Όταν ήταν στην αντιπολίτευση η ΝΔ επέκρινε, ορθά, την πολιτική της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ για το θέμα των σχέσεων με τη Ρωσία. Μετά τις εκλογές, ως κυβέρνηση, κάνει τα ίδια και χειρότερα απ’ αυτά που έκανε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με μια από τις, δυνητικά, σοβαρότερες κρίσεις με την Τουρκία και επιπλέον είναι, κατά πρωτοφανή τρόπο στην ιστορία της, τόσο απομονωμένη διεθνώς. Μπορεί η κυβερνητική προπαγάνδα να ισχυρίζεται ότι είναι απομονωμένη η Άγκυρα, η πραγματικότητα όμως βοά. Ο Ερντογάν έχει καλύτερες σχέσεις και με τον Τραμπ, και με τον Πούτιν, και με τη Μέρκελ, και με την Κίνα, και με το Ιράν και με τους Παλαιστίνιους, απ’ ότι έχει η Ελλάδα. Κάτι που, επαναλαμβάνουμε, σχεδόν δεν έχει ξανασυμβεί στην ιστορία μας.
Είναι σ’ αυτές τις συνθήκες που η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε να αποτελειώσει τις ελληνορωσικές σχέσεις εκδίδοντας τον Ρώσο πολίτη Αλεξάντερ Βίνικ στη Γαλλία απ’ όπου πιθανότατα θα καταλήξει αιχμάλωτος των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών, γνωστών για τις ανθρωπιστικές τους πρακτικές στο Γκουαντάναμο και αλλού. Η έκδοση του Βίνικ γίνεται παρά το προσωπικό ενδιαφέρον που εξέφρασε ο πρόεδρος Πούτιν για την περίπτωση αυτή και παρά τις σοβαρές νομικές ενστάσεις που εμφανίστηκαν από τους συνηγόρους του Βίνικ, μεταξύ των οποίων η πρώην πρόεδρος της Βουλής, Ζωή Κωνσταντοπούλου.
Στο μεταξύ διατυπώνονται ήδη καταγγελίες από τη Γαλλίδα συνήγορό του για τις συνθήκες υπό τις οποίες ανεκρίθη ο Βίνικ φτάνοντας στη Γαλλία. Έτσι όπως εξελίσσεται, και τηρουμένων των αναλογιών, η υπόθεση αρχίζει και θυμίζει την απαγωγή Οτσαλάν από τις ελληνικές κρατικές υπηρεσίες για να βρεθεί εν τέλει στα τουρκικά δεσμωτήρια, ή την υπόθεση Ασάνζ.
Η υπόθεση Βίνικ είναι η τελευταία από μία σειρά ενεργειών κατά της Ρωσίας που δύσκολα αντιλαμβάνεται κανένας ότι γίνονται για να εξυπηρετήσουν το ελληνικό εθνικό συμφέρον, όπως η αναγνώριση της Ουκρανικής αυτοκέφαλης Εκκλησίας από την Εκκλησία της Ελλάδος, επί κυβερνήσεως Μητσοτάκη. Είναι χαρακτηριστικό του πολύ άσχημου κλίματος που επικρατεί στις διμερείς σχέσεις, το γεγονός ότι ο Ρώσος Υπουργός Εξωτερικών έκανε πρόσφατα πολύ ασυνήθιστες και σχεδόν προσβλητικές δηλώσεις για τους Έλληνες αρμοδίους.
Δεν τις υιοθετούμε. ούτε μπορούμε να ξέρουμε τι διημείφθη μεταξύ των υπουργών Εξωτερικών των δύο χωρών, εν τούτοις είναι πολύ σπάνιες στη διεθνή πρακτική κατηγορίες ότι άλλα μας λένε και άλλα κάνουνε. Αυτό, γιατί ακόμα και χώρες που παίρνουν εχθρικές μεταξύ τους θέσεις σε κάποια ζητήματα, θέλουν να διατηρούν μια αξιοπιστία στις μεταξύ τους επαφές, διαφορετικά παύει να έχει λόγο ύπαρξης η διπλωματία.
Σε καλό να μας βγει. Εμείς θυμόμαστε δύο φορές στον 20ο αιώνα που οι σχέσεις Ελλάδας – Ρωσίας ήταν σε τόσο άσχημο επίπεδο. Η μία κατά τα χρόνια που προηγήθηκαν της Μικρασιατικής Καταστροφής, όταν η Ελλάδα έστειλε στρατό στην Ουκρανία να πολεμήσει τους Μπολσεβίκους και η Αθήνα δεν θέλησε να έχει επαφές με Σοβιετικούς αντιπροσώπους του Λένιν. Η δεύτερη φορά που ήταν τόσο άσχημες, ανύπαρκτες ουσιαστικά, οι σχέσεις των δύο χωρών ήταν τους μήνες που προηγήθηκαν του πραξικοπήματος και της εισβολής στην Κύπρο το 1974.
Δημοσιεύθηκε στο slpress.gr