Οι δηλώσεις του Εμμανουέλ Μακρόν στην συνάντησή του με τον Κυριάκο Μητσοτάκη στο Παρίσι στις 29 Ιανουαρίου, στις οποίες εξέφρασε για άλλη μια φορά τη στήριξη της Γαλλίας στα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας και της Κύπρου καταδικάζοντας ταυτόχρονα τις τουρκικές προκλήσεις και την άκυρη τουρκολυβική συμφωνία, αποτελούν μια ακόμη επιβεβαίωση ότι το Παρίσι συνεχίζει να παραμένει σταθερός σύμμαχος της Αθήνας.
Σε αντίθεση με τα «ήξεις, αφήξεις» του Τράμπ ο οποίος στην συνάντησή του με τον Μητσοτάκη στο Λευκό Οίκο στις 7 Ιανουαρίου δεν δίστασε να χαρακτηρίσει φίλο του τον Ερντογάν, ο Μακρόν σε ένα ρεσιτάλ ελληνογαλλικής φιλίας κατήγγειλε με τον πιο απερίφραστο τρόπο στις τουρκικές απειλές κατά Ελλάδας και Κύπρου και δήλωσε με σημασία ότι ο Ερντογάν παραβιάζει στη Λιβύη τα όσα συμφωνήθηκαν στη Διάσκεψη του Βερολίνου.
Επιπλέον ο Γάλλος Πρόεδρος δεν μάσησε τα λόγια του και δήλωσε ότι τέθηκαν οι βάσεις για μια Ελληνογαλλική Στρατηγική Εταιρική Σχέση Ασφάλειας με στόχο τη διαμόρφωση συνθηκών ασφαλείας στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Στο πλαίσιο αυτό μάλιστα ενέταξε τόσο την Ελληνογαλλική ναυτική συνεργασία στην οποία συμπεριλαμβάνεται η αποστολή στην περιοχή του αεροπλανοφόρου «Σαρλ Ντε Γκωλ» και του ελικοπτεροφόρου «Dixmude» όσο και τη συνεργασία στο πεδίο της αμυντικής βιομηχανίας. Επιπλέον όπως τονίστηκε οι υπουργοί Εξωτερικών και Άμυνας Ελλάδας – Γαλλίας θα βρίσκονται σε στενή επαφή για όλα τα ζητήματα που αφορούν την Ανατολική Μεσόγειο.
Οι παραπάνω θέσεις του Μακρόν συμπληρώθηκαν με στήριξη στο πεδίο της οικονομίας, του μεταναστευτικού, της γεωργίας και της κλιματικής αλλαγής.
Είναι λοιπόν προφανές ότι η Γαλλία στο πλαίσιο της προώθησης των εθνικών της συμφερόντων ανταποκρίνεται θετικά στις ελληνικές επιδιώξεις για συνεργασία σε μια εκτεταμένη βεντάλια θεμάτων από την άμυνα και ασφάλεια μέχρι την οικονομία.
Ιδίως στην παρούσα φάση καθώς το Brexit εκ των πραγμάτων αναβαθμίζει το Παρίσι στον τομέα άμυνας και ασφάλειας της ΕΕ αφού η Γαλλία είναι το μοναδικό κράτος μέλος της ΕΕ που είναι πυρηνική δύναμη και ταυτόχρονα μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Επιπλέον καθώς η Μέρκελ ετοιμάζεται να πάρει «την άγουσα προς τα αποδυτήρια» ο Μακρόν εκ των πραγμάτων είναι πλέον ο ισχυρός ηγέτης όχι μόνο εντός του γαλλογερμανικού άξονα αλλά και εντός της ίδιας της ΕΕ.
Οι θέσεις αυτές του Μακρόν αποτελούν συνέχεια των όσων δήλωσε στην Ευρωβουλή απαντώντας σε σχετική Ερώτησή μου στις 17 Απριλίου 2018 αναφορικά με το κατά πόσο η Γαλλία θα ήταν διατεθειμένη να υπογράψει ένα Σύμφωνο Αμυντικής Συνεργασίας με την Ελλάδα με ρήτρα στρατιωτικής συνδρομής σε περίπτωση τουρκικής επίθεσης κατά της Πατρίδας μας.
Με βάση την τότε απάντηση του Μακρόν είχα υποστηρίξει σε άρθρο μου στις 22 Απριλίου 2018 ότι η Αθήνα όφειλε άμεσα να επιδιώξει τη σύναψη Αμυντικού Συμφώνου με τη Γαλλία προκειμένου να θωρακιστεί έναντι της τουρκικής απειλής. Και αυτό καθώς το ΝΑΤΟ «ένιπτε τα χείρας» του ενόψει των απειλών Ερντογάν ενώ η ΕΕ δεν διέθετε τον περίφημο ευρωστρατό προκειμένου να στηρίξει (;) την Ελλάδα. Αναλύοντας την παραπάνω θέση μου είχα υποστηρίξει ότι η Ελλάδα πρέπει «να επικεντρωθεί στην σύναψη διμερών Συμφωνιών Αμυντικής Συνεργασίας με τρίτες σύμμαχες χώρες. Οι Συμφωνίες αυτές πρέπει να στηρίζονται στις αρχές του αμοιβαίου οφέλους και της μη επέμβασης στα εσωτερικά της χώρας. Θα μπορούσαν δε να λάβουν τη μορφή Συμφώνου Αμυντικής Συνεργασίας με ρήτρα στρατιωτικής συνδρομής σε περίπτωση τουρκικής επίθεσης κατά της Ελλάδας.
Επιπλέον θα μπορούσαν να συμπληρωθούν με πρόνοιες για στενή διπλωματική και οικονομική συνεργασία, συμπεριλαμβανομένης και της αμυντικής βιομηχανίας των συμβαλλομένων μερών».
Μάλιστα καθώς οι ΗΠΑ συνέχιζαν την αμφιλεγόμενη στάση τους αναφορικά με την τουρκική απειλή κατά της Πατρίδας μας, η Γαλλία φάνταζε έκτοτε ως η μόνη λογική επιλογή για τη σύναψη Αμυντικού Συμφώνου.
Τις θέσεις αυτές συνέχισα να αναπτύσσω με συνέπεια από τον Απρίλιο του 2018 με σειρά παρεμβάσεών μου.
Είναι λοιπόν προφανές ότι οι δηλώσεις Μακρόν για μια Ελληνογαλλική Στρατηγική Εταιρική Σχέση Ασφάλειας ανοίγουν ένα νέο κεφάλαιο στα θέματα άμυνας και ασφάλειας που ενδιαφέρουν την Ελλάδα.
Σε αντίθεση με τα «ήξεις, αφήξεις» του Τράμπ ο οποίος στην συνάντησή του με τον Μητσοτάκη στο Λευκό Οίκο στις 7 Ιανουαρίου δεν δίστασε να χαρακτηρίσει φίλο του τον Ερντογάν, ο Μακρόν σε ένα ρεσιτάλ ελληνογαλλικής φιλίας κατήγγειλε με τον πιο απερίφραστο τρόπο στις τουρκικές απειλές κατά Ελλάδας και Κύπρου και δήλωσε με σημασία ότι ο Ερντογάν παραβιάζει στη Λιβύη τα όσα συμφωνήθηκαν στη Διάσκεψη του Βερολίνου.
Επιπλέον ο Γάλλος Πρόεδρος δεν μάσησε τα λόγια του και δήλωσε ότι τέθηκαν οι βάσεις για μια Ελληνογαλλική Στρατηγική Εταιρική Σχέση Ασφάλειας με στόχο τη διαμόρφωση συνθηκών ασφαλείας στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Στο πλαίσιο αυτό μάλιστα ενέταξε τόσο την Ελληνογαλλική ναυτική συνεργασία στην οποία συμπεριλαμβάνεται η αποστολή στην περιοχή του αεροπλανοφόρου «Σαρλ Ντε Γκωλ» και του ελικοπτεροφόρου «Dixmude» όσο και τη συνεργασία στο πεδίο της αμυντικής βιομηχανίας. Επιπλέον όπως τονίστηκε οι υπουργοί Εξωτερικών και Άμυνας Ελλάδας – Γαλλίας θα βρίσκονται σε στενή επαφή για όλα τα ζητήματα που αφορούν την Ανατολική Μεσόγειο.
Οι παραπάνω θέσεις του Μακρόν συμπληρώθηκαν με στήριξη στο πεδίο της οικονομίας, του μεταναστευτικού, της γεωργίας και της κλιματικής αλλαγής.
Είναι λοιπόν προφανές ότι η Γαλλία στο πλαίσιο της προώθησης των εθνικών της συμφερόντων ανταποκρίνεται θετικά στις ελληνικές επιδιώξεις για συνεργασία σε μια εκτεταμένη βεντάλια θεμάτων από την άμυνα και ασφάλεια μέχρι την οικονομία.
Ιδίως στην παρούσα φάση καθώς το Brexit εκ των πραγμάτων αναβαθμίζει το Παρίσι στον τομέα άμυνας και ασφάλειας της ΕΕ αφού η Γαλλία είναι το μοναδικό κράτος μέλος της ΕΕ που είναι πυρηνική δύναμη και ταυτόχρονα μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Επιπλέον καθώς η Μέρκελ ετοιμάζεται να πάρει «την άγουσα προς τα αποδυτήρια» ο Μακρόν εκ των πραγμάτων είναι πλέον ο ισχυρός ηγέτης όχι μόνο εντός του γαλλογερμανικού άξονα αλλά και εντός της ίδιας της ΕΕ.
Οι θέσεις αυτές του Μακρόν αποτελούν συνέχεια των όσων δήλωσε στην Ευρωβουλή απαντώντας σε σχετική Ερώτησή μου στις 17 Απριλίου 2018 αναφορικά με το κατά πόσο η Γαλλία θα ήταν διατεθειμένη να υπογράψει ένα Σύμφωνο Αμυντικής Συνεργασίας με την Ελλάδα με ρήτρα στρατιωτικής συνδρομής σε περίπτωση τουρκικής επίθεσης κατά της Πατρίδας μας.
Με βάση την τότε απάντηση του Μακρόν είχα υποστηρίξει σε άρθρο μου στις 22 Απριλίου 2018 ότι η Αθήνα όφειλε άμεσα να επιδιώξει τη σύναψη Αμυντικού Συμφώνου με τη Γαλλία προκειμένου να θωρακιστεί έναντι της τουρκικής απειλής. Και αυτό καθώς το ΝΑΤΟ «ένιπτε τα χείρας» του ενόψει των απειλών Ερντογάν ενώ η ΕΕ δεν διέθετε τον περίφημο ευρωστρατό προκειμένου να στηρίξει (;) την Ελλάδα. Αναλύοντας την παραπάνω θέση μου είχα υποστηρίξει ότι η Ελλάδα πρέπει «να επικεντρωθεί στην σύναψη διμερών Συμφωνιών Αμυντικής Συνεργασίας με τρίτες σύμμαχες χώρες. Οι Συμφωνίες αυτές πρέπει να στηρίζονται στις αρχές του αμοιβαίου οφέλους και της μη επέμβασης στα εσωτερικά της χώρας. Θα μπορούσαν δε να λάβουν τη μορφή Συμφώνου Αμυντικής Συνεργασίας με ρήτρα στρατιωτικής συνδρομής σε περίπτωση τουρκικής επίθεσης κατά της Ελλάδας.
Επιπλέον θα μπορούσαν να συμπληρωθούν με πρόνοιες για στενή διπλωματική και οικονομική συνεργασία, συμπεριλαμβανομένης και της αμυντικής βιομηχανίας των συμβαλλομένων μερών».
Μάλιστα καθώς οι ΗΠΑ συνέχιζαν την αμφιλεγόμενη στάση τους αναφορικά με την τουρκική απειλή κατά της Πατρίδας μας, η Γαλλία φάνταζε έκτοτε ως η μόνη λογική επιλογή για τη σύναψη Αμυντικού Συμφώνου.
Τις θέσεις αυτές συνέχισα να αναπτύσσω με συνέπεια από τον Απρίλιο του 2018 με σειρά παρεμβάσεών μου.
Είναι λοιπόν προφανές ότι οι δηλώσεις Μακρόν για μια Ελληνογαλλική Στρατηγική Εταιρική Σχέση Ασφάλειας ανοίγουν ένα νέο κεφάλαιο στα θέματα άμυνας και ασφάλειας που ενδιαφέρουν την Ελλάδα.
Γι’ αυτό και έκανε «τούρκο» τον Ερντογάν και την παρέα του.