Σαν σήμερα, στις 22 Απριλίου 1827 τραυματίζεται σοβαρά σε μια απρόσμενη αψιμαχία με το τουρκικό ασκέρι στο Φάληρο ο ήρωας της Επανάστασης Γεώργιος Καραϊσκάκης. Λίγες ώρες αργότερα, στις 4 το πρωί την άλλη μέρα, ανήμερα της ονομαστικής του εορτής, «ο ένδοξος νικητής της Αράχωβας και εξολοθρευτής των τυράννων» ξεψύχησε περιτριγυρισμένος από τα πρωτοπαλίκαρά του «δείχνοντας όλην εκείνην την γενναιότητα, η οποία τον εχαρακτήριζεν ζώντα».
Η τρομερή είδηση όπως ήταν αναμενόμενο προκάλεσε μεγάλη θλίψη, ατέλειωτα μοιρολόγια και έντονη ανησυχία για την έκβαση της Επανάστασης. Με το άκουσμα της είδησης «ο ήρωας του Μοριά, ο Κολοκοτρώνης, ξεσπάει σε λυγμούς και μοιρολογάει για ώρες τον ήρωα της Ρούμελης κλαίγοντας σα γυναίκα».
Ο Κασομούλης γράφει ότι όλα αυτά «μας διήγειρον τα αισθήματα να μοιρολογούμεν και τα μικρότερα συμβάντα ωσάν γυναίκες… τοιαύτη ήταν η αφοσίωσίς μας και αγάπη προς τούτον τον Αρχηγόν». Το γιατί το βλέπουμε σε μια περικοπή από τον επιτάφιο λόγο που εκφώνησε ο Σπυρίδων Τρικούπης: «Τότε είχε ψωμί και αυτός, όταν είχαν και οι αγαπητοί του Έλληνες˙ η κλίνη του ήταν κλίνη απλού στρατιώτου˙ πρωταγωνιστής επαρουσιάζετο και την τιμήν του αγώνος όλην την απέδιδεν εις άλλους ˙ ενθουσιασμένος για την παλληκαριάν, ως παλληκάρι και ο ίδιος, την ετιμούσεν όπου την έβλεπε, και την αντάμειβε πλουσιοπάροχα˙ τους γνωστούς διά την ανδρείαν τους έκραζε κατ΄ όνομα, όταν εξεσπάθωνεν εν καιρώ μάχης, διά να τον ακολουθήσουν˙ έβγανε τα πιστόλια του από το ζωνάρι, και με αυτά, εις ανταμοιβήν παληκαριάς, εστόλιζε του παλληκαριού τη μέσην˙ έλυε την ζώνην του και έδινεν εις τας ανάγκας του πολέμου το ύστερον νόμισμα».
«Κι αν χρειάζεται άλλος φόρος τιμής», έγραψε ένας ξένος, ο Αμερικανός Φιλέλληνας Σάμιουελ Γκρίντλεϊ Χάου , τον «απένειμαν οι Τούρκοι με τις χαρμόσυνες μπαταριές τους και τις κραυγές τους που φανέρωναν την ευτυχία τους για το θάνατο εκείνου, που τόνε φοβόνταν πιότερο απ΄ όλους τους τιτλούχους Φιλέλληνες που αντιμετώπισαν».
Ακόμα και την ώρα που ο Μεγάλος Αρχηγός χαροπάλευε είχε στο νου του τους συντρόφους στον Αγώνα: «Ήθελα νάχω όλο το έθνος εδώ, μπροστά μου, για να του πω το τι αξίζετε εσείς …», ζητώντας από αυτούς μόνο «μια επιθυμιά ˙ αν πεθάνω σας ζητώ να με θάψετε σε μια Μεγάλη Εκκλησιά».