που είναι έτοιμος να αναλάβει το κόστος να τα διεκδικήσει.
β. Το δίκαιο φυσικά και είναι απαραίτητο, όταν όμως η διαπραγμάτευση (δηλαδή η διαδικασία επίτευξης συναίνεσης) αποτυγχάνει και εφόσον η προσφυγή στο δίκαιο είναι εφικτή. Και στην περίπτωσή μας δεν φαίνεται ως τέτοια.
γ. Πόσο μάλλον όταν ακόμη και εάν επιτευχθεί η προσφυγή σε αυτό, οι αρχικές συνθήκες (οι οποίες εξαρτώνται από το πόσο καλά έχει προετοιμασθεί το έδαφος από αυτούς που πραγματικά θέλουν τα δικαιώματα), θα ληφθούν υπ’ όψη από τον δικαστή.
Γιατί είπαμε ότι ο σκοπός του δικαίου είναι πάντα τα μέρη να καταφέρουν να συμφωνήσουν στη μεταβίβαση ή τη συμβατική μεταβολή των δικαιωμάτων τους με το μικρότερο δυνατό κόστος συναλλαγής (εφόσον κάθε τέτοιο κόστος είναι πηγή δυνητικού λάθους κατανομής).