danimeili / pixabay |
Ο γνωστός συγγραφέας Στρατής Μυριβήλης τον Ιανουάριο του 1941 κατέθεσε τις σκέψεις του, μα προπαντός τα συναισθήματά του για το Ελληνικό έπος του ’40, με την ιδιότητα του πολεμικού ανταποκριτή της εφημερίδας «Ακρόπολη». Η φλόγα της Ελληνικής ψυχής και η ντροπαλοσύνη της Ελληνικής ευγένειας ξεγυμνώνουν την ενεργητική και την παθητική παλιανθρωπιά. Τα ηχηρά μηνύματα του Μυριβήλη παραμένουν διαχρονικά. Ακουμπούν τον καθένα μας, τις πράξεις μας, τις επιλογές μας, τα πιστεύω μας, τις αξίες μας, τα ιδανικά μας, τη ψυχή μας.
«Ο Ελληνικός λαός – η μεγάλη μάζα που αποτελεί τον όγκο της φυλής – απάντησε και απαντά με τον τρόπο που ξέρουμε. Με τον τρόπο, που βλέπει ολάκερος ο πληθυσμός της Γης και στέκεται και απορεί. Η απάντηση είναι αυτό που κάνουν οι μικροί μας στρατιώτες στα βουνά της Αρβανιτιάς. Εκεί η φλόγα της Ελληνικής ψυχής περνά σαν ποτάμι φωτιάς μέσα από τις χιονισμένες χαράδρες, τυλίγει με την πυρκαϊά της τα κρουσταλλιασμένα βουνά, καταργεί τον πόνο της σάρκας, το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, το όριο της αντοχής στην καρδιά, στο νου και στα νεύρα. Καταργεί ακόμα τις αναλογίες των φυσικών δυνάμεων που ανταγωνίζουνται, καταργεί τις ανάγκες του κορμιού, αγνοεί ολότελα το κορμί, και περνά, κυριαρχική και ακατανίκητη, πάνω από όλα όσα πιστεύουμε ως φυσιολογικά απαραίτητα για τον υλικό και για τον ψυχικό μας οργανισμό.
...
Πίσω απ’ αυτή τη στρατιά των φτωχών, των εξαϋλωμένων, των βασανισμένων αρχαγγέλων, στέκεται ο Ελληνικός λαός των μετόπισθεν. Οι πολιτείες, τα χωριά, οι κάμποι, τα λιμάνια, τα καράβια, τα χωράφια, τα εργαστήρια, τα εργοστάσια. Και μαζί και πάνου απ’ όλα, τα φτωχά Ελληνικά σπιτάκια. Οι εστίες οι οικογενειακές.
...
Και αυτοί οι γέροι, μαθαίνουν πως σκοτώθηκε το παλικάρι τους, πνίγουν τα δάκρυά τους, σφίγγουν τα δόντια και γράφουν στον πρωθυπουργό: «Ο γυιός μου σκοτώθηκε. Είμαι εξήντα χρονώ. Δέξου με να πολεμήσω σαν εθελοντής στη θέσι του. Πάρε και την κόρη μου να υπηρετήσει σ’ ένα νοσοκομείο τους λαβωμένους μας». Και είναι οι κοπέλλες οι ορφανές που έφαγε η βελόνα τα νυχάκια τους να κάνουν τη φτωχή προίκα τους. Και φωνάζει το ραδιόφωνο του χωριού:
Έλληνες, τα παιδιά μας στην Αρβανιτιά δεν έχουν αρκετά σκεπάσματα, δεν έχουν αρκετά μάλλινα!
Τακούει και σηκώνεται η κοπέλλα και κουβαλά στο γραφείο της κοινότητας όλη την προίκα της και λέει απλά:
Να. Πάρτε τα και στείλτε τα στα παιδιά...
Και μιαν άλλη, έχει όλα της τα χρυσαφικά, τριάντα χιλιάδων δραχμών πατρογονικά κειμήλια. Και τα παίρνει μέσα στην ποδιά της και πάει και τα παραδίνει:
Να. Πάρτε τα για τα παιδιά που πολεμάν.
...
Είναι καθημερινά γεγονότα αυτά, δεν είναι παραμύθια.
Ένας φαντάρος γιαλίζει τις αρβύλες του έξω από το οφθαλμοϊατρείο, πλάι στην Ακαδημία. Μια γριούλα περιμένει κάπου εκεί. Κανένα λεωφορείο θα καρτερεί ίσως. Σε κάποιο τέρμα θάναι το φτωχικό της. Φαίνεται πολύ φτωχιά από το ντύσιμο. Βλέπει το φαντάρο που γιαλίζει τάρβυλά του. Στέκεται μια στιγμή δίβουλη, είναι η ντροπαλοσύνη της Ελληνικής ευγένειας. Μια στιγμή. Και κατόπι βγάζει από τον κόρφο της ένα μαντύλι. Το μαντύλι έχει σε μιαν άκρη του ένα κόμπο. Εκεί μέσα είναι σφιχτά δεμένο το αντίτιμο του εισητηρίου για το λεωφορία, για το τραμ.
Η γρηούλα ξελύνει προσεχτικά τον κόμπο, βγάζει από μέσα ένα δίδραχμο. Πηγαίνει με μικρά φοβισμένα βήματα κοριτσιού και τακουμπά στο κασελάκι του λούστρου. Ο λούστρος την κυτάζει ερωτηματικά: Δείχνει με το δάχτυλό της το στρατιώτη.
Για το παιδί... λέει σιγά, ντροπαλά, και φεύγει γρήγορα.
Φεύγει και πηγαίνει με τα γέρικα ποδαράκια της ως το τέρμα.
Είναι πράξεις αυτές, δεν είναι ιστορίες. Πράξεις και περιστατικά καθημερινά, συνηθισμένα, αμέτρητα, που γίνουνται σ’ όλη την Ελλάδα, σ’ όλα τα χωριά, σ’ όλους τους δρόμους, σ’ όλα τα σπίτια όπου εκφράζεται η Ελληνική ψυχή. Έτσι, αυθόρμητα εκφράζεται, χωρίς να ενδιαφέρεται για τον ιστορικό της, χωρίς να στέκεται να μετράει την αξία της κάθε χειρονομίας της.
...
Αντίκρυ σ’ αυτό το θαύμα είμαστε υποχρεωμένοι να πάρουμε θέση εμείς οι άλλοι, που αποτελούμε την τάξη που ηγείται με τη μόρφωση της, με το νου της ή με τα οικονομικά και τα κοινωνικά της κεφάλαια. Εδώ κανένας μας δεν μπορεί να ξεφύγει.
Τι παριστάνεις, κύριε, τόσα χρόνια μέσα στην Ελλάδα; Μας φωνάζεις πως έχεις ιδέες; Εμπρός. Κύρωσέ τις με τις πράξεις σου. Είσαι ο κριτής των γεγονότων, είσαι ο τιμητής των άλλων, είσαι ο αλτρουϊστής, ο πατριώτης, ο ανθρωπιστής, ο φίλος του λαού σου, ο ηγέτης του, ο εκπρόσωπός του ο πνευματικός; Δε μπορείς να ξεφύγεις από την πράξη. Εδώ είναι η Ελλάδα που ο αγώνας της πήρε από την πρώτη στιγμή την έκταση πανανθρώπινης αξίας αγώνα. Αν είσαι Έλληνας, δείξε μου τι προσφέρεις στην Ελλάδα. Αν είσαι ανθρωπιστής, δείξε μας τι είσαι άξιος να κάνεις για τον άνθρωπο, πέρα από τα λόγια.
«Τι θα κάνεις», θα πει τι θ α σ τ ε ρ η θ ε ί ς από τις αμέτρητες μικρές και μεγάλες αυτοϊκανοποιήσεις σου, για να κάνεις το μερίδιό σου στον πόλεμο. Τι πρόκειτε να προσφέρεις από την άνεσί σου, από την τροφή σου, από το χουζούρι σου, από τις οικονομικές απολαυές σου, από τις ιδεολογικές αυταρέσκειές σου. Καιρός του ποιείν. Τι πρόκειτε να κάνουμε;
…
Από το προσκήνιο σκύβουν απάνω μας και μας παρακολουθούν οι πρωταγωνιστές. Ο φαντάρος που τούκοψαν τόνα πόδι και λέει στο γιατρό: - Δεν πειράζει. Ένα πόδι για την Ελλάδα, δεν είναι τίποτα σπουδαίο. Χίλια νάχα θα τάδινα!
Ο πατέρας του σκοτωμένου που γυρεύει να υπηρετήσει στην πρώτη γραμμή.
Η ορφανή που δίνει την προίκα της ολάκερη.
Η υπηρέτρια που δίνει πίσω το χιλιάρικο της πρωτοχρονιάς της.
Η γρηούλα που καταθέτει το ανυπολόγιστο δίφραγκο του εισιτηρίου της πάνω στο κασελάκι του λούστρου.
Εμείς οι πολυτάλαντοι της Ιδέας, εμείς οι επαγγελματίες της καρδιάς, εμείς οι κάτοχοι του μεγάλου και του μικρού χρηματικού πλούτου, τι πρόκειται να κάνουμε για να μην γίνουμε λιώμα κάτω από το ηθικό βάρος αυτών των καταπληκτικών πράξεων του λαού;
Γιατί στόνομα του λαού αυτού μιλάμε, όσοι κάνουμε ιδέες. Αλλά και γιατί όλοι μας, σοφοί και άσοφοι, φτωχοί και πλούσιοι, αστοί και καλλιτέχνες και διανοούμενοι, αυτή τη στιγμή, ότι έχουμε και θεωρούμε για δικό μας, για χαρά και για δικαίωση της ζωής μας, τη σοφία μας, την οικογένειά μας, το ταλέντο μας, την περιουσία μας, την υγεία μας, τον έρωτά μας, την ασφάλειά μας, τη λεφτεριά μας και την αξιοπρέπειά μας, όλα, τάχουμε ακόμα δικά μας και τα χαιρόμαστε μόνο και μόνο, γιατί ο Ελληνικός λαός είναι τέτοιος που τον είδαμε να είναι, πολεμά έτσι που τον είδαμε να πολεμά, είναι υπέροχος όσο κανένας μας δεν ήξαιρε πόσο είναι υπέροχος. Χρειαζότανε μια τέτοια ηφαιστειακή έκρηξι για να γνωρίσουμε το λαό μας.
...
Σήμερα για να είναι κανένας στο ύψος της Ελλάδας, δεν μπορεί νάναι έξω από το φοβερό κύκλο της φωτιάς, που καίγει την καρδιά της.
Σήμερα είναι κανένας Έλληνας ή παλιάνθρωπος.
Δυστυχώς δεν υπάρχει μέση κατάσταση.
Παλιάνθρωπος δε δεν είναι μόνο όποιος έχει την αθλιότητα στις σημερινές περιστάσεις να φλυαρεί αστόχαστα, να μαζεύει τα λεφτά του, να κάνει κριτική, ή να σκορπίζει γύρω τα σταγονίδια της ανανδρίας του σα μικρόβια αμφιβολίας και απιστίας. Υπάρχει ενεργητική παλιανθρωπιά, υπάρχει και παθητική παλιανθρωπιά.
Παλιάνθρωπος είναι και εκείνος που ζει στην Ελλάδα, προστατεύεται η ύπαρξή του από την Ελλάδα και δεν προσφέρει τίποτα για την Ελλάδα, που πολεμά τον υπέρ πάντων αγώνα της»
Μαργέλης Κωνσταντίνος
Λευκάδα, 24 Οκτωβρίου 2019