ivabalk / pixabay |
Η σχεδιαζόμενη απολιγνιτοποίηση της πατρίδας μας έως το 2028, συνοδεύτηκε από την κυβερνητική εξαγγελία για την κάλυψη του 35% των ενεργειακών μας αναγκών από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας ΑΠΕ (εκτός των υδροηλεκτρικών) έως το 2030. Φέτος οι ΑΠΕ αναμένεται να καλύψουν το 20% περίπου του εθνικού ενεργειακού μίγματος και ο λιγνίτης το 29% περίπου. Επομένως, οι ΑΠΕ αναμένεται να αντικαταστήσουν το 15% των λιγνιτικών μονάδων. Λογικά, ο προγραμματισμός για την αντικατάσταση του υπόλοιπου 14% περιλαμβάνει την επιπλέον χρήση εισαγόμενου φυσικού αερίου. Αυτό σημαίνει ότι θα χρειαστεί να εισαχθούν επιπλέον 2 δις. κυβικά μέτρα περίπου φυσικού αερίου, το οποίο ισοδυναμεί σε 500 εκατ. ευρώ ετήσιας εκροής εθνικού εισοδήματος, με βάση την φετινή μέση τιμή των περίπου 2,50 ευρώ το κυβικό. Αν όμως, λάβουμε υπόψη την μέση τιμή της τελευταίας πενταετίας τότε η εκροή αυξάνεται περισσότερο.
Μαργέλης Κωνσταντίνος
Το συγκρίσιμο μέγεθος αύξησης του κόστους χρήσης των λιγνιτικών μονάδων λόγω της αγοράς δικαιωμάτων διοξειδίου του άνθρακα, υπολογίζεται ότι θα έφτανε στα 250 εκατ. ευρώ ετησίως και το συνολικό ετήσιο κόστος στα 500 εκατ. ευρώ, καθώς επίσημες εκτιμήσεις αναφέρουν ότι έως το 2030 το κόστος εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα CO2 προβλέπεται να διπλασιαστεί. Επιπλέον, θα πρέπει να συνεκτιμηθεί μία σειρά παραγόντων, όπως: α) Τα έξοδα κατασκευής νέων μονάδων χρήσης φυσικού αερίου ή και το κόστος μετατροπής υφιστάμενων μονάδων καύσης λιγνίτη σε καύσης φυσικού αερίου. β) Τη δυνατότητα σημαντικής μείωσης του κόστους αγοράς δικαιωμάτων CO2 με την χρήση νέων τεχνολογιών οι οποίες έχουν πρόσφατα αναπτυχθεί και επιτρέπουν την ελάττωση ή και τον μηδενισμό των εκπομπών CO2. γ) Τα έσοδα που επιστρέφουν στο κράτος από φόρους εισοδήματος, από ΦΠΑ και από ασφαλιστικές εισφορές, καθώς η λειτουργία της εξόρυξης και της μεταφοράς του λιγνίτη για καύση αποτελεί βασική μεταλλευτική δραστηριότητα, συμβάλει στην αύξηση του εγχώριου ΑΕΠ και απασχολεί αρκετό προσωπικό. δ) Την αρνητική οικονομική επίπτωση που υφίσταται η ΔΕΗ εξαιτίας τυχόν κακής διαχείρισης των λιγνιτικών μονάδων, που πηγάζουν από τις εκάστοτε κυβερνητικές επιλογές.
Σε μία δε εποχή που η Μέση Ανατολή βρίσκεται σε αναβρασμό, η κυβέρνηση μάλλον έχει υποεκτιμήσει τις επιπτώσεις από μία ενδεχόμενη ανωμαλία στη διαθεσιμότητα του προϊόντος. Σε αυτή την εκδοχή η πατρίδα μας θα επηρεαστεί επικίνδυνα, τόσο από την άνοδο της τιμής του φυσικού αερίου, όσο και από τη δυσκολία εξασφάλισης των απαραίτητων ποσοτήτων για την κάλυψη των ενεργειακών μας αναγκών, τη στιγμή που η εξάρτησή μας από τη συγκεκριμένη πηγή ενέργειας θα έχει φτάσει περίπου στο 45% των αναγκών μας. Ενώ λοιπόν, οι ευρωπαϊκές χώρες, η ΗΠΑ, η Κίνα, η Ινδία προγραμματίζουν να μειώσουν το ενεργειακό τους δέσιμο από εισαγόμενους πόρους, εμείς φτιάχνουμε με περηφάνια ένα πλάνο μεγέθυνσης της εξάρτησή μας. Ειδικά τη στιγμή που ένα μέρος του υφιστάμενου δημοσιονομικού προβλήματος της πατρίδας μας οφείλεται και στις επιπτώσεις από τη χρόνια εξάρτησή μας από εισαγόμενους ενεργειακούς πόρους. Αντίθετα, ο λιγνίτης αποτελεί καύσιμο στρατηγικής και εθνικής σημασίας, καθώς διαθέτουμε από τα υψηλότερα αποθέματα στην Ευρώπη, ενώ το κόστος εξόρυξής του είναι χαμηλό και ελέγξιμο.
Παράλληλα, η μέχρι σήμερα προβλεπόμενη ενεργειακή διασύνδεση των νησιών έχει ως στόχο την κάλυψη των ενεργειακών τους αναγκών από την ηπειρωτική χώρα, ενώ σύμφωνα με μελέτες του Μετσόβιου Πολυτεχνείου από το 2006-2007 και με τα τεχνικά δεδομένα εκείνης της εποχής, το αιολικό δυναμικό των νησιών του Αιγαίου θα μπορούσε να αντικαταστήσει τους λιγνιτικούς σταθμούς και επομένως να παρέχουν τα νησιά ρεύμα στην ηπειρωτική χώρα και όχι το αντίθετο. Σύμφωνα δε με τα σημερινά δεδομένα οι δυνατότητες έχουν αυξηθεί κατά πολύ, ενώ αν προστεθεί και το ηλιακό δυναμικό τότε αυτές μεγαλώνουν ακόμα περισσότερο. Αν συνυπολογίσουμε το αιολικό και ηλιακό δυναμικό της ηπειρωτικής Ελλάδας, καθώς και το αναξιοποίητο υδροδυναμικό της, τότε η χώρα μας θα μπορούσε να μεγιστοποιήσει τον βαθμό απεξάρτησής της από εισαγόμενους πόρους. Άλλωστε η ραγδαία τεχνολογική εξέλιξη των τελευταίων ετών έχουν πλέον καταστήσει τις ΑΠΕ τον πιο οικονομικό τρόπο παραγωγής ενέργειας.
Πρόσφατα, ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της μεγαλύτερης εταιρείας παραγωγής ενέργειας από ΑΠΕ στην Ελλάδα «ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ ΑΕ», κύριος Γεώργιος Περιστέρης, τόνισε από το βήμα του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας: «Στον τομέα της ενέργειας, η άποψή μας εδώ και χρόνια, είναι ότι για λόγους εθνικούς, οικονομικούς και κοινωνικούς θα πρέπει να αξιοποιηθούν με τον βέλτιστο τρόπο οι εγχώριες ενεργειακές πηγές. Ποια είναι τα εγχώρια «καύσιμα» μας; Τι διαθέτει η χώρα; Διαθέτει άνεμο κι ήλιο, δηλαδή Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, νερά και λιγνίτη. Με δεδομένο ότι ελήφθη από την Κυβέρνηση η σωστή απόφαση για σταδιακή απόσυρση του λιγνίτη τα επόμενα χρόνια, καθίσταται επιτακτική η ανάγκη να στραφούμε μαζικά στις άλλες εγχώριες ενεργειακές πηγές, δηλαδή στις ΑΠΕ. Και με χαρά βλέπω και τη νέα κυβέρνηση να υποστηρίζει την ενίσχυση των ΑΠΕ και της καθαρής ενέργειας. Ας διευκρινίσουμε, όμως, κάτι για να είμαστε σαφείς. Πραγματικά καθαρή ενέργεια είναι μόνο η ενέργεια από ΑΠΕ. Δεν έχει νόημα να καταργήσουμε τον λιγνίτη επειδή ρυπαίνει και να τον αντικαταστήσουμε με εισαγόμενα καύσιμα σαν το φυσικό αέριο, απλά επειδή ρυπαίνουν λιγότερο. Πράγματι, το φυσικό αέριο ρυπαίνει λιγότερο από τον λιγνίτη και είναι χρήσιμο για λόγους ισορροπίας κι ευστάθειας του συστήματος για ένα μεταβατικό διάστημα. Κι εμείς ως ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ έχουμε έγκαιρα ανταποκριθεί και σε αυτή την πρόκληση μέσω της ολοκλήρωσης της διαδικασίας έκδοσης Άδειας Παραγωγής για μια νέα υπερσύγχρονη μονάδα συνδυασμένου κύκλου 670 MW στην περιοχή της Κομοτηνής. Αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι και το φυσικό αέριο εκπέμπει ρύπους, πέρα από το γεγονός ότι είναι εισαγόμενο καύσιμο. Άρα, η χρήση του πρέπει να είναι περιορισμένη. Πραγματικά καθαρή ενέργεια είναι η ενέργεια που έχει μηδενικούς ρύπους, δηλαδή οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας και για αυτό χρειάζεται η δυναμική στήριξή τους και η μαζική στροφή σε αυτές».
Η ταχεία και πλήρης απολιγνιτοποίηση φαίνεται ότι χρήζει προσεκτικότερης μελέτης, καθώς επιδιώκεται να αντικατασταθεί σε σημαντικό βαθμό από τη χρήση εισαγόμενου φυσικού αερίου. Φυσικά, η παραμονή σε λειτουργία των παλαιών λιγνιτικών μονάδων δεν αποτελεί ενδεδειγμένη λύση. Αλλά, για λόγους επαρκούς εθνικής ασφάλειας και εξισορρόπησης του ενεργειακού συστήματος, ένα ποσοστό κάλυψης των ενεργειακών μας αναγκών από τις πιο σύγχρονες λιγνιτικές μας μονάδες, ταυτόχρονα με κάποιες μονάδες φυσικού αερίου, αλλά κυρίως μία ταχύτατη αξιοποίηση του αιολικού, του ηλιακού και του υδάτινου δυναμικού της χώρας, μάλλον φαντάζει ως πιο ενδεδειγμένη επιλογή. Με τους ρυθμούς δε που εξελίσσεται η τεχνολογία αποθήκευσης ενέργειας, είναι πολύ πιθανόν μέσα στην τρέχουσα δεκαετία να δοθεί το έναυσμα για την πλήρη απεξάρτηση τόσο από το λιγνίτη όσο και από το φυσικό αέριο.
Λευκάδα, 1 Νοεμβρίου 2019