Πέρασαν περίπου δέκα μέρες ἀπὸ τὴν προηγούμενη ἐπικοινωνία μου μαζί σας. Ἔχουμε ἤδη παρακάμψει τὸ μέσον τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς καὶ ὑπολείπονται δέκα μέρες γιὰ νὰ ὁλοκληρωθεῖ αὐτὴ ἡ τόσο εὐλογημένη περίοδος τῶν πνευματικῶν ἀγώνων, ποὺ τὴν περιμέναμε μὲ περισσὴ λαχτάρα, ποὺ τὴν ξεκινήσαμε μὲ μεγάλες ἀποφάσεις καὶ προσδοκίες, ἀλλὰ ποὺ στὴν πρόοδό της ἐξελίχθηκε ἐντελῶς ἀπρόσμενα στὴν δυσκολότερη ἀσφαλῶς Σαρακοστὴ τῆς ζωῆς μας.
Ὅλες οἱ νέες συνθῆκες καὶ οἱ ὅροι ποὺ μᾶς ἔχουν ἐπιβληθεῖ, ἐκτὸς τοῦ ὅτι εἶναι πρωτόγνωρα, φαίνεται νὰ ἀντιστρατεύονται στὰ οὐσιαστικὰ μέσα ποὺ χρησιμοποιεῖ ἡ Ἐκκλησία μας γιὰ νὰ προετοιμασθοῦμε γιὰ τὸ Πάσχα καὶ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας, στὴν οὐσία γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ ζήσουμε πνευματικά. Χάσαμε τὴ δυνατότητα τῆς συνάξεως στοὺς ναούς μας, νὰ βρεθοῦμε ὅλοι μαζί, ἀπογυμνωθήκαμε ἀπὸ τὶς ἀκολουθίες, μᾶς ἀπαγορεύθηκαν οἱ λειτουργίες, στερηθήκαμε τὴ θεία κοινωνία, ἀκοῦμε μέτρα καὶ ἀποφάσεις ἀλλὰ πολὺ λίγα γιὰ μετάνοια, προσευχή, προσφυγὴ στὸν Θεό, αἴτηση τῆς δικῆς Του παρεμβάσεως. Μείναμε ὀρφανοί, μὲ μόνη συντροφιὰ τὸν φόβο, τὴν ἀνασφάλεια, τὴν ταραχή, τὴ σύγχυση, τὴ λογική μας, τὴν ἀνεπάρκεια τῆς ἐλπίδας μας στὴν ἐπιστήμη, τὶς ἐντάσεις. Νοιώθουμε ἐγκαταλελειμμένοι, μπερδεμένοι μέσα σὲ ἕνα χάος ἀντικρουόμενων ἀπόψεων καὶ προσεγγίσεων. Μιὰ γενικευμένη σύγχυση γιὰ τὸ τὶ εἶναι ἡ καθαρὴ πίστη καὶ εὐλάβεια, τὶ εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ποιὸ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ σήμερα, τὶ θὰ γίνει τὴν Μεγάλη Ἑβδομάδα, πῶς θὰ γιορτάσουμε τὸ Πάσχα.
Εὐτυχῶς, ποὺ ὅλα τὰ μέτρα εἶναι προσωρινά. Ἔτσι εὐχόμαστε. Θὰ περάσει ἡ δυσκολία καὶ ζοῦμε μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς ἀναψυχῆς μας.
Παρὰ ταῦτα, δὲν τὰ ἔχουμε χάσει ὅλα. Τὸ δοξαστικὸ τῶν αἴνων τῆς περασμένης Κυριακῆς ξεκινοῦσε μὲ μία προτροπή: «Δεῦτε ἐργασώμεθα ἐν τῷ μυστικῷ ἀμπελῶνι καρποὺς μετανοίας... ἐν προσευχαῖς καὶ νηστείαις τὰς ἀρετὰς κατορθοῦντες...» Στὸν ἀμπελῶνα τῆς χάριτος τοῦ Κυρίου ἔχουμε τρόπους νὰ ἐργασθοῦμε πνευματικά, νὰ καλλιεργήσουμε τὴ μετάνοια, ἔχουμε τὴ νηστεία, ἔχουμε τὴν προσευχή. Αὐτὰ δὲν είναι λίγα οὔτε μικρά. Μάλιστα μποροῦμε νὰ τὰ ἀξιοποιήσουμε καὶ τώρα, κάτω ἀπὸ τὰ σημερινὰ δεδομένα καὶ νὰ ὠφεληθεῖ ἡ ψυχή μας πολὺ καὶ μὲ μοναδικὸ τρόπο.
Κρατοῦμε τὴ νηστεία, στὴν ὁποία μάλιστα δίνουμε, ἴσως ἀναγκαστικά, πολὺ εὐρύτερη πλέον ἔννοια. Δὲν περιοριζόμαστε στὴ νηστεία τῶν τροφῶν, ἀλλὰ ζοῦμε τὴ νηστεία τῶν κινήσεων -εἴμαστε κλεισμένοι στὰ σπίτια μας-, τὴ νηστεία τῶν ποικίλων ἐπιθυμιῶν μας -οὔτε τὰ στοιχειώδη καὶ αὐτονόητα δὲν μποροῦμε πλέον εὔκολα νὰ κάνουμε-, τὴ νηστεία τῶν κοινωνικῶν ἐπαφῶν μας, ἀκόμη καὶ τὴ νηστεία τῶν ἀκολουθιῶν καὶ τῆς πνευματικῆς τροφοδοσίας μας· «ὁ Κύριος ἔδωκεν, ὁ Κύριος ἀφείλετο· ὡς τῷ Κυρίῳ ἔδοξεν, οὕτω καὶ ἐγένετο· εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον εἰς τοὺς αἰῶνας» (Ἰὼβ α΄ 21). Ὅ,τι εἴχαμε ὣς τώρα ἦταν δῶρο τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ νέα κατάσταση εἶναι κάτω ἀπὸ τὸ βλέμμα Του. Ἂς ζήσουμε μὲ ὑπομονή, ὅπως ὁ Ἰὼβ στερημένος τὶς θυγατέρες του· μὲ ὑπακοή, ὅπως ὁ Νῶε κλεισμένος στὴν κιβωτό· μὲ συντριβὴ καὶ μετάνοια, ὅπως ὁ Ἰωνᾶς στὴν κοιλιὰ τοῦ κήτους· μὲ ἀγωνιστικὸ φρόνημα, ὅπως οἱ ἔγκλειστοι ἅγιοί μας, ὅπως οἱ ὅσιοι ἐρημίτες μας. Γιὰ λίγες μόνον ἑβδομάδες, ὄχι γιὰ πολύ. Μὲ τὶς ὅποιες λιγότερες ἀνέσεις μας. Μὲ τὴν παρηγορία τῆς θεϊκῆς παρουσίας καὶ προστασίας. Δὲν εἶναι λίγα αὐτά.
Στερηθήκαμε τὶς ἀκολουθίες μας, δὲν μᾶς ἀπαγορεύθηκε ὅμως ἡ προσευχή. Ἴσως μάλιστα νὰ γίνεται μὲ περισσότερη θέρμη τώρα, ἴσως νὰ βγαίνει μὲ πιὸ πολὺ πόνο καὶ λαχτάρα, ἀπὸ πιὸ βαθιά, ἴσως νὰ δίνουμε καὶ περισσότερο χρόνο, ἴσως νὰ εἶναι πιὸ ἀληθινή, πιὸ γνήσια, πιὸ αὐθεντική. Ζοῦμε λίγο σὰν τοὺς ἐξόριστους Ἑβραίους στὴ Βαβυλώνα. Περίοδος αἰχμαλωσίας, ἡ ὁποία ὅμως ἀνέδειξε μεγάλες μορφές, τοὺς Τρεῖς Παῖδες καὶ τὸν Προφήτη Δανιήλ, ὅπως καὶ τὸν Ἱερεμία. Πρέπει νὰ ζήσουμε πνευματικὰ τὴ στέρηση. Δὲν εἶναι δική μας ἐπιλογή. Τὴν ἀνάγκη πρέπει νὰ τὴν κάνουμε φιλοτιμία. Καὶ ὁ Θεὸς θὰ εὐλογήσει, καὶ πολύ μάλιστα. Ἀρκεῖ νὰ μὴ χάσουμε τὴν ἐλπίδα μας σὲ Αὐτόν. Ἐλπίδα ὄχι ὅτι θὰ γλιτώσουμε ἀπὸ τὴν ἀπειλὴ τοῦ κορωνοϊοῦ, ἀλλὰ ὅτι δὲν θὰ χάσουμε τὴν παρουσία τοῦ Κυρίου στὴ ζωή μας.
Ἀρκεῖ γιὰ ὅλα αὐτὰ νὰ μὴ διαγράψουμε ἀπὸ τὸν ὁρίζοντά μας τὴν προοπτική μας, τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ· Αὐτὸ κράτησε τοὺς Ἑβραίους ζωντανοὺς μέσα στὴν αἰχμαλωσία τους, ἡ ἀνάμνηση τῆς Ἱερουσαλήμ, ἡ χαρά τῆς προσδοκίας της, τὸ ὅραμα τῆς ἐπιστροφῆς· «ἐὰν ἐπιλάθωμαί σου, ῾Ιερουσαλήμ, ἐπιλησθείη ἡ δεξιά μου· κολληθείη ἡ γλῶσσά μου τῷ λάρυγγί μου, ἐὰν μὴ προανατάξωμαι τὴν ῾Ιερουσαλὴμ ὡς ἐν ἀρχῇ τῆς εὐφροσύνης μου» (Ψαλμ. ρλστ΄ 5,6). Δὲν εἶχαν τὸν ναό τους, στερήθηκαν τὴν κιβωτό τους. Αὐτὸ κρατάει κι ἐμᾶς στὴν περίοδο αὐτὴν τῶν πνευματικῶν στερήσεων. Μᾶς λείπει ὁ ναός μας, οἱ ἀκολουθίες, τὰ μυστήρια. Ὅμως ζοῦμε μὲ τὴν προσδοκία τοῦ Ἀναστάντος. Τὸν περιμένουμε. Γι’ αὐτὸ ζοῦμε. Γι’ Αὐτὸν ζοῦμε.
Ἡ περίοδος αὐτὴ καὶ οἱ συνθῆκες της προσφέρονται καὶ γιὰ λίγο «ταμεῖον», γιὰ λίγη στροφὴ μέσα μας, γιὰ μυστικὴ προσευχή, γιὰ ἐσωτερικὴ ἐξομολόγηση. Ἂς ἐφαρμόσουμε τὰ λόγια τοῦ Προφήτη Ἠσαΐα: «Βάδιζε, λαός μου, εἴσελθε εἰς τὰ ταμιεῖά σου, ἀπόκλεισον τὴν θύραν σου, ἀποκρύβηθι μικρὸν ὅσον ὅσον, ἕως ἂν παρέλθῃ ἡ ὀργὴ Κυρίου». (Ἠσ. κστ΄ 20), προχώρα ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ, μπὲς στὸ κελλὶ τῆς προσευχῆς σου, κλεῖσε τὴν πόρτα σου, κρύψου γιὰ λίγο, ἕως ὅτου περάσει ἡ δοκιμασία, ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ. Ἡ Μεγάλη Σαρακοστὴ οὕτως ἢ ἄλλως εἶναι περίοδος περιορισμένων λειτουργιῶν, περισυλλογῆς, μονώσεως καὶ ἐσωτερικῆς ζωῆς. Μήπως, ἀδελφοί μου, εἶναι ὥρα νὰ ἡσυχάσουμε λίγο μέσα μας; Ὅσοι καὶ ὅσο μποροῦμε. Θὰ ἔχουμε μεγάλη εὐλογία.
Ἡ προτροπὴ ποὺ ἀκούγεται ἀπὸ πολλοὺς «νὰ κάνουμε ἐκκλησία τὸ κάθε σπίτι» εἶναι τόσο ὡραία καὶ τόσο καλὰ ἐντεταγμένη μέσα στὸ πνεῦμα καὶ τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἔτσι πρέπει νὰ εἶναι τὰ σπίτια μας, «κατ’ οἶκον ἐκκλησίες». Γιατὶ ὄχι; Τὸ νὰ κάνουμε βέβαια τὸ σπίτι μας ἐκκλησία καὶ τὸ νὰ διατηρήσουμε ζωντανὴ τὴν πίστη μας δὲν εἶναι καθόλου εὔκολο. Εἶναι ὅμως ἀναγκαῖο. Καὶ ἂν δὲν τὸ ἔχουμε κάνει μέχρι σήμερα, εὐκαιρία νὰ τὸ προσπαθήσουμε τώρα. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ζοῦμε ὅλοι κάτω ἀπὸ ἐξαιρετικὰ δύσκολες συνθῆκες. Καὶ βέβαια, ὅ,τι καὶ νὰ κάνουμε τὸ σπίτι μας δὲν μπορεῖ νὰ ἀντικαταστήσει τὴν ἐκκλησία. Ἡ δυσκολία ὅμως ἀναδεικνύει τὴ χάρη. Γι’ αὐτὸ δὲν ἀπογοητευόμαστε. Κάνουμε ὅ,τι μποροῦμε καὶ περιμένουμε τὸν Κύριο.
Τὸ βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως τελειώνει μὲ μία ὑπόσχεση τοῦ Κυρίου: «Ναί, ἔρχομαι ταχύ», ἔρχομαι γρήγορα. Καὶ μία ἀπάντηση: «Ἀμήν. Ναί, ἔρχου, Κύριε Ἰησοῦ». Ἔτσι τελειώνει καὶ ἡ Καινὴ Διαθήκη, μὲ αὐτὴν τὴν εὐχή. Ἔτσι προσεύχεται ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μέσα στοὺς αἰῶνες. Αὐτὴ εἶναι καὶ ἡ δική μας ἐσωτερικὴ εὐχὴ και ἐλπίδα. Περιμένουμε τὸν Κύριο στὴ ζωή μας, Τὸν περιμένουμε στὸν κόσμο μας, Τὸν περιμένουμε στὴν καρδιά μας.
«Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ μετὰ πάντων τῶν ἁγίων· ἀμήν» (Ἀποκ. κβ΄ 21).
Μετ’ εὐχῶν καὶ πολλῆς τῆς ἐν Κυρίῳ ἀγάπης,
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
† ῾Ο Μεσογαίας καὶ Λαυρεωτικῆς ΝΙΚΟΛΑΟΣ