Η Ελλάδα δεν έχει ακόμη διαμορφώσει μια πραγματική «υψηλή στρατηγική» και το ερώτημα είναι αν θέλει να το κάνει, ή αν θέλει να αναπτύξει όλο και πιο ποικίλες στρατηγικές ανάλογα με το θέμα, όπως η βελτίωση της οικονομίας της, ο εκσυγχρονισμός της αμυντικής μας ικανότητας, η ελληνοτουρκική προσέγγιση, η επίλυση του Κυπριακού για να αναφέρουμε μόνο μερικές. Πολλές στρατηγικές δεν ισοδυναμούν με μία υψηλή στρατηγική, αλλά, στο σύνολό τους, μπορούν να αποκαλύψουν την ευρεία στρατηγική κατεύθυνση προς την οποία οδεύει η Ελλάδα. Αυτό που έχει παραμείνει αμετάβλητο στις στρατηγικές της Ελλάδος είναι οι υπολογισμοί της που είναι στενά συνδεδεμένοι με την επιρροή της αμυντικής συμμαχίας με τις ΗΠΑ (ΝΑΤΟ) και της εταιρικής σχέσης με την ΕΕ στην περιοχή μας και σε παγκόσμιο επίπεδο.
Του Δημήτρη Τσαϊλά*
Μια υψηλή στρατηγική αντανακλά το όραμα το οποίο έχουμε για την πατρίδα μας και για την επιθυμητή θέση της στο διεθνές σύστημα. Έχει ως στόχο να διαμορφώσει το διεθνές περιβάλλον με τρόπο που να ωφελεί μακροπρόθεσμους στρατηγικούς στόχους του κράτους. Πρόκειται για μια “top-down” προσέγγιση (προσέγγιση από την κορυφή προς τα κάτω ξεκινάει με τη μεγάλη εικόνα εξετάζοντας στη συνέχεια τα μικρότερα τμήματα), που υποτίθεται ότι πρέπει να διατηρηθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα, και επιδιώκει να κινητοποιήσει και να ενσωματώσει όλους τους διαθέσιμους εγχώριους πόρους και μέσα της εθνικής ισχύος (και όχι μόνο στρατιωτικά, αλλά και διπλωματικά, οικονομικά, πνευματικά, πολιτιστικά και πολιτικά), προκειμένου να διαμορφώσει το διεθνές περιβάλλον με τρόπους που αντανακλούν τις αξίες του κράτους και εξυπηρετούν τα εθνικά συμφέροντα μας.
Μια πρωτοβουλία για να επιδείξει η Ελλάδα μια αδιαμφισβήτητη θαλάσσια ανωτερότητα της Μεσογείου πέραν του Αιγαίου, πιστεύω ό, τι ταιριάζει απόλυτα με αυτή την περιγραφή. Πρόκειται για ένα μακροχρόνιο όραμα, που συνδυάζει όλα τα στοιχεία της ελληνικής ισχύος και χρησιμοποιεί όλα τα διαθέσιμα συγκριτικά πλεονεκτήματα, ώστε να παράξουμε ένα ευνοϊκό αποτέλεσμα. Οι οικονομικοί παράγοντες της Ελλάδος, οι οικονομικοί πόροι, οι κρατικές επιχειρήσεις, διπλωμάτες, ειδικοί σε θέματα ασφάλειας, διανοούμενοι και ΜΜΕ όλοι απαιτείται να συμμετάσχουν στην κοινή προσπάθεια κάτω από τα ηνία της πολιτικής ηγεσίας. Με άλλα λόγια, η απόκτηση μιας αδιαμφισβήτητης θαλάσσιας ισχύος είναι μια υψηλή στρατηγική, με συντονισμό που δίνει κατεύθυνση σε μια μεγάλη ποικιλία από εθνικούς πόρους για την επίτευξη ενός πολιτικού στόχου, που μπορεί να οριστεί ως «Μια νέα μεγάλη ιδέα του Ελληνισμού».
Τα τελευταία χρόνια η ανάγκη του Πολεμικού Ναυτικού να προσαρμοστεί στις νέες γεωστρατηγικές επιδιώξεις και να αντικρούσει το μεγάλο ανταγωνισμό ναυτικής ισχύος από την Τουρκία υπήρξε συχνά στην ημερήσια διάταξη των αναλυτών. Αυτό έρχεται πλέον σε ευθυγράμμιση με τις σημερινές μας απαιτήσεις, αφού η κυριαρχία του Πολεμικού Ναυτικού αμφισβητείται από τον αντίπαλο μας, απαιτώντας από τον στόλο μας να επιχειρεί πάντα σε υψηλό κίνδυνο. Αλλά, ποια είναι η προσέγγιση του Πολεμικού Ναυτικού για να προσφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα;
Η Ναυτική Στρατηγική, είναι ένα σχέδιο για τη διατήρηση της θαλάσσιας υπεροχής όπου συνειδητοποιούμε ότι για να είναι ανταγωνιστικό το Ναυτικό πρέπει να βρεθεί πιο κοντά στο χώρο δράσης όχι μόνο του Αιγαίου αλλά και της Νοτιοανατολικής Μεσογείου. Επίσης, να γίνει πιο ευκίνητο, βιώσιμο όπου πλέει, σε συνεννόηση και κοινή σχεδίαση με τους ημέτερους κλάδους των Ενόπλων Δυνάμεων. Να επιχειρεί σε συνεργασία με τους συμμάχους και τα ναυτικά των εταίρων, να είναι σε θέση να ελέγξει και περιοχές “βαθέων υδάτων” για μεγάλα χρονικά διαστήματα, και τέλος να διατηρεί την ύψιστη ετοιμότητα για θαλάσσιες συγκρούσεις.
Η φύση του ανταγωνισμού ισχύος του σήμερα και οι διατιθέμενοι πόροι περιορίζουν τον ορίζοντα στον οποίο μια μεγάλη οργάνωση όπως το Πολεμικό Ναυτικό έχει την ελευθερία της ανανέωσης και της προσαρμογής. Αυτό περιορίζει τις σωστές μετρήσεις για τον εντοπισμό των αναγκών μας. Οι ναυτικοί ηγέτες των τελευταίων δεκαετιών του 20ου αιώνα κατακλύστηκαν από τεχνολογικές αλλαγές, εξελισσόμενες θεωρίες του ναυτικού πολέμου και κατοχυρωμένα συμφέροντα της ειρήνης. Όμως αντί να κοιτάξουν τις επερχόμενες νέες απειλές και να οπτικοποιήσουν τις μάχες του μέλλοντος, αναζητούσαν καταφύγιο σε αυτό που είχε οδηγήσει στη ναυτική κυριαρχία της Ελλάδος μετά τις ναυμαχίες της Έλλης και Λήμνου, μέχρι που οι επιχειρήσεις στα Ίμια ανέτρεψαν αυτές τις σκέψεις. Το Πολεμικό Ναυτικό σήμερα, συνειδητοποιεί τις συνέπειες αυτών των ιστορικών διδαγμάτων για μια μελλοντική μάχη με την Τουρκία. Με αυτή τη συνειδητοποίηση, οι συγκλήσεις των σκέψεων μας, έχουν πλέον εντολή να βρεθούν τρόποι που να ενθαρρύνουν αν όχι, να απαιτούν την καινοτομία και αποτελεσματικότητα στο υλικό και το προσωπικό, για να διασφαλίσουμε ότι διατηρούμε μια προσαρμοστική, ευέλικτη και αποτελεσματική ναυτική δύναμη ικανή να προβλέψει γεγονότα και να κερδίσει σε όλο το φάσμα των συγκρούσεων. Ενώ αυτό φαίνεται σωστό, η καθοδήγηση περιλαμβάνει ένα αίνιγμα. Συνδυάζοντας την καινοτομία με την αποτελεσματικότητα, η τάση είναι προς τη διαχείριση και όχι για τη θεσμική προσαρμογή που απαιτείται για την ταχεία ανάπτυξη του πολέμου σε βαθιά νερά και του ανορθόδοξου ανταγωνισμού σε καιρό ειρήνης.
Οι πόλεμοι εκθέτουν τις ψευδείς υποθέσεις και τις άστοχες προτεραιότητες της περιόδου ειρήνης. Για να επιστρέψουμε αποτελεσματικά, χρειάζεται μια νέα δομή δυνάμεων και επιχειρησιακή σχεδίαση για τη διατήρηση της θαλάσσιας ανωτερότητας δίδοντας έμφαση στη διαχείριση της καινοτομίας και της δημιουργικότητας. Απαιτείται να διασφαλιστεί ότι τα ελληνικά ναυπηγεία θα κατασκευάσουν το νέο στόλο που θα ενταχθεί στον ανταγωνισμό μεγάλης ισχύος. Οι ηγεσίες μας θα πρέπει να ενθαρρύνουν τους ανώτερους αξιωματικούς να ενεργούν ως μέντορες στον εντοπισμό αξιωματικών που θα κατέχουν τα δύσκολα ποσοτικοποιημένα χαρακτηριστικά της κρίσης και της πρωτοβουλίας. Ομοίως, θα πρέπει να ενθαρρύνουν τα ανώτερα στελέχη και τα ιδρύματα όπως οι σχολές πολέμου να εντοπίζουν και να προωθούν τους αξιωματικούς που είναι γνωστοί για την καινοτομία, το δυναμισμό και την πρωτοβουλία. Θα πρέπει επίσης να δημιουργηθεί μια επιχειρησιακή σχεδίαση για μεγάλο ανταγωνισμό ισχύος, η οποία να διατυπώνει ένα συνεκτικό όραμα που θα περιγράφει λεπτομερώς πώς οι καθημερινές επιχειρήσεις και οι αποφάσεις μακροπρόθεσμων πόρων θα ενθαρρύνουν και θα επιβραβεύουν την καινοτομία και την πρωτοβουλία για να αποδώσουν αποτελέσματα εναντίον των αντιπάλων μας.
Η Θαλάσσια ανωτερότητα είναι ζωτικής σημασίας για την κατάρτιση, τη διατήρηση και την προώθηση των εθνικών μας συμφερόντων. Χωρίς ένα τέτοιο όραμα, το Πολεμικό Ναυτικό θα συνεχίσει την τάση που ακολούθησε μετά την Ίμια εποχή, να διαχειρίζεται μια μεταβαλλόμενη κατάσταση και τον υποκείμενο ανταγωνισμό, με φοβική νοοτροπία.
* Ο Υποναύαρχος ε.α. ΠΝ Δημήτρης Τσαϊλάς είναι Senior researcher of Strategy International και Member of Institute for National and International Security.
Δημοσιεύθηκε στην Εφημερίσα “Μακεδονία” την Κυριακή 12-04-2020