Το 2008, η τότε κυβέρνηση είχε ανακοινώσει ότι το μεγαλύτερο μέρος των δρομολογίων εξωτερικού των Ολυμπιακών Αερογραμμών ήταν ζημιογόνο και κατά συνέπεια έπρεπε να συρρικνωθούν. Με το κόψιμο των δρομολογίων, η πραγματοποίηση μεγάλου μέρους αφίξεων και αναχωρήσεων στη ή από τη χώρα μας αντικαταστάθηκε με πτήσεις ξένων αεροπορικών εταιρειών μέσω ανταποκρίσεων σε ενδιάμεσα αεροδρόμια. Η χιλιομετρική απόσταση αυξήθηκε, το αεροπορικό κόστος το ίδιο, η πιθανότητα καθυστερήσεων επίσης, όπως και η χρονική διάρκεια της διαδρομής. Το αποτέλεσμα ήταν να απολεσθεί ένα τουριστικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, καθώς μέχρι τότε η Ολυμπιακή συνέδεε την Ελλάδα με σημαντικές τουριστικά χώρες με απευθείας πτήσεις και ταυτόχρονα με το μεγάλο πτητικό της έργο «διαφήμιζε» την Ελλάδα σε όλο τον κόσμο.
Μαργέλης Κωνσταντίνος
Το δε μέγεθος της απώλειας εθνικού εισοδήματος μόνο από τα μειωμένα έσοδα αυτής καθεαυτής της Ολυμπιακής Αεροπορίας μπορεί να γίνει αντιληπτό από το γεγονός ότι ο κύκλος εργασιών από τις διεθνείς πτήσεις κυμαινόταν περί τα 600 με 700 εκατ. ευρώ ετησίως. Τα χρήματα αυτά τα κατέβαλαν είτε ξένοι τουρίστες, κάτι που μεταφραζόταν σε εισροή νέου χρήματος-συναλλάγματος στην Ελλάδα, αφού επέλεγαν να πετάξουν με ελληνική εταιρεία την οποία και πλήρωναν, είτε από Έλληνες ταξιδιώτες που σήμαινε ότι το χρήμα που ξόδευαν για την αεροπορική μετακίνησή τους έμενε στη χώρα. Με τη συρρίκνωση του τζίρου από την περικοπή των πτήσεων χάθηκε το συνάλλαγμα των αλλοδαπών επισκεπτών και ταυτόχρονα απωλέσθηκαν εγχώριοι οικονομικοί πόροι από την εκροή συναλλάγματος από τους Έλληνες ταξιδιώτες, λόγω της αντικατάστασης πτήσεων με αυτές ξένων εταιρειών.
Σε συνδυασμό με το ξέσπασμα της διεθνούς χρηματοοικονομικής κρίσης, οι τουριστικές εισπράξεις της χώρας από 11,6 δις ευρώ το 2008, υποχώρησαν στα 10,4 δις ευρώ το 2009 και στα 9,6 δις ευρώ το 2010. Τα ταξιδιωτικά έσοδα επανήλθαν στα επίπεδα του 2008 μετά την πάροδο πέντε ετών το 2013, παρά το γεγονός ότι η παγκόσμια οικονομία σημείωνε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης από το 2010.
Κατά συνέπεια, εκείνη η κυβερνητική επιχειρηματική απόφαση απαξίωσε την εταιρεία και επηρέασε αρνητικά το εθνικό εισόδημα, το πολύπαθο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, θέσεις εργασίας, εισπράξεις ασφαλιστικών εισφορών και φορολογικά έσοδα.
Ποια ήταν όμως, μέχρι τότε η πορεία της Ολυμπιακής Αεροπορίας; Αν ανατρέξουμε επί εποχής ιδιοκτησίας Αριστοτέλη Ωνάση, η φήμη του υψηλού επιπέδου πτητικής ασφάλειας και η ποιότητα των υπηρεσιών που πρόσφερε, την είχαν καταστήσει εκ των κορυφαίων εταιρειών του κλάδου διεθνώς. Μάλιστα, προσωπικότητες όπως η Λιζ Τέιλορ, ο Ομάρ Σαρίφ, ο Αλέν Ντελόν, ο Άντονι Κουίν και ο Ρίτσαρντ Μπάρτον χρησιμοποιούσαν την Ολυμπιακή. Η δε Λιζ Τέιλορ έλεγε χαρακτηριστικά πως ότι ζητούσε μπαίνοντας στο αεροπλάνο το είχε. Η εξαιρετική εικόνα ασφάλειας των πτήσεων συνέχισε να υφίσταται και μετά το πέρασμα της εταιρείας στα χέρια του κράτους, χάρη στο υψηλό επίπεδο υποδομών και του καταρτισμένου προσωπικού που διέθετε η τεχνική της βάση από την περίοδο Ωνάση. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι το 1991 αναδείχθηκε ως η ασφαλέστερη αεροπορική εταιρεία στον κόσμο.
Στις αρχές του 1975 και λίγους μήνες πριν αφήσει την τελευταία του πνοή, ο Αριστοτέλης Ωνάσης μεταβιβάζει την εταιρεία στο ελληνικό κράτος. Μετά λοιπόν, την ανάληψη της ηγεσίας της από τα εκάστοτε πρόσωπα που μας κυβέρνησαν η εταιρεία υπέστη μία μεγίστου βαθμού κακοδιαχείριση. Η διοίκηση διοριζόταν με κομματικά κριτήρια και την επιχειρηματική της πολιτική την χάραζαν συνήθως ανεπάγγελτοι πολιτικοί. Εξαιτίας των διαχρονικών κυβερνητικών επιλογών το προσωπικό έφτασε να αριθμεί διπλάσιους εργαζόμενους σε σχέση με συγκρίσιμα δεδομένα άλλων ξένων κρατικών αεροπορικών εταιρειών της εποχής. Επίσης, οι μετακινήσεις των ευρωβουλευτών απαλλάσσονταν πλήρως, ενώ σημαντικές μειώσεις στις μεταφορές τους είχαν υπουργοί, βουλευτές, μεγαλοστελέχη πολιτικών κομμάτων και ανώτερα στελέχη δημοσίων οργανισμών. Το σύνολο δε των κρατικών αποστολών σε όλο τον κόσμο, καθώς και οι αεροδιακομιδές ασθενών γίνονταν δωρεάν. Ακόμα όμως και οι μειωμένες χρεώσεις μετακινήσεων έμεναν ως επί το πλείστον ανεξόφλητες από τη πλευρά του δημοσίου και των πολιτικών κομμάτων.
Το 1994, η έκθεση του Τομέα Μελετών και Προϋπολογισμού της Ολυμπιακής που δόθηκε στην Κομισιόν, φανέρωσε πως έως το 1992 τα κρατικά χρέη προς την εταιρεία είχαν φτάσει περίπου στα 678 δις δραχμές. Σύμφωνα με λιγοστά δημοσιεύματα της εποχής, τα χρήματα αυτά ουδέποτε πληρώθηκαν προς την Ολυμπιακή και ισοδυναμούσαν με τις έως τότε συσσωρευμένες ζημιές της. Ενώ αν εξοφλούνταν δεν θα χρειαζόταν να υποβληθεί για έγκριση στην Ε.Ε. το τότε πρόγραμμα εξυγίανσης ύψους 545 δις δραχμών. Παρ’ όλα αυτά, μετά την εφαρμογή του προγράμματος εξυγίανσης, το 1995 η Ολυμπιακή εμφάνισε κέρδη, το οποίο αποδείκνυε ότι παρά του χειρίστου είδους διαχείρισης και το πλεονάζον προσωπικό, η εταιρεία εφόσον διέθετε τα απαραίτητα κεφάλαια και αποπληρώνονταν οι υποχρεώσεις του δημοσίου μπορούσε να σταθεί οικονομικά.
Στην συνέχεια όμως, η κρατική ασυδοσία συνεχίστηκε. Το 2001 η εταιρεία επωμίστηκε όλο το κόστος της αναγκαστικής μεταφοράς της στο νέο αεροδρόμιο των Σπάτων, το οποίο πλησίασε τα 200 εκατ. ευρώ περίπου. Το 2002 σύμφωνα με εκτιμήσεις του επικεφαλής του Τομέα Μελετών της Ολυμπιακής καθηγητή κυρίου Ιωάννη Λαϊνού, η επιβάρυνση που είχε συνολικά υποστεί η εταιρεία από το κράτος υπολογίστηκε σε 3,5 δις ευρώ. Παρά το γεγονός αυτό, το 2007, προφανώς λόγω παροχής ανεπαρκώς τεκμηριωμένων στοιχείων εκ μέρους των ελληνικών κυβερνήσεων, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζήτησε να επιστρέψει η Ολυμπιακή 540 εκατ. ευρώ στο δημόσιο ως παράνομες κρατικές ενισχύσεις. Την ίδια περίοδο, ορισμένα δημοσιεύματα του τύπου ανέφεραν ότι το δημόσιο χρωστούσε στην εταιρεία περίπου 580 εκατ. ευρώ. Η κακοδιαχείριση είχε φτάσει σε τέτοιο σημείο ώστε η εταιρεία αδυνατούσε να δημοσιοποιήσει εγκαίρως τον ισολογισμό και τα οικονομικά της αποτελέσματα.
Το 2009, εν μέσω τυμπανοκρουσιών, ανακοινώθηκε η περίφημη αποκρατικοποίηση της Ολυμπιακής. Ο τότε υπουργός μεταφορών κύριος Κωστής Χατζηδάκης είχε δηλώσει ότι: «κάθε χρόνο η Ολυμπιακή μας κόστιζε 350 εκατ. ευρώ. Το άμεσο όφελος για το δημόσιο θα είναι 177,2 εκατ. ευρώ, ενώ κάθε χρόνο οι εισφορές της MIG στα ταμεία και σε άλλους εργοδοτικούς οργανισμούς θα ανέρχονται στα 150 εκατ. ευρώ».
Στην πράξη όμως, το δημόσιο εισέπραξε μόνο 52 εκατ. ευρώ σε μετρητά, αφού τα υπόλοιπα 125 εκατ. ευρώ αφορούσαν συμμετοχή της MIG στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας, καθώς και επενδύσεις που θα πραγματοποιούσε αργότερα. Περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας όπως τα αεροσκάφη τα οποία αποτιμήθηκαν στα 90 εκατ. ευρώ, έμειναν εκτός συμφωνίας. Όσον αφορά τις ασφαλιστικές εισφορές, αυτές προϋφίσταντο αφού η εταιρεία ανέκαθεν απασχολούσε προσωπικό. Ενώ όμως, προ της ιδιωτικοποίησης τα άγονα δρομολόγια ήταν 12 και κόστιζαν στο δημόσιο περίπου 22 εκατ. ευρώ ετησίως, κατόπιν έφτασαν τα 38 σε αριθμό και περίπου στα 180 εκατ. ευρώ σε ετήσιο κόστος. Όσο για τις ετήσιες ζημιές των 350 εκατ. ευρώ ουδέποτε αναλύθηκε πώς και γιατί προέκυπταν. Το οξύμωρο της υπόθεσης ήταν ότι η πολιτική ηγεσία που ανέκαθεν ασκούσε την αποτυχημένη διοίκηση και είχε απαξιώσει με τις επιλογές της την εταιρεία, καμάρωνε για το ξεπούλημά της.
Η νοοτροπία και το εύρος της οικονομικής σκέψης αποτελούν λοιπόν, καθοριστικό παράγοντα στη διαμόρφωση μίας οικονομικής-επιχειρηματικής απόφασης. Το παρακάτω ιδιαίτερο περιστατικό αποδεικνύει του λόγου το αληθές.
Κάποια στιγμή, ο Ωνάσης είχε ζητήσει να γίνει απολογισμός για το αν το υψηλό επίπεδο προσφερόμενων υπηρεσιών (για παράδειγμα, στην πρώτη θέση το ποτό προσφερόταν σε άριστης ποιότητας κρυστάλλινα ποτήρια), συνέβαλε στην αύξηση του τζίρου, καθώς ταυτόχρονα χάνονταν συνεχώς αντικείμενα αξίας. Ο διευθυντής μάρκετινγκ του ανέφερε φοβισμένος, ότι κατόπιν σχετικής έρευνας οι απώλειες των αντικειμένων είχαν προσδιοριστεί στο 10%. Ο Ωνάσης απάντησε, ότι δεν πειράζει και ότι το ποσοστό είναι πολύ μικρό. «Αφήστε τους να λένε ότι κλέβουν τον Ωνάση», είπε χαρακτηριστικά!
Προφανώς, εκτίμησε πως το όφελος που προέκυπτε από το υψηλό επίπεδο παρεχόμενων υπηρεσιών ήταν μεγαλύτερο από τις απώλειες της αξίας των αντικειμένων και επιπλέον ερμήνευσε το κλέψιμο ως έμμεσο τρόπο διαφήμισης και προβολής. Η άποψή του βασίστηκε στην επιχειρηματική του διαίσθηση, καθώς ήταν αδύνατο να υπολογιστούν αριθμητικά οι συνέπειες από το επίπεδο των υπηρεσιών που απολάμβαναν οι πελάτες, καθώς και οι έμμεσες θετικές «διαφημιστικές» επιπτώσεις από την απώλεια των αντικειμένων. Η ευρύτητα του οικονομικού-επιχειρηματικού πνεύματος σε όλο της το μεγαλείο!
Αντίθετα, αν την απόφαση την έπαιρνε κάποιος αριθμολάγνος μάνατζερ-διαχειριστής, τότε θα είχε σταματήσει η χρήση αντικειμένων αξίας κατά τη διάρκεια των πτήσεων και κατά πάσα πιθανότητα θα είχε απολυθεί και μέρος του προσωπικού ως αποδιοπομπαίος τράγος.
Επομένως, ακόμα κι αν ήταν αληθής ο ισχυρισμός ότι η κακοδιαχειριζόμενη από κυβερνητικά πρόσωπα (και όχι από το κράτος ή το δημόσιο, όπως αόριστα και γενικόλογα συνήθως αναφέρεται) Ολυμπιακή Αεροπορία-Ολυμπιακές Αερογραμμές κόστιζε ετησίως 350 εκατ. ευρώ στο ελληνικό δημόσιο, οι παράπλευρες απώλειες από την μείωση του εθνικού εισοδήματος, την πτώση της χρηματικής εισροής συναλλάγματος και την εξαφάνιση ενός εργαλείου τουριστικής προβολής της χώρας, που προέκυψαν από την συρρίκνωσή της, ήταν προφανώς πολύ περισσότερες.
Κατά συνέπεια, μία εταιρεία δημοσίου συμφέροντος μπορεί λογιστικά να εμφανίζεται ζημιογόνος, αλλά την ίδια στιγμή να ευεργετεί με πλείστους μη άμεσα μετρήσιμους και μη εμφανείς τρόπους την οικονομία της χώρας, ώστε τελικά η εθνική οικονομική ζυγαριά και τα δημόσια έσοδα να εμφανίζουν θετικό πρόσημο. Επιπλέον, μία ιδιωτική επιχείρηση δεν είναι εύκολο να αποτελέσει εργαλείο εθνικής οικονομικής πολιτικής, λόγω της ιδιόμορφης διαμόρφωσης τόσο του ηπειρωτικού όσο και του νησιωτικού τμήματος της χώρας μας. Εκτός βέβαια, αν ο ιδιοκτήτης διαθέτει μία ευρύτητα επιχειρηματικού σκεπτικού ενός Αριστοτέλη Ωνάση ή ενός Πρόδρομου Μποδοσάκη-Αθανασιάδη, ενώ παράλληλα ενεργεί και με πατριωτικό πνεύμα.
Λευκάδα, 22 Νοεμβρίου 2019