«…κατά τους χρόνους λοιπόν εκείνους ενέσκηψε ένας τέτοιος λοιμός, ο οποίος λίγο έλειψε να εξαφανίσει το κάθε ανθρώπινο ίχνος από το πρόσωπο της γης …», έτσι περιγράφει ο Βυζαντινός ιστορικός Προκόπιος στην εισαγωγή της ιστορίας του την πανδημία της «Ιουστιάνειας πανώλης» που έφτασε την Άνοιξη του 542 από την Αφρική (;) στην Κωνσταντινούπολη και κατόπιν ξαπλώθηκε κατά κύματα για πολλές δεκαετίες σε όλη τη βυζαντινή επικράτεια εξολοθρεύοντας ένα πολύ μεγάλο τμήμα του πληθυσμού (αρκετά εκατομμύρια) και προκαλώντας τεράστιες δυσμενείς επιπτώσεις στην οικονομική, στρατιωτική και κοινωνική δομή της αυτοκρατορίας.
Επιπτώσεις που ανάγκασαν την μέχρι τότε κραταιά αυτοκρατορία υπό τον Ιουστινιανό να αναδιπλωθεί και να περιορίσει τα οικουμενικά της οράματα και τις επιδιώξεις της να επανέλθει ξανά στα σύνορα της πάλαι ποτέ Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Αντ΄ αυτού, η δημογραφική και οικονομική κατάρρευση ήταν ένας βασικός λόγος που στις επόμενες δεκαετίες ενέσκηψε η «ειρηνική» εισβολή διαφόρων λαών σε περιοχές του Βυζαντίου, όπως των Σλάβων στα Βαλκάνια.
Η παρατεταμένη «παρακμή» που ακολούθησε προκάλεσε μεταξύ άλλων και την ερήμωση τεράστιων περιοχών της αυτοκρατορίας, και την επανεμφάνιση των Περσών στις περιοχές της Συρίας και της Παλαιστίνης. Κυρίως όμως των Αράβων που οι κατακτήσεις τους στις ανατολικές και νότιες επαρχίες της αυτοκρατορίας σε όλη τη διάρκεια του 7ου αιώνα είχαν σαν αποτέλεσμα το Βυζάντιο να απολέσει τη θέση που κατείχε μέχρι τότε ως το πιο ισχυρό κράτος του κόσμου. Λίγο αργότερα, στη Δύση οι Καρολίδες ασκούν πλέον επίσημα την εξουσία τους στο φραγκικό κράτος με την ιδιότητα του βασιλέα αμφισβητώντας πλέον ανοιχτά την πρωτοκαθεδρία στο χριστιανικό κόσμο του Βυζαντινού αυτοκράτορα. Το 1204 ήταν όμως ακόμη μακριά.
Βασίλης Στοϊλόπουλος