mobiller / pixabay |
Positioning
είναι ένας όρος του marketing
και της επικοινωνίας και
αφορά στην περιοχή που ένας οργανισμός,
καταλαμβάνει στο μυαλό των ανθρώπων.
Με άλλα λόγια, η εικόνα που θέλουμε να
κατακτήσουμε, στο μυαλό των γύρω μας.
Και το σημείο, που θα στηριχτεί η εικόνα,
οφείλει να είναι μια προφανής αλήθεια.
Συνήθως το positioning
απαντάει στην ερώτηση: «Πώς επιθυμώ να
με γνωρίζουν οι άλλοι;». Όμως, τις
περισσότερες φορές, η απάντηση συγχέεται
με την απάντηση της ερώτησης: «Πώς νομίζω
ότι με γνωρίζουν οι άλλοι;». Κάτι που
προφανώς είναι λάθος. Καθώς, άλλη εντύπωση
θεωρούμε πως έχουμε για την εικόνα μας
και άλλη εικόνα έχουμε στην πραγματικότητα.
Όπως συμβαίνει στους οργανισμούς, έτσι
συμβαίνει και για τα κράτη και τα έθνη.
Συνεπώς και για την Ελλάδα. Πώς λοιπόν,
γνωρίζουν την Ελλάδα οι άλλοι; Ή καλύτερα,
πώς θα επιθυμούσαμε να την γνωρίζουν;
Δημήτρης Γερακούδης
Ας εξετάσουμε όμως,
τα γεγονότα και τις συνθήκες, από την
αρχή.
Αρχής γενομένης, ο
Όμηρος, ο οποίος έζησε
τον 9ο
αιώνα π.Χ. στη Γεωμετρική ιστορική
περίοδο της Ελλάδας (9ος
αιώνας π.Χ. – 8ος
αιώνας π.Χ.), απαριθμώντας
τον κατάλογο των νηών (κατάλογος πλοίων)
και αναφέροντας τις μεγάλες πόλεις που
έλαβαν μέρος στον Τρωικό πόλεμο,
περιλαμβάνει την πόλη «Γραία», στην
επικράτεια των Βοιωτών (Ιλιάδα,
Ραψωδία Β, στίχοι 494 - 498).
Σε στίχους του
συναντάμε για πρώτη φορά τη λέξη
«Πανέλληνες»
(Ιλιάδα, Ραψωδία Β, στίχοι 527 - 530). Κατά
τον Όμηρο, ο προσδιορισμός «Έλληνες»,
δεν αφορά μόνο τους κατοίκους μιας
τοπικής περιοχής. «Έλληνες» αποκάλεσε
όσους ακολούθησαν τον Αχιλλέα από την
Φθιώτιδα (Ιλιάδα, Ραψωδία Β, στίχοι 683 -
684). Ενώ, μας ενημέρωσε και ότι πολλές
ελληνικές πόλεις βρίσκονται στη Φθία
και στην Ελλάδα (Ιλιάδα, Ραψωδία Ι, στίχος
395).
Ιλιάδα, Ραψωδία Β,
στίχοι 494 - 498
«Βοιωτῶν μὲν
Πηνέλεως καὶ Λήϊτος ἦρχον
Ἀρκεσίλαός τε
Προθοήνωρ τε Κλονίος τε,
Σχοῖνόν τε Σκῶλόν
τε πολύκνημόν τ᾽ Ἐτεωνόν,
Ιλιάδα, Ραψωδία Β,
στίχοι 527 - 530
«Λοκρῶν δ᾽ ἡγεμόνευεν
Ὀϊλῆος ταχὺς Αἴας, μείων, οὔ τι τόσος
γε ὅσος Τελαμώνιος Αἴας, ἀλλὰ πολὺ
μείων· ὀλίγος μὲν ἔην, λινοθώρηξ,
ἐγχείῃ δ᾽ ἐκέκαστο Πανέλληνας καὶ
Ἀχαιούς·».
Ιλιάδα, Ραψωδία Β,
στίχοι 683 - 684
«οἵ τ᾽ εἶχον Φθίην
ἠδ᾽ Ἑλλάδα καλλιγύναικα, Μυρμιδόνες
δὲ καλεῦντο καὶ Ἕλληνες καὶ Ἀχαιοί».
Ιλιάδα, Ραψωδία Ι,
στίχος 395
«πολλαὶ
Ἀχαιΐδες εἰσὶν ἀν᾽ Ἑλλάδα τε Φθίην
τε».
Στα
Αρχαϊκά χρόνια (8ος
αιώνας π.Χ.
- 6ος
αιώνας π.Χ.),
ο Ησίοδος
(8ο
αιώνα π.Χ.)
μας αναφέρει
ότι από την
ένωση της Πανδώρας με τον Δία
γεννήθηκε ο Γραικός, από τον οποίο
προέρχονται οι Γραικοί (Ηοίαι
1-6 ή Κατάλογος
Γυναικών, απόσπασμα 5).
Ο Ησίοδος
χρησιμοποιεί κι αυτός σε
έργα του (Έργα
και Ημέραι, στίχος
528), τον
προσδιορισμό «Πανέλληνες».
Ηοίαι 1-6, απόσπασμα
5
«η κόρη στα μέγαρα
του ευγενούς Δευκαλίωνα
η Πανδώρα με τον
πατέρα Δία, ο σπουδαιότερος των θεών
όλων
σμιγμένη στην αγάπη
έτεκε τον πολεμοχαρή Γραικό».
Έργα και Ημέραι,
στίχος 528
«βράδιον δὲ
Πανελλήνεσσι φαείνει.».
Στην ίδια χρονολογική
περίοδο, ο προσδιορισμός «Πανέλληνες»
έχει πλέον καθιερωθεί, αφού και ο
Αρχίλοχος (680
π.Χ. – 645 π.Χ.) τη χρησιμοποιεί κι αυτός,
σε ιάμβους
του (Ίαμβος,
στίχος 52).
Ίαμβος, στίχος 52
«Πανελλήνων ὀιζὺς
εἰς Θάσον συνέδραμον».
Στον προσδιορισμό
«Έλληνες» αναφέρεται και ο Σιμωνίδης
ο Κείος (556 π.Χ. - 469 π.Χ.). Στη μάχη
του Μαραθώνα (490 π.Χ.), οι Αθηναίοι,
αφού έθαψαν τους νεκρούς τους, ανήγειραν
στον Μαραθώνα, μνημείο από λευκή πέτρα,
πάνω στο οποίο χαράχτηκε το επίγραμμα
του Σιμωνίδη του Κείου, που αναφέρει
ότι οι Αθηναίοι αμύνθηκαν υπέρ των
Ελλήνων, καταστρέφοντας τη δύναμη των
Περσών. Ως γνωστόν, στη μάχη του Μαραθώνα,
μαζί με τους Αθηναίους, συντάχθηκαν
και οι Πλαταιείς, ενώ υπήρχε και
στρατιωτική βοήθεια από τη Σπάρτη,
που όμως έφτασε καθυστερημένα στο πεδίο
της μάχης.
Επίγραμμα του
Σιμωνίδη του Κείου στον Μαραθώνα
«Ελλήνων προμαχούντες
Αθηναίοι Μαραθώνι χρυσοφόρων Μήδων
εστόρεσαν δύναμιν».
Σε ένα άλλο επίγραμμα,
την ίδια περίπου χρονική περίοδο, ο
προσδιορισμός «Έλληνες», ως εθνωνύμιο
βρίσκεται στο επίγραμμα του Αρκάδα
αυλωδού Εχέμβροτου (584 π.Χ.), όταν αυτός
νίκησε στους αγώνες των Αμφικτυόνων
(48/3 Ολυμπιάδα).
Επίγραμμα του
Αρκάδα αυλωδού Εχέμβροτου
«Ήρακλέει < Θηβαίω
> Έχέμβροτος ‘’Αρκας έ’θηκε νικάσας
τόδ’ ά΄γαλμ’ Αμφικτυόνων έν άέθλοις
< αύλιδός > μέλέ ήδ’ έλεγους ‘’Ελλησιν
άείδων.».
Ο Αισχύλος (525
π.Χ. - 455 π.Χ.), αναφέρεται κι αυτός στους
Έλληνες. Συγκεκριμένα, στη ναυμαχία
της Σαλαμίνας (490 π.Χ.), προτρέπει, μέσα
από το έργο του «Πέρσαι»
(στίχους 396 - 399), τα
παιδιά των Ελλήνων να ελευθερώσουν την
πατρίδα.
Πέρσαι, στίχους
396 - 399
«Ὦ παῖδες Ἑλλήνων
ἴτε, ἐλευθεροῦτε πατρίδ’, ἐλευθεροῦτε
δὲ παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων
ἕδη, θήκας τε προγόνων: νῦν ὑπὲρ πάντων
ἀγών».
Στην Κλασική εποχή (5ος
αιώνας π.Χ. αιώνα έως και τον θάνατο
του Μέγα Αλεξάνδρου, 323 π.Χ.), ο
Ελλάνικος (490 π.Χ. - 405 π.Χ.) μας
ομιλεί για την καταγωγή των Ελλήνων
(Ελλάνικος,
1a.4.F.6a). Ειδικότερα, μας εξιστορεί ότι
από τον Έλλην, τον γιό του Δευκαλίων (ή
του Διός) και της Πύρρας, προέρχονται
οι Έλληνες και η ονομασία «Ελλάς».
Ελλάνικος, 1a.4.F.6a
«Ότι Δευκαλίωνος
και Πύρρας Έλλην, εκ του οποίου Ελλάς
και Έλληνες».
Ο Ηρόδοτος (484
π.Χ. – 428 π.Χ.) επισημαίνει την έννοια
της πανελλήνιας εθνικής συνείδησης
στις μάχες των Ελλήνων, ενώ συχνά
χρησιμοποιεί τον όρο «έθνεο» για να
περιγράψει τις διάφορες φυλές της
Ελλάδας (Ηροδότου Ιστορίαι, βιβλίο
Πολύμνια, στίχος 7.212.2), συμπληρώνοντας
ότι υπάρχουν πολλά κοινά στοιχεία που
ενώνουν τις διάφορες ελληνικές
φυλές και πόλεις-κράτη, υπό τον
προσδιορισμό «Έλληνες» (Ηροδότου
Ιστορίαι, βιβλίο Ουρανία, στίχος 8.144.2).
Επίσης, επισημαίνει ότι στους Ολυμπιακούς
Αγώνες, συμμετείχαν μόνο όσοι
ήταν Έλληνες, με την ευθύνη
της εξακρίβωσης της καταγωγής των αθλητών,
να επιφορτίζονται οι
γνωστοί «Ελλανοδίκες» ή «Ελληνοδίκες»
(Ηροδότου Ιστορίαι, βιβλίο Τερψιχόρη,
στίχοι 5.22.1, 5.22.2). Χρησιμοποιεί κι
αυτός τους προσδιορισμούς «Έλληνες»
και «Ελλάδα», ιδιαίτερα όταν αναφέρεται
στον Βασιλιά Αλέξανδρο Α’, διάδοχο και
γιό του Βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα
Α’, από τη
Δυναστεία των Αργεαδών
(Ηρόδοτος, Ιστορίαι, Βιβλίο Τερψιχόρη,
στίχος 5.20.4 και Ηρόδοτος Ιστορίαι, βιβλίο
Καλλιόπη, στίχος 9.45.2).
Ηροδότου Ιστορίαι,
βιβλίο Πολύμνια, στίχος 7.212.2
«οἱ δὲ Ἕλληνες κατὰ
τάξις τε καὶ κατὰ ἔθνεα κεκοσμημένοι
ἦσαν».
Ηροδότου Ιστορίαι,
βιβλίο Ουρανία, στίχος 8.144.2
«τὸ Ἑλληνικὸν ἐὸν
ὅμαιμόν τε καὶ ὁμόγλωσσον καὶ θεῶν
ἱδρύματά τε κοινὰ καὶ θυσίαι ἤθεά τε
ὁμότροπα».
Ηροδότου Ιστορίαι,
βιβλίο Τερψιχόρη, στίχοι 5.22.1,
5.22.2
«πρὸς δὲ καὶ οἱ
τὸν ἐν Ὀλυμπίῃ διέποντες ἀγῶνα
Ἑλληνοδίκαι οὕτω ἔγνωσαν εἶναι.
Ἀλεξάνδρου γὰρ ἀεθλεύειν ἑλομένου
καὶ καταβάντος ἐπ᾽ αὐτὸ τοῦτο, οἱ
ἀντιθευσόμενοι Ἑλλήνων ἐξεῖργόν μιν,
φάμενοι οὐ βαρβάρων ἀγωνιστέων εἶναι
τὸν ἀγῶνα ἀλλὰ Ἑλλήνων· Ἀλέξανδρος
δὲ ἐπειδὴ ἀπέδεξε ὡς εἴη Ἀργεῖος,
ἐκρίθη τε εἶναι Ἕλλην καὶ ἀγωνιζόμενος
στάδιον συνεξέπιπτε τῷ πρώτῳ.».
Ηρόδοτος, Ιστορίαι,
Βιβλίο Τερψιχόρη, στίχος 5.20.4
«πρὸς δὲ καὶ βασιλέϊ
τῷ πέμψαντι ἀπαγγείλητε ὡς ἀνὴρ
Ἕλλην, Μακεδόνων ὕπαρχος, εὖ ὑμέας
ἐδέξατο καὶ τραπέζῃ καὶ κοίτῃ.».
Ηρόδοτος Ιστορίαι,
βιβλίο Καλλιόπη, στίχος 9.45.2
«αὐτός τε γὰρ Ἕλλην
γένος εἰμὶ τὠρχαῖον, καὶ ἀντ᾽
ἐλευθέρης δεδουλωμένην οὐκ ἂν ἐθέλοιμι
ὁρᾶν τὴν Ἑλλάδα.».
Ο Θουκυδίδης
(περί 460 π.Χ. – περί 399 π.Χ.), μας
πληροφορεί ότι η περιοχή του Ωρωπού
ονομαζόταν «Γραίκη» (Ιστορίαι, Β.23.3.5).
Ενώ, σε άλλη του αναφορά (Ιστορίαι,
Α.3.2), μας
πληροφορεί ότι ο προσδιορισμός «Ελλάς»
δεν είχε
δοθεί σε όλη τη χώρα και ούτε υπήρχε
πριν από τον Έλληνα, επιβεβαιώνοντας
κατά αυτόν τον τρόπο τον Όμηρο,
ο όποιος πουθενά δεν χρησιμοποιεί τον
προσδιορισμό «Έλληνες», αλλά τη
μεταχειρίζεται μόνο για όσους είχαν
ακολουθήσει τον Αχιλλέα από τη Φθιώτιδα,
τους οποίους αποκαλούσε: «πρώτους
Έλληνες» (Ιστορίαι, Α.3.3).
Ιστορίαι, Β.23.3.5
«παριόντες δε Ωρωπόν
την γην την Γραικήν καλουμένην, ην
νέμονται Ωρώπιοι Αθηναίων, υπήκοοι,
εδήωσαν.».
Ιστορίαι, Α.3.2
«δοκεῖ δέ μοι, οὐδὲ
τοὔνομα τοῦτο ξύμπασά πω εἶχεν, ἀλλὰ
τὰ μὲν πρὸ Ἕλληνος τοῦ Δευκαλίωνος
καὶ πάνυ οὐδὲ εἶναι ἡ ἐπίκλησις
αὕτη».
Ιστορίαι, Α.3.3
«τεκμηριοῖ δὲ
μάλιστα Ὅμηρος· πολλῷ γὰρ ὕστερον
ἔτι καὶ τῶν Τρωικῶν γενόμενος οὐδαμοῦ
τοὺς ξύμπαντας ὠνόμασεν, οὐδ᾽ ἄλλους
ἢ τοὺς μετ᾽ Ἀχιλλέως ἐκ τῆς Φθιώτιδος,
οἵπερ καὶ πρῶτοι Ἕλληνες ἦσαν».
Ο Ισοκράτης (436
π.Χ. - 338 π.Χ.) αναφέρεται
στο γένος των Ελλήνων,
στην προσπάθειά του να ενώσει τους
Έλληνες, υπό την σκέπη της Αθηναϊκής
ηγεμονίας,
επισημαίνοντας ότι το όνομα «Έλληνες»
είναι σύμβολο (Πανηγυρικὸς
Λόγος 4, εδάφιο 50).
Επιπλέον, αναφέρεται και στην καταγωγή
των Ελλήνων,
σε κείμενο του, το οποίο απέστειλε για
ανάγνωση στην Ολυμπία, με αφορμή τους
100ους
Ολυμπιακούς Αγώνες,
λέγοντας ότι οι Έλληνες κατοικούν σε
αυτήν τη χώρα, χωρίς να έχουν εκδιώξει
άλλους από εδώ, χωρίς να την έχουν
καταλάβει από άλλους, βρίσκοντάς την
έρημη, δίχως να είναι μιγάδες ανακατεμένοι
από διάφορα έθνη ανθρώπων, αλλά υπάρχουν
κατ’ εξοχήν, διότι κατέχουν τη χώρα
στην οποία γεννήθηκαν και ζουν καθ’
όλη τη διάρκεια της ιστορίας τους, αφού
είναι αυτόχθονες (Πανηγυρικὸς
Λόγος 4, εδάφια 23 – 24).
Πανηγυρικὸς Λόγος
4, εδάφιο 50
«Τοσοῦτον δ’
ἀπολέλοιπεν ἡ πόλις ἡμῶν περὶ τὸ
φρονεῖν καὶ λέγειν τοὺς ἄλλους
ἀνθρώπους, ὥσθ’ οἱ ταύτης μαθηταὶ
τῶν ἄλλων διδάσκαλοι γεγόνασι, καὶ τὸ
τῶν Ἑλλήνων ὄνομα πεποίηκε μηκέτι τοῦ
γένους ἀλλὰ τῆς διανοίας δοκεῖν εἶναι,
καὶ μᾶλλον Ἕλληνας καλεῖσθαι τοὺς
τῆς παιδεύσεως τῆς ἡμετέρας ἢ τοὺς
τῆς κοινῆς φύσεως μετέχοντας.».
Πανηγυρικὸς Λόγος
4, εδάφια 23 - 24
«Ὁμολογεῖται μὲν
γὰρ τὴν πόλιν ἡμῶν ἀρχαιοτάτην εἶναι
καὶ μεγίστην καὶ παρὰ πᾶσιν ἀνθρώποις
ὀνομαστοτάτην: οὕτω δὲ καλῆς τῆς
ὑποθέσεως οὔσης, ἐπὶ τοῖς ἐχομένοις
τούτων ἔτι μᾶλλον ἡμᾶς προσήκει
τιμᾶσθαι. Tαύτην γὰρ οἰκοῦμεν οὐχ
ἑτέρους ἐκβαλόντες οὐδ' ἐρήμην
καταλαβόντες οὐδ' ἐκ πολλῶν ἐθνῶν
μιγάδες συλλεγέντες, ἀλλ' οὕτω καλῶς
καὶ γνησίως γεγόναμεν, ὥστ' ἐξ ἧσπερ
ἔφυμεν, ταύτην ἔχοντες ἅπαντα τὸν
χρόνον διατελοῦμεν αὐτόχθονες ὄντες».
Ο Αριστοτέλης (384
π.Χ. - 322 π.Χ.),
αναφέρει ότι Γραικοί ονομάζονταν
παλιότερα αυτοί που αργότερα ονομάστηκαν
«Έλληνες» (Μετεωρολογικά,
352a).
Μας πληροφορεί
επίσης, ότι
οι Γραίκοι κατοικούσαν μαζί με αυτούς
που ονομαζόντουσαν «Σελλοί», σε μια
τοποθεσία ανάμεσα στη Δωδώνη και τον
Αχελώο, εκεί που έγινε ο κατακλυσμός
του Δευκαλίων.
Μετεωρολογικά,
352a
«ἐπὶ Δευκαλίωνος
κατακλυσμός· καὶ γὰρ οὗτος περὶ τὸν
Ἑλληνικὸν ἐγένετο τόπον μάλιστα, καὶ
τούτου περὶ τὴν Ἑλλάδα τὴν ἀρχαίαν.
αὕτη δ' ἐστὶν ἡ περὶ Δωδώνην καὶ τὸν
Ἀχελῷον· [352b] οὗτος γὰρ πολλαχοῦ τὸ
ῥεῦμα μεταβέβληκεν· ᾤκουν γὰρ οἱ
Σελλοὶ ἐνταῦθα καὶ οἱ καλούμενοι
τότε μὲν Γραικοὶ νῦν δ' Ἕλληνες. ὅταν
οὖν γένηται τοιαύτη ὑπερβολὴ ὄμβρων».
Από το «Πάριο Χρονικό»
ή «Οξώνιον Μάρμαρον» του 3ου
αιώνα
π.Χ. (το οποίο σήμερα εκτίθεται στο
Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης), μια αρχαία
ελληνική επιγραφή σε μια επιτύμβια
στήλη, που βρέθηκε στην Πάρο το 1627
μ.Χ. και που καταγράφει γεγονότα και
χρονολογίες που έλαβαν χώρα στον Ελλαδικό
χώρο μεταξύ 1581 π.Χ. και 264 π.Χ., πληροφορούμαστε
και πάλι ότι οι Γραίκοι ονομάστηκαν
αργότερα «Έλληνες».
Πάριο Χρονικό
«”Ελληνες
ωνομάσθησαν, το πρότερον Γραικοί
καλούμενοι».
Ο Δικαίαρχος (350 π.Χ.
- 290 π.Χ.), μας πληροφορεί μεταξύ άλλων
(Georg.
Gr.
Min.,
I:
108-109), ότι η «Ελλάς» ήταν πόλη, που
βρισκόταν μεταξύ Φαρσάλων και Μελιταίας
και πήρε το όνομά της από τον Έλληνα.
Δικαίαρχος
(Georg. Gr. Min., I: 108-109)
«Η γαρ Ελλάς το
παλαιόν ούσά ποτε πόλις αφ’ ‘Ελληνος
του Αιόλου εκλήθη τε και εκτίσθη, της
των Θετταλών ούσα χώρας, ανά μέσον
Φαρσάλου τε κειμένη και της των Μελιταιέων
πόλεως…. Η ουν Ελλάς εν Θετταλία ην ουκ
εν τη Αττική. Ο γουν ποιητής φησι
Μυρμιδόνες καλεύντο και Αχαιοί. Μυρμιδόνας
μεν λέγων είναι τους περί της Θετταλίας
Φθίαν κατοικούντας, Έλληνας δε τους
μικρώ πρότερον ρηθέντας, Αχαιούςδε τους
και νυν έτι κατοικούντας Μελιταίαν τε
και Λάρισαν την Κρεμαστήν καλουμένην
και Θήβας τας Αχαίδας πρότερον Φυλάκην
καλουμένην, όθεν ην και Πρωτεσίλαος ο
στρατεύσας εις Ίλιον. Έστιν ουν Ελλάς
υφ’ Έλληνος οικισθείσα πόλις τε και
χώρα…η δε Ελλάς εν Θετταλία κείται…».
Στην ελληνιστική
εποχή (μετά
το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου το 323
π.Χ., έως την
ήττα της Κλεοπάτρας των Πτολεμαίων και
του Ρωμαίου Αντωνίου στο Άκτιο από τον
Οκταβιανό Αύγουστο το
31 π.Χ., ενώ κατά άλλους, έως την καταστροφή
της Κορίνθου από τους Ρωμαίους το 146
π.Χ., όταν οι Ρωμαίοι κυριάρχησαν οριστικά
στον Ελλαδικό χώρο)
ο Απολλώνιος
ο Ρόδιος (295
π.Χ. - 215 π.Χ.) μας αναφέρει και αυτός
σε σχόλιο του (Απολλώνιος
Ρόδιος, 248.7), αυτό που είχε επισημάνει
και ο Ελλάνικος, ότι
δηλαδή από τον Έλλην προέρχονται οι
«Έλληνες» και ο προσδιορισμός «Ελλάς».
Απολλώνιος Ρόδιος,
248.7
«Ότι Δευκαλίωνος
και Πύρρας Έλλην, εκ του οποίου Ελλάς
και Έλληνες».
Ο Απολλόδωρος (περί
180 π.Χ. – περί 110 π.Χ.) μας πληροφορεί κι
αυτός, ότι ο Έλληνας ήταν γιος του
Δευκαλίων ή του Διός (Απολλόδωρος,
εδάφιο Α.7.2) και
έδωσε το όνομά του στους Έλληνες, που
ως τότε λεγόντουσαν «Γραικοί» (Απολλόδωρος,
εδάφιο Α.7.3.2).
Απολλόδωρος, εδάφιο
Α.7.2
«γίνονται δὲ ἐκ
Πύρρας Δευκαλίωνι παῖδες Ἕλλην μὲν
πρῶτος, ὃν ἐκ Διὸς γεγεννῆσθαι <ἔνιοι>
λέγουσι, <δεύτερος δὲ> Ἀμφικτύων».
Απολλόδωρος, εδάφιο
Α.7.3.2
«Ἕλληνος δὲ καὶ
νύμφης Ὀρσηίδος Δῶρος Ξοῦθος Αἴολος.
αὐτὸς μὲν οὖν ἀφ᾽ αὑτοῦ τοὺς
καλουμένους Γραικοὺς προσηγόρευσεν
Ἕλληνας».
Στη Ρωμαϊκή περίοδο
(146 π.Χ., έως
και την
επίσημη αναγνώριση του χριστιανισμού
το 313 μ.Χ. και τη μεταφορά της πρωτεύουσας
του ρωμαϊκού κράτους, από τη Ρώμη στην
Κωνσταντινούπολη το
330 μ.Χ., είτε
κατά άλλους έως και το 395
μ.Χ., χρονιά που ο Ρωμαίος αυτοκράτορας
Θεοδόσιος Α’, πεθαίνοντας, χωρίζει την
ενιαία Ρωμαϊκή αυτοκρατορία σε Ανατολικό
και σε Δυτικό ρωμαϊκό τμήμα), μέχρι
την επικράτηση του χριστιανισμού ο
προσδιορισμός «Έλληνες» συνιστά ένα
απλό εθνικό όνομα. Με την έλευση του
χριστιανισμού
ως «Έλληνες», λαμβάνονται οι ειδωλολάτρες,
οι εθνικοί, αυτοί
που πιστεύουν σε πολλούς θεούς, άρα οι
μη (μονοθεϊστές) χριστιανοί και Ιουδαίοι.
Κι έτσι, η
λέξη σταμάτησε να χρησιμοποιείται
ευρέως και αντί αυτού, έμεινε το Γραικοί,
με τη σημασία του Ρωμαίου υπηκόου. Για
αυτό και στην εποχή αυτή ομιλούμε για
Λατινικό
Ελληνισμό.
Την ίδια χρονολογική
περίοδο, ο
Στράβων (64
π.Χ. - 24 μ.Χ.), μας αναφέρει κι αυτός
(Βιβλίο Θ,
παράγραφος 10) ότι
η πόλη Γραία βρισκόταν στην ευρύτερη
περιοχή του Ωρωπού και ότι
η Γραία ήταν η Τανάγρα.
Βιβλίο Θ, παράγραφος
10
«Και η Γραία δ’
εστι τόπος Ωρωπού πλησίον, και το ιερόν
του Αμφιαράου, και το Ναρκίσσου του
Ερετριέως μνήμα, ό καλείται Σιγηλού,
επειδή σιγώσι παριόντες’ τινές
δε τη Τανάγρα την αυτήν φασιν. η Ποιμανδρίς
δ’ εστίν η αυτή τη Ταναγρική’ καλούνται
δε και Γεφυραίοι οι Ταναγραίοι. εκ
Κνωπίας δε της Θηβαϊκής μεθιδρύθη κατά
χρησμόν δεύρο το Αμφιαράειον.».
O Αρριανός (περί
το 95 μ.Χ. – περί το 180 μ.Χ.), προσδιορίζει
κι αυτός τις ονομασίες: «Έλληνες» και
«Ελλάδα», ως συνιστώσες των πόλεων-κρατών,
σε μάχες εναντίον των Περσών. Συγκεκριμένα,
μας εξιστορεί ότι όταν ο Μέγας
Αλέξανδρος νίκησε τους Πέρσες στη
μάχη του Γρανικού ποταμού (334 π.Χ.),
συνέλαβε
Έλληνες μισθοφόρους
που υπηρέτησαν
στο πλευρό των εχθρών και εναντίον των
συμφερόντων της Ελλάδας (Αλεξάνδρου
Ανάβασις, βιβλίο Πρώτον, εδάφιο 1.16.6),
ενώ, σε επίγραμμά του αφιερωμένο στην
θεά Αθηνά, αναφέρει: «Ο
Αλέξανδρος, ο γιος του Φιλίππου και οι
Έλληνες, εκτός από τους Λακεδαιμονίους,
αφιερώνουν αυτές τις πανοπλίες, οι
οποίες προέρχονται από τα λάφυρα των
βαρβάρων που κατοικούν στην Ασία»
(Αλεξάνδρου Ανάβασις, βιβλίο Πρώτον,
εδάφιο 1.16.7).
Αλεξάνδρου Ανάβασις,
βιβλίο Πρώτον, εδάφιο 1.16.6
«ὁ
δὲ καὶ τῶν Περσῶν τοὺς ἡγεμόνας
ἔθαψε δὲ καὶ τοὺς μισθοφόρους Ἕλληνας,
οἳ ξὺν τοῖς πολεμίοις στρατεύοντες
ἀπέθανον. ὅσους δὲ αὐτῶν αἰχμαλώτους
ἔλαβε, τούτους δὲ δήσας ἐν πέδαις εἰς
Μακεδονίαν ἀπέπεμψεν ἐργάζεσθαι, ὅτι
παρὰ τὰ κοινῇ δόξαντα τοῖς Ἕλλησιν
Ἕλληνες ὄντες ἐναντία τῇ Ἑλλάδι ὑπὲρ
τῶν βαρβάρων ἐμάχοντο. ἀποπέμπει δὲ
καὶ εἰς Ἀθήνας τριακοσίας πανοπλίας
Περσικὰς ἀνάθημα εἶναι τῇ Ἀθηνᾷ ἐν
πόλει. καὶ ἐπίγραμμα ἐπιγραφῆναι
ἐκέλευσε τόδε.».
Αλεξάνδρου Ανάβασις,
βιβλίο Πρώτον, εδάφιο 1.16.7
«ἀποπέμπει
δὲ καὶ εἰς Ἀθήνας τριακοσίας πανοπλίας
Περσικὰς ἀνάθημα εἶναι τῇ Ἀθηνᾷ ἐν
πόλει· καὶ ἐπίγραμμα ἐπιγραφῆναι
ἐκέλευσε τόδε· Ἀλέξανδρος Φιλίππου
καὶ οἱ Ἕλληνες πλὴν Λακεδαιμονίων
ἀπὸ τῶν βαρβάρων τῶν τὴν Ἀσίαν
κατοικούντων.».
Ο Παυσανίας (110
μ.Χ. - 180
μ.Χ.), μας
περιγράφει κι αυτός την πόλη «Γραία»,
ως μια μεγάλη σε έκταση περιοχή, που
περιλάμβανε την Αυλίδα, τη Μυκαλησσό,
το Άρμα κλπ (Βοιωτικά, 20 – 24). Ο Παυσανίας
μας αναφέρει επίσης, ότι το όνομα της
πόλης «Γραία» προέκυψε από σύντμηση
της αρχικής ονομασίας «Τανα-γραία», που
αρχικά η ονομασία αυτή ήταν το όνομα
της κόρη του Ασωπού και μετά της
πόλης.
Βοιωτικά, 20.1
«ἔστι δὲ τῆς
Ταναγραίας ἐπὶ θαλάσσῃ καλούμενον
Δήλιον: ἐν δὲ αὐτῷ καὶ Ἀρτέμιδος καὶ
Λητοῦς ἐστιν ἀγάλματα. Ταναγραῖοι δὲ
οἰκιστήν σφισι Ποίμανδρον γενέσθαι
λέγουσι Χαιρησίλεω παῖδα τοῦ Ἰασίου
τοῦ Ἐλευθῆρος, τὸν δ' Ἀπόλλωνός τε
καὶ Αἰθούσης εἶναι τῆς Ποσειδῶνος.
Ποίμανδρον δὲ γυναῖκά φασιν ἀγαγέσθαι
Τάναγραν θυγατέρα Αἰόλου: Κορίννῃ δέ
ἐστιν ἐς αὐτὴν πεποιημένα Ἀσωποῦ
παῖδα εἶναι».
Βοιωτικά, 20.2
«ταύτης τοῦ βίου
προελθούσης ἐπὶ μακρότατον τοὺς
περιοίκους φασὶν ἀφελόντας τὸ ὄνομα
τήν τε γυναῖκα αὐτὴν καλεῖν Γραῖαν
καὶ ἀνὰ χρόνον τὴν πόλιν: διαμεῖναί
τε τὸ ὄνομα ἐς τοσοῦτον ὡς καὶ Ὅμηρον
ἐν καταλόγῳ ποιῆσαι».
Αργότερα, κατά τη
Βυζαντινή περίοδο (330 μ.Χ. – 1453 μ.Χ.),
οι Έλληνες
της Aνατολικής Pωμαϊκής Aυτοκρατορίας
αποκαλούνταν: «Pωμαίοι», όθεν και η
μετέπειτα ονομασία: «Ρωμιοί της πόλης».
Παράλληλα με τον προσδιορισμό «Pωμαίοι»,
χρησιμοποιείται σε περιορισμένη
έκταση και το «Γραικοί»,
με τη σημασία του ελληνορθόδοξου,
ενώ η ονομασία «Έλληνες»
είχε ήδη αποκτήσει καθαρά θρησκευτικό
περιεχόμενο και ταυτιζόταν με την έννοια
του ειδωλολάτρη
του πολυθεϊστή, του
ασεβή.
Κατά την Οθωμανική περίοδο (1453 μ.Χ. – 1821 μ.Χ.), η ονομασία «Ρωμιός» είχε χάσει την αίγλη του Ρωμαίου υπηκόου και είχε αποκτήσει την έννοια του πονηρού, του ξύπνιου.
Κατά τη Νεότερη
ή σύγχρονη Ελλάδα (1821 μ.Χ. - ), αφού ο
Χριστιανισμός έπαψε να απειλείται από
τις παγανιστικές θρησκείες,
ο προσδιορισμός «Έλληνες» επανήλθε ως
δηλωτική τού έθνους, μετά
την αναγνώρισή της Ελλάδας ως επίσημο
κράτος, καθώς έπρεπε να υπάρχει μία
ταυτότητα, προκειμένου να ταυτίσουν
την αρχαιότητα με το νεοσύστατο κράτος.
Ο προσδιορισμός «Έλληνας»
άρχισε να χρησιμοποιείται δειλά –
δειλά, δηλώνοντας την καταγωγή.
Όπως διαπιστώνουμε
από τις γραπτές καταγραφές και μαρτυρίες
τόσων ιστορικών, ποιητών,
περιηγητών,
γεωγράφων, λογογράφων, ρητόρων, φιλοσόφων,
επιστημόνων, χαρτογράφων, μαθηματικών,
συγγραφέων, γραμματικών, μυθογράφων
κλπ, οι Γραικοί προϋπήρχαν των Ελλήνων,
ενώ υπάρχει
μια επικράτηση του ονόματος «Έλληνες»,
πάνω στα υπόλοιπα ελληνόγλωσσα φύλα,
που ενδεχομένως να συνδέεται με την
«Αμφικτυονία των Δελφών», δηλαδή την
ένωση των ελληνικών πόλεων γύρω από το
Δελφικό ιερό. Ως γνωστόν, το όνομα των
«Δελφών» προέρχεται από κοινή ρίζα με
τις λέξεις: δελφύς (μήτρα), δελφίς,
αδελφός, ενώ η χρήση του στον πληθυντικό
(Δελφοί), σημαίνει ένωση αδελφικών
(συγγενικών) φύλων. Η
καθιέρωση της ονομασίας
«Έλληνες» έλαβε
χώρα μέσα από τους θεσμούς που ένωναν
ή χαρακτήριζαν όλους τους κατοίκους
της Ελλάδας. Όπως, μέσα από τα κοινά ιερά
(Δελφών και Oλυμπίας), τους Πανελλήνιους
Αγώνες, τους Ολυμπιακούς
Αγώνες, τη χρήση της ελληνικής γλώσσας,
τις κοινές απειλές, τα
εθνικά, πολιτιστικά, ιερά, ηθικά, μορφωτικά
χαρακτηριστικά, που ξεχώριζαν τους
Έλληνες, ως ενιαίο εθνικό σύνολο, από
άλλα έθνη, όπως ήταν οι λεγόμενοι
βάρβαροι.
Ο μύθος του Δευκαλίων
και της Πύρρας είναι η βάση πάνω στην
οποία χτίστηκε η ελληνική μυθολογία. Ο
Δευκαλίων
ήταν γιος του Προμηθέα (αδελφός του
Άτλαντα και απόγονος των Τιτάνων και
Ατλάντων). Η
Πύρρα ήταν κόρη
του Επιμηθέα (αδερφός του Άτλαντα) και
της Πανδώρας (της
γυναίκας
που άνοιξε το κουτί που έκρυβε μέσα τα
κακά της ανθρωπότητας). Από την ένωση
της Πύρρα
με τον
Δευκαλίων εκτός από τον Έλληνα (κατά
άλλους ο Έλληνας γεννήθηκε από την ένωση
της Πύρρα με τον Δία), γεννήθηκε
ο Αμφικτύονας, η Πρωτογένεια, η
Πανδώρα η νεότερη και η Νύμφη Θυία
ή Αιθυία. Από την ένωση της Πανδώρας με
τον Δία, γεννήθηκε ο Γραικός, από
τον οποίο προέρχονται οι Γραικοί.
Από την ένωση της Θυίας με τον Δία,
γεννήθηκαν ο Μακεδών, από τον οποίο
προέρχονται οι Μακεδόνες και ο
Μάγνητας, από όπου προέρχονται
οι Μάγνητες. Ο
‘Έλλην ήταν πατέρας του Αιόλου,
του Ξούθου και του Δώρου και η
γυναίκα του και μητέρα όλων των Ελλήνων,
ήταν η νύμφη Ορσηίδα.
Σύμφωνα με τον μύθο,
ο Δίας είχε εξοργιστεί με την αδικία,
τη βία και την ανηθικότητα που επικρατούσε
στη Γη και αποφάσισε να καταστρέψει όλη
τη διεφθαρμένη γενιά των ανθρώπων, με
έναν κατακλυσμό, εξαιρώντας τον δίκαιο
Βασιλέα Δευκαλίων και τη γυναίκα του
την Πύρρα.
Τότε ο Τιτάνας
Προμηθέας συμβούλεψε τον Δευκαλίων, να
κατασκευάσει μια λάρνακα (κιβωτό) για
να σωθεί. Όπως κι έγινε. Όταν άρχισε να
βρέχει, ο Δευκαλίων μαζί με τη γυναίκα
του την Πύρρα κλείστηκαν μέσα στη
λάρνακα, πλέοντας στα νερά για εννιά
μερόνυχτα. Τη δέκατη μέρα, η βροχή
σταμάτησε και το πλοίο προσάραξε στο
πιο ψηλό σημείο του Παρνασσού, στην
αρχαία Λυκώρεια, τη σημερινή Λιάκουρα,
που είναι άμεσα συνδεδεμένη με την
ελληνική ιστορία και μυθολογία, κυρίως
για το Μαντείο των Δελφών (κατά άλλους,
η λάρνακα προσάραξε στην Όθρη ή στον
Άθω ή στη Δωδώνη). Τότε, ο Δευκαλίων και
η Πύρρα βγήκαν από τη λάρνακα κι έκαναν
θυσία στον Φύξιο Δία (προστάτη των
φυγάδων) για να τον ευχαριστήσουν για
τη σωτηρία τους. Ο Θεός δέχθηκε καλόκαρδα
την προσφορά τους και έστειλε τον
αγγελιοφόρο του Ερμή να τους πει, να του
ζητήσουν όποια χάρη θέλουν. Ο Δευκαλίων
και η Πύρρα ζήτησαν από τον Θεό, ανθρώπους.
Τότε, ο Δίας τους είπε με τη μορφή χρησμού
ότι «πρέπει να ρίξουν πίσω από την πλάτη
τους, τα οστά της μητέρας τους». Αν
κατανοούσαν τον χρησμό, θα μπορούσαν
να δημιουργήσουν ξανά την ανθρωπότητα.
Ο Δευκαλίων και η Πύρρα κατάλαβαν ότι
τα οστά ήταν στην πραγματικότητα, οι
πέτρες που ήταν η ραχοκοκαλιά της μητέρας
Γης. Έτσι, καθώς άρχισαν να περπατούν,
έπαιρναν πέτρες από τη γη και τις έριχναν
πίσω τους, χωρίς να γυρίσουν να κοιτάξουν.
Για κάθε πέτρα που έριχνε ο Δευκαλίων,
γεννιόταν ένας άντρας και για κάθε πέτρα
της Πύρρας, μια γυναίκα. Με την πρώτη
πέτρα γεννήθηκε ο Έλλην, ο γενάρχης του
ελληνικού γένους.
Έτσι έγινε ένας νέος
λαός, από τα λιθάρια της γης. Ο κόσμος
που γεννήθηκε ονομάστηκε «λαός», από
τη λέξη «λάας».
Η αρχαία λέξη
«Λας» (πελασγικής προέλευσης), αρχικά
σήμαινε το ουράνιο, το πνευματικό, ενώ
στην εξέλιξή της
(ομηρικά ελληνικά),
σήμαινε τον λίθο, την πέτρα. Σήμερα,
εξακολουθούμε
να χρησιμοποιούμε τη λέξη ως συνθετικό,
στη λέξη λατομείο (λατομεῖον
< λατόμος, λατόμος < λᾶας, λίθος +
τέμνω). Αξίζει
να αναφέρουμε ότι, στη
Χριστιανική θρησκεία ο Χριστός μετονόμασε
τον πρώτο των μαθητών του, από Σίμωνα
σε Πέτρο, λέγοντας ότι: «σε αυτόν τον
λίθο θα οικοδομήσω την εκκλησία μου».
Η λέξη «Έλλην»
συντίθεται από το «Ελ» και το «λην».
«Ελ» (ή «Ήλ») είναι
αυτό που αντλεί ή δέχεται φως και με τη
σειρά του το διαχέει (αιολική
διάλεκτο).
Σχηματικά το σύμβολο (γράμμα) «Λ» μοιάζει
να απεικονίζει, εκπομπή από ψηλά, από
ένα συγκεκριμένο σημείο, η οποία καταλήγει
κάτω, σε μία συγκεκριμένη και ορισμένη
περιοχή. Ενώ, το αρχαίο ελληνικό σύμβολο
(γράμμα) «Ε» (δύο «Λ» εφαπτόμενα) σχηματικά
μοιάζει με προβολή σήματος σε οριζόντια
κατεύθυνση. Το
«λην», είναι απαρέμφατο του ρήματος
«λάω» (αρχαία
δωρική διάλεκτο), που
σημαίνει βλέπω, κοιτάζω,
παρατηρώ.
Συνεπώς, «Έλ – λην»
θα μπορούσε να αποδοθεί ως: «αυτός που
αντιλαμβάνεται το Φως», ή «αυτός που
ζει σύμφωνα με τους νόμους του Φωτός».
Ενώ, «Ελ –λας» θα μπορούσε να αποδοθεί
ως: «η πέτρα του Φωτός» ή «ο τόπος των
θεών». Ως εκ τούτου, μεταφορικά ο
προσδιορισμός «Έλληνας» θα μπορούσε
να αποδοθεί ως: «το υλικό σώμα, που
κατοικεί το Φως».
Κατά άλλους, το νόημά
της λέξης «Έλλην» να προέκυψε από τη
ρίζα «fελ», του ρήματος «είλω» και
«ειλέω», που δηλώνει μεταξύ άλλων,
συμπίεση, συσσώρευση, περιστροφή,
συγκέντρωση. Από το ίδιο ρήμα προέρχεται
η λέξη «ελλεδανός», που σημαίνει δεσμός
και στη συγκεκριμένη περίπτωση, ως
συνθετικό θα μπορούσε να παραπέμπει σε
κάθε κοινό δεσμό αδελφών πόλεων,
συγκεντρωμένο γύρω από τη μητρική γη
(Δελφούς).
Η λέξη «Γραικός»
προήλθε από τη σύντμηση της λέξης
«γραϊκός» που σημαίνει αυτός που μοιάζει
με γριά (γραυς, γραία). Η λέξη «γραία»
είναι θηλυκό της λέξης «γέρων». Η λέξη
«γραίος» (στην ιωνική διάλεκτο «γρήϊος»)
σημαίνει παλαιός. Συγγενικό του «γραίος»
είναι το «γεραίος» (γηρασμένος), γέρων,
γήρας. Δηλαδή, κατά μια έννοια, «Γραικοί»
είναι οι παλιοί, οι διδαγμένοι.
Και εφόσον οι Γραικοί
προϋπήρχαν των Ελλήνων, κατ’ ακολουθίαν,
θα μπορούσε να ειπωθεί ότι: «Έλληνες
είναι οι διδαγμένοι Γραικοί».
Ετυμολογικά, η
ονομασία «Γραικός» σχετίζεται με την
έννοια του «ρα(γ)ιά», «αυτού που
συμπεριφέρεται
με δουλοπρέπεια στους ξένους», «αυτού
που δεν έχει εθνική αξιοπρέπεια»,
προσδίδοντας μία απαξιωτική σημασία.
Κάποιοι υποστηρίζουν
ότι τα φύλα
της Ιταλίας εξαιτίας της επαφής που
είχαν με την Ήπειρο, γνώρισαν τους
Γραικούς και αποκαλούσαν έτσι όλους
τους Έλληνες, ενώ άλλοι υποστηρίζουν
ότι το φύλο των Γραικών ενδεχομένως να
μετανάστευσε στη Βοιωτία, από όπου
μετακινήθηκε και ίδρυσε την αποικία
Κύμη στη Νότια Ιταλία, τον 8ο
αιώνα π.Χ. Οι
Γραικοί, είτε απευθείας από την περιοχή
της Ηπείρου, είτε ως κάτοικοι της Γραίας
στην Εύβοια και μετέπειτα της ευβοϊκής
αποικίας Κύμης στην Κάτω Ιταλία,
έγιναν γνωστοί
στους γηγενείς
της Ιταλίας,
ως «Graeci»,
γενικεύοντας
κατά αυτόν τον τρόπο την
ονομασία τους. Αργότερα, ο προσδιορισμός
αυτός εξαπλώθηκε σε όλες τις γλώσσες
τις Δυτικής Ευρώπης, όπως στην αγγλική
ως «Greeks» (στη γαλλική Grecs, στη γερμανική
Griechen, στην ιταλική Greci, στην ισπανική
Griegos, στη Σουηδική Grekisk
κλπ). Ως εκ τούτου, ο προσδιορισμός της
ονομασίας της Ελλάδας, ως «Greece»
στην αγγλική γλώσσα (Grecia
στη γαλλική γλώσσα, Griechenland
στη γερμανική γλώσσα, Grecko
στην ιταλική γλώσσα, Greeka στην ισπανική
γλώσσα, Grekland στη Σουηδική γλώσσα κλπ)
προέρχεται από την αρχική ονομασία
«Graeci» (στα λατινικά), αλλά η ονομασία
«Γραικός», «Γραικοί» δεν είναι λατινογενής,
αλλά ελληνικής προέλευσης.
Ωστόσο, στην Κίνα
δεν αποκαλούν την Ελλάδα με την ονομασία
«Greece».
Η κινεζική
γλώσσα είναι από τις ελάχιστες που το
όνομα της Ελλάδας προέρχεται από την
Ελληνική λέξη «Ελλάς».
Αναλυτικότερα, οι
Κινέζοι προκειμένου
να αποδώσουν
στη γλώσσα τους τη χώρα μας, χρησιμοποίησαν
δυο ιδεογράμματα, τα οποία επέλεξαν,
βάσει προφοράς. Πήραν το ιδεόγραμμα που
προφέρεται «σι» και που σημαίνει
«ελπίδα» και
το ιδεόγραμμα που
προφέρεται «λα», που αντιστοιχεί
στον
μήνα
«Δεκέμβριο»,
στο παραδοσιακό κινεζικό ημερολόγιο.
Τα ένωσαν,
δημιουργώντας τη λέξη «Σιλά», με την
οποία προσδιορίζουν την ονομασία
«Ελλάς». Επιπροσθέτως, η ένωση αυτών
των δύο ιδεογραμμάτων σημαίνει: «ο άλλος
μεγάλος
πολιτισμός».
Προφανώς, «ο ένας μεγάλος πολιτισμός»
είναι ο δικός τους, ο κινεζικός και ο
άλλος ο ελληνικός. Ως γνωστόν, οι
δυο πολιτισμοί ήρθαν σε επαφή, επί Μεγάλου
Αλεξάνδρου, όταν κατέκτησε τη σημερινή
δυτική Κίνα.
Πολλές φορές, τόσο στην Ελλάδα, όσο και σε ολόκληρο τον κόσμο, χρησιμοποιείται η λέξη «Hellas», ως δηλωτικό της Ελλάδας. Από πού εξάγεται η λέξη «Hellas»; Από τη λέξη «Ελλάς»;
Σαφέστατα όχι.
Διότι το αγγλικό
γράμμα «H»
(προφέρεται ως απαλό «χ»)
δεν ενέχει κανένα λόγο, σκοπό και ουσία
(ή μήπως όχι;)
να εισαχθεί
ως πρόθεμα στην αγγλική λέξη που όφειλε
να προσδιορίζει την Ελλάδα, τη λέξη
«Ellas».
Όπως ακριβώς συμβαίνει και με τόσες
άλλες λέξεις στην αγγλική γλώσσα, λόγου
χάρη, «elephant»
(ελέφαντας), «ellipsis»
(έλλειψη), «elastic»
(ελαστικό), «elastomeric»
(ελαστομερές) κλπ. Όπως ακριβώς συμβαίνει
και στην ιθαγενή γλώσσα του Μεξικού,
τη νάουατλ, τη γλώσσα των Αζτέκων, όπου
η Ελλάς αποδίδεται ως «Ellincan».
Κι όμως.
Αν το αγγλικό πρόθεμα
«H»,
εισαχθεί στη
λέξη «Ellas»
(Ελλάς), εξάγεται η λέξη «Hellas».
Όπου, «Hell»
η κόλαση και ως εκ τούτου, «Hell
as»
η «κόλαση σαν» ή «σαν κόλαση» ή «χώρα
της κόλασης».
Να λοιπόν, πως μας
γνωρίζει ο υπόλοιπος κόσμος.
Κι αυτό διότι, ως
κράτος, ως έθνος, ποτέ μας δεν
αυτοπροσδιοριστήκαμε. Ποτέ δεν μας
απασχόλησε, όχι μόνο το πως
θα θέλαμε να μας γνωρίζει ο κόσμος, αλλά
ούτε και στην απλοποιημένη έκφραση του
positioning,
που αναφέραμε στον πρόλογο, το πως
νομίζουμε ότι μας γνωρίζει ο κόσμος. Ως
χώρα, έχουμε απαξιώσει τη βαρύτητα αυτών
των ερωτήσεων και έχουμε επαναπαυτεί
στην ελαφρότητα της βεβαιότητας της
κατάφασης: «μας γνωρίζουν, όπως θέλουν»
(ετεροπροσδιορισμός). Το αντίθετο της
σκοπιανής προπαγάνδας, όπου η επικοινωνιακή
τους πολιτική, εδώ και χρόνια, σφυρηλατείται
στο άλλο άκρο και από την αμφιβολία των
άνωθεν ερωτήσεων και τη ραθυμία της
δικής μας κατάφασης, υιοθετεί σε κάθε
επίπεδο, την προσταγή: «Θα μας μάθετε,
όπως θέλουμε… κι ας λέει ό,τι θέλει η
Συμφωνία των Πρεσπών». Κι ας μην ενυπάρχει
στο σημείο, που θα στηριχτεί η εικόνα
τους, προφανή αλήθεια (ιστορία, αποδείξεις,
μαρτυρίες, γραπτές καταγραφές κλπ).
Στον αντίποδα, ο
ελληνικός πολιτισμός που βρίθει από
προφανή αλήθεια.
Ανά τους αιώνες,
επιγράμματα,
έπη, γραπτές καταγραφές, αναφορές και
μαρτυρίες τόσων ιστορικών, ποιητών,
περιηγητών,
γεωγράφων, λογογράφων, ρητόρων, φιλοσόφων,
επιστημόνων, χαρτογράφων, μαθηματικών,
συγγραφέων, γραμματικών, μυθογράφων
κλπ, όπως ο Όμηρος,
ο Ησίοδος, ο
Αρχίλοχος,
ο Σιμωνίδης
ο Κείος, ο Αισχύλος, ο Ελλάνικος,
ο Ηρόδοτος,
ο Θουκυδίδης,
ο Ισοκράτης,
ο Αριστοτέλης,
ο Δικαίαρχος,
ο Απολλώνιος
ο Ρόδιος, ο Απολλόδωρος,
ο Στράβων, ο
Αρριανός, ο
Παυσανίας,
ο Λουκιανός,
ο Πίνδαρος κλπ, εξιστορούν και αποδεικνύουν
την καταγωγή των ελληνικών φύλων,
καταρρίπτοντας και βάζοντας ταφόπλακα
στις θεωρίες, περί καταγωγής των Ελλήνων
από την ανύπαρκτη ινδοευρωπαϊκή φυλή,
που υποστηρίζει ότι οι Έλληνες έφτασαν
στον Ελλαδικό χώρο
ως μετανάστες,
από την Κεντρική Ασία. Μια θεωρία, που
ουδέποτε οι επιστήμονες κατάφεραν να
βρουν την κοιτίδα της ινδοευρωπαϊκής
γλώσσας, αλλά και τον ακριβή χρόνο
εξάπλωσης των πρώτων Ινδοευρωπαίων, οι
οποίοι κάλυπταν μια τεράστια έκταση,
από την Ισλανδία ως την Ινδία. Η
θεωρία των Ινδοευρωπαίων πρωτοεκφράστηκε
το 1786, από κάποιον Άγγλο, ονόματι William
Jones, που εμφανίστηκε από το πουθενά και
από το τίποτα, 20 αιώνες και πλέον, έπειτα
από τους δικούς μας ‘Έλληνες φιλοσόφους,
επιστήμονες, μαθηματικούς, ιστορικούς,
χαρτογράφους, γεωγράφους, ρήτορες,
γραμματικούς, διδασκάλους κλπ, με σκοπό
να μας αλλάξει και να μάθει σε εμάς τους
Έλληνες, με την πλουσιότερη και
πολυτιμότερη πολιτιστική κληρονομία
που έχει υπάρξει ποτέ στην ανθρωπότητα,
ανά τους αιώνες, εκ νέου την ιστορία
μας. Δίχως επιχειρήματα, δίχως αποδείξεις,
δίχως να έχει ανακαλύφθηκε ποτέ ούτε
μία πόλη αυτής της ινδοευρωπαϊκής φυλής,
δίχως να έχει βρεθεί ποτέ ούτε ένα
σκελετικό εύρημα που ανθρωπολογικά
μελετημένο να είναι πρότυπο ή τύπος
ινδοευρωπαίου, δίχως να έχει συνηγορήσει
ποτέ ουδείς αρχαίος γεωγράφος (Στράβων,
Πολύβιος, Αρριανός κλπ) αναφέροντας την
ύπαρξη μιας τέτοιας πολυπληθούς φυλής,
δίχως να έχει βρεθεί ποτέ κανένα αρχαίο
βιβλίο στο οποίο να αναφέρεται η ύπαρξη
της φυλής αυτής.
Γίνεται;
Συνεπώς, για να
τελειώνουμε μια και καλή με το άνωθεν
παραμυθάκι του κοντινού 18ου
αιώνα μ.Χ., όπως μας λέγει από τον μακρινό
4ο
αιώνα π.Χ., ο Ισοκράτης, για την «Ellas»
(κι όχι Hellas
ή Greece):
«Ὁμολογεῖται
μὲν γὰρ τὴν πόλιν ἡμῶν ἀρχαιοτάτην
εἶναι καὶ μεγίστην καὶ παρὰ πᾶσιν
ἀνθρώποις ὀνομαστοτάτην: οὕτω δὲ
καλῆς τῆς ὑποθέσεως οὔσης, ἐπὶ τοῖς
ἐχομένοις τούτων ἔτι μᾶλλον ἡμᾶς
προσήκει τιμᾶσθαι. Tαύτην γὰρ οἰκοῦμεν
οὐχ ἑτέρους ἐκβαλόντες οὐδ' ἐρήμην
καταλαβόντες οὐδ' ἐκ πολλῶν ἐθνῶν
μιγάδες συλλεγέντες, ἀλλ' οὕτω καλῶς
καὶ γνησίως γεγόναμεν, ὥστ' ἐξ ἧσπερ
ἔφυμεν, ταύτην ἔχοντες ἅπαντα τὸν
χρόνον διατελοῦμεν αὐτόχθονες ὄντες».