fernandozhiminaicela / pixabay |
Οι περισσότεροι θάνατοι προφανώς οφείλονται σε γηρατειά και σε βαριά νοσήματα, που συνήθως αυξάνονται με την ηλικία. Μερικοί θάνατοι -δεν ξέρουμε πόσοι, αφού κανείς δεν κρατάει τέτοιες στατιστικές- οφείλονται σε ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις, εξ αιτίας πλημμελών μέτρων υγιεινής, που κι αυτά ήλθαν λόγω της συστηματικής υποβάθμισης του εθνικού συστήματος υγείας.Στη χώρα μας υπάρχουν 277 νοσοκομειακού τύπου δομές υγείας (στοιχεία 2017).Από αυτές οι 177 είναι μικρομεσαίου μεγέθους ιδιωτικές κλινικές με ένα δυναμικό 14.878 κλινών, ενώ στο δημόσιο σύστημα εντάσσονται 130 νοσοκομεία με δυναμικότητα 30.389 κλινών.Το σύνολο των κλινών ιδιωτικού και δημόσιου τομέα ανέρχεται στις 45.267 κλίνες με μια αντιστοιχία 433 κλινών ανά 100.000 πληθυσμού, ή 4,3 κλίνες ανά χίλιους κατοίκους, με έναν ευρωπαϊκό μέσον όρο που ξεπερνά τις 6,5 κλίνες ανά χίλιους κατοίκους.Αναφορικά με τις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ) ο αριθμός τους έφτανε στο δημόσιο σύστημα, πριν το ξέσπασμα της επιδημίας στις 580 με επιπλέον 150 περίπου κλειστές λόγω έλλειψης προσωπικού για να τις στελεχώσουν.
Δηλαδή, υπήρχαν 5,5 κλίνες ΜΕΘ ανά 100.000 πληθυσμού με έναν ευρωπαϊκό μέσον όρο τουλάχιστον 11,5 κλινών/100.000. Με την επιστράτευση των λίγων 10δων ΜΕΘ του ιδιωτικού τομέα και την ταχεία προσθήκη νέων στα νοσοκομεία αναφοράς του Covid-19, φαίνεται ότι εντός του Απριλίου, εκ των ενόντων, προσεγγίζουμε κοντά (αλλά πάντα λιγότερες) στον ευρωπαϊκό μέσον όρο σε κλίνες ΜΕΘ, δηλαδή στις 1.000 κλίνες. Αυτό που σίγουρα διαπιστώθηκε εδώ και 4 μήνες, αφ’ ότου ξεκίνησε η επιδημία στην Κίνα, είναι ότι ο συγκεκριμένος ιός μεταδίδεται πολύ εύκολα και πολύ γρήγορα. Επίσης, το γεγονός ότι η επώασή του μέσα στον πληγέντα οργανισμό μπορεί να διαρκέσει αρκετές ημέρες μέχρι να παρουσιάσει συμπτώματα, τον καθιστά εξαιρετικά ύπουλο στον τρόπο, την ταχύτητα και το εύρος της μετάδοσής του. Προσωπικά , είπε, δεν αμφισβητώ καθόλου και σε κανέναν την επιστημονική επάρκεια, ούτε τη σκληρή μάχη που δίνουν οι κλινικοί γιατροί στις εντατικές μέσα σε αντίξοες συνθήκες για να σώσουν αυτόν που σώζεται, ακόμη και αυτόν που δεν σώζεται και είναι άξιοι της ευγνωμοσύνης μας.
Ωστόσο μπροστά στην πανδημία, η έλλειψη ολοκληρωμένης απάντησης από την ιατρική οδηγεί σε παραδοσιακές τακτικές από περασμένους αιώνες, δηλαδή στην κοινωνική «αποστασιοποίηση» και τη γενικευμένη καραντίνα. Μεθόδους όμως καραντίνας, στέρησης ελευθεριών και επιβολής, στο όνομα της ίδιας της προστασίας της ζωής, που δεν έχει υπάρξει προηγούμενο και με κίνδυνο ταχείας εκτροπής (εάν δεν έχει εκτραπεί ήδη) σε ένα γιγαντιαίο σε παγκόσμια κλίμακα βιοπολιτικό πείραμα κατίσχυσης και ελέγχου επί των πληθυσμών. Η λήψη μέτρων περιορισμού και κοινωνικής αποστασιοποίησης, κατέληξε ο κ. Κουμαρέλλας, μέσω καραντίνας φαίνεται ότι ήταν αναπότρεπτη επιλογή για όλες τις χώρες, πάρα την αποδεδειγμένη ηπιότητα της νόσου και για την ολοένα και περισσότερο επιβεβαιούμενη χαμηλή θνητότητα που προκαλεί. Το ερώτημα που προκύπτει είναι το εύρος και η ποιότητα των μέτρων, εάν ήταν σε κατάλληλη «δοσολογία», ή ήταν εξαιρετικά υπερβολική με σημαντικές παρενέργειες στο εξής στην κοινωνία και την οικονομία, παγκοσμίως και σε κάθε χώρα ξεχωριστά, ειδικά για τις πιο αδύναμες όπως η δική μας χώρα.