Πότε είχε στόχους η ελληνική διπλωματία, της οποίας οι πρακτικές απεδείχθησαν διάτρητες, θυμίζοντας περισσότερο τυρί έμενταλ; Από την ούτω καλούμενη "εθνική πολιτική" των κυβερνήσεων παρελθόντων ετών, τι συμπέρασμα εξάγεται; Ότι δυστυχώς αυτά που για την Ελλάδα είναι δικαιώματα, για τους Τούρκους εξακολουθούν να είναι διμερή προβλήματα.
Του Στέλιου Συρμόγλου
Δεν μπορούμε να ασκούμε εθνική πολιτική και διπλωματία χωρίς ιστορική μνήμη. Ο ρεαλισμός και η ιστορία δεν μπορεί να συνοδεύονται από άγνοια και παρερμηνείες. Η Τουρκία θέλει όλο και περισσότερα. Της ήταν απαραίτητη η περίοδος απραγίας και λήθης. Της ήταν απαραίτητη η "επίθεση φιλίας" του ανεκδιήγητου Γιώργου Παπανδρέου και αργότερα του Κώστα Σημίτη, μέχρι την "κουμπαριά" του Κώστα Καραμανλή.
Λήθης για ό,τι έκανε, ώστε να πετύχει τους στόχους της. Απραγίας για όσα δεν πρέπει να κάνουν οι Ελληνες. Και δεν έκαναν. Μετά την περίοδο ειρήνης, φιλίας, λήθης και αδράνειας, η Τουρκία βγαίνει στην επίθεση αξιώσεων, από τις οποίες επί της ουσίας ουδέποτε παραιτείται.
Η ελληνική εξωτερική πολιτική ήταν ανέκαθεν μια συνθηματολογική άρνηση, που ικανοποιούσε συναισθηματισμούς, πολιτικά ένστικτα και εθνικές παραισθήσεις. Το "δε συνομιλούμε" ήταν αγονη πολιτική. Το λένε οι δυνατοί. Αυτοί που έχουν την πολυτέλεια να αναβάλουν και αναβάλλοντες να κερδίσουν.
Το "συνομιλούμε" απαιτεί σχεδιασμό και συγκεκριμένο εθνικό πλαίσιο. Επιβάλλει την εξασφάλιση προϋποθέσεων για να αναδειχθεί σε γόνιμη πολιτική. Χωρίς στρατηγικό σχεδιασμό δεν κάνεις πολιτική. Σου κάνουν πολιτική!
Η Ευρωπαϊκή Ενωση, ακόμη και οι ΗΠΑ, απεδείχθη ότι δεν αποτελούν "πανάκεια" για την προώθηση των εθνικών μας θεμάτων. Όπως οι παλαιότερες διεθνοποιητικές προσπάθειες για το Κυπριακό απέδειξαν ότι την κρίση δε συνοδεύει κατ' ανάγκην η λήψη μέτρων και συνεπώς η "συναινετική" η καταναγκαστική διευθέτηση.
Οι νομικές ιδιαιτερότητες της διεθνούς δικαιοταξίας, έτσι όπως τουλάχιστον εκφράζονται μέσα από τον καταστατικό Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, καθιστούν τη λήψη προληπτικών και ιδίως κατασταλτικών μέτρων, αν όχι αδύνατη, πάντως εξαιρετικά δύσκολη.
Αυτό αποτελεί αξιωματικά αλήθεια αναφορικά με τα δικαστικά ή διαιτητικά διεθνή θέματα. Κι αυτό, γιατί ο κίνδυνος να παρεισφρύσουν σκοπιμότητες για την εξυπηρλετηση συμφερόντων, σε βάρους του δικαίου, όχο μόνο δεν μπορεί να αποκλειστεί, αλλά όπως η διεθνής πρακτική αποδεικνύει, αποτελεί σχεδόν κανόνα.
Η διπλωματική πρακτική απέδειξε επίσης ότι, αν η διμερής διαπραγματευση στο χώρο της κλειστής διπλωματίας, εγκλωβίζει τα προς επίλυση θέματα σε καταθλιπτικά και εξουθενωτικά κυκλώματα, η "μονομερής" επιδίωξη λύσης, ιδιάιτερα με τον τ΄ροπο που μέχρι σήμερα από τις ελληνικές κυβερνήσεις έχει υιοθετηθεί, αποκόπτει από δυνητικά χρήσιμες και ουσιαστικές διεξόδους.
Αν οι πιέσεις που ασκούνται στο ασφυκτικό πλαίσιο της μυστικής διπλωματίας εξυπηρετούν τον κυνισμό της επικαιρικής σκοπιμότητας, οι παραπλανητικές αυταπάτες, που συνεπάγεται η μονομερής επιδίωξη με επιπόλαια τεχνάσματα ή λεκτικές κορώνες ή και συναισθηματισμό, δεσμεύουν γενικά την ευφυία και τη διακριτικότητα στο χειρισμό των εξωτερικών μας σχέσεων.
Στις εκπτωχευτικές μονομέρεις της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, οι μέχρι και σημερα πρωθυπουργοί, αντί να ζητούν το αυτονόητο της εθνικής ομοψυχίας, έπρεπε να αντιτάξουν τις πολυμέρειες και τις δυνατότητες που εγκλείουν οι διπλωματικές πρακτικές. Όχι δογματική εμμονή σε ανώφελη πολιτική, αλλά πραγματισμός. Όχι "σταυροφορική" εξωτερική πολιτική, αλλά διπλωματία ρεαλιστική και ευέλικτη. Διαφορετικά όλες οι πολιτικές δηλώσεις είναι ψευδεπίγραφες και απλώς πομφολυγώδεις.