Ο τελευταίος Ρωμιός στρατιώτης-αυτοκράτορας

Όταν άνοιξα το ιστορικό μυθιστόρημα του Κώστα Δ. Κυριαζή «Κωνσταντίνος Παλαιολόγος» (1) δεν είχα φανταστεί ότι θα με κράταγε ξάγρυπνο διαβάζοντάς το μονομιάς. Ο Κυριαζής φαίνεται πως εμπνεύστηκε από το χρονικό της άλωσης του Γεωργίου Φραντζή (2), συνεργάτη του αυτοκράτορα της Ρωμανίας (4)(5) Παλαιολόγου, αυτόπτη μάρτυρα και μαχητή κατά την άλωση. Τελειώνοντας την ανάγνωση, ξημερώματα πια, ο Ρωμιός (3)(5) Δραγάσης (6) κατείχε, πλέον, ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου.
(1) «… … Ο Παλαιολόγος σταμάτησε, τους αγκάλιασε όλους με το βλέμμα του και, ενώ μέχρι τα παλάτια, μέχρι τη μεγάλη αίθουσα ερχόταν η βοή από το τούρκικο στρατόπεδο, με μάτια υγρά από τη συγκίνηση πρόφερε τα τελευταία τούτα λόγια:
  • Δεν μου μένει, αλίμονο, καιρός να πω περισσότερα. Το ταπεινωμένο σκήπτρο μου το παραδίνω στα χέρια σας σαν νάτανε δικό σας. Ακούσατε τα λόγια μου, τις συμβουλές μου. Είμαι βέβαιος πως θα το φυλάξετε και θα το υπερασπιστήτε. Ακούσατε τα λόγια μου, τις συμβουλές μου. Πρέπει όμως ακόμη να μάθετε και τούτο: Αν με την καρδιά σας ακολουθήσετε αυτά που είπα, ελπίζω στο Θεό ότι θα λυτρωθούμε. Αν όμως ετούτες οι ελπίδες μου χαθούνε, στεφάνι αδαμάντινο μας περιμένει όλους μας στον ουρανό και η μνήμη μας θα μείνη χαραγμένη στο νου όλου του κόσμου, που έρχεται και φεύγει από τη γη όπου πατούμε.
Τώρα όλοι ήταν δακρυσμένοι. Όλοι, από τον πρώτο μέχρι τον τελευταίο. Ρωμιοί, Βενετσιάνοι, Γενοβέζοι, όλοι τους με μια φωνή, που έκανε να τρίξουν τα παραθύρια του Αλεξιακού των Βλαχερνών, φώναξαν:
  • Θα πεθάνουμε όλοι μας για την πίστη στο Χριστό, για την Πατρίδα μας!
Τα στήθη του Κωνσταντίνου φούσκωσαν από χαρά και με φωνή ολόγεμη απάντησε στην προσλαλιά τους:
  • Αδέλφια μου, στρατιώτες! Ετοιμαστήτε για το πρωί και, με τη βοήθεια του Θεού και της μεγάλης Χάρης Του, με τη βοήθεια της Πάνσεπτης Τριάδας, που πάντα τόσο κοντά μας στάθηκε, θα διώξουμε τους Αγαρηνούς από τα τείχη και θα τους υποχρεώσουμε να λύσουν την άτιμη πολιορκία τους!
… …
Μπήκε στη Μεγάλη Εκκλησιά, που μύριζε θυμίαμα και λιβανωτό, ο Κωνσταντίνος, προχώρησε και στάθηκε μπροστά στο ιερό βήμα και, ενώ οι παπάδες έψελναν κι ενώ τα ασημοκάντηλα και τα κεριά σκόρπιζαν ζεστό ένα φως τριγύρω τους, τα χείλη του σχημάτισαν μια προσευχή στον Πλάστη του.
Ύστερα, όταν τελείωσε πια η λειτουργία, όταν ο πρώτος της εκκλησίας εβγήκε από το Ιερό κρατώντας το ολόχρυσο Δισκοπότηρο, ο Κωνσταντίνος πλησίασε και μετάλαβε των Αχράντων Μυστηρίων, ζητώντας από μέσα του συγγνώμη στο Θεό του, που Τον πρόσβαλε και δέχτηκε να γίνη εκείνο που θάφερνε, όπως πίστευε, τη λύτρωση της Ρωμιοσύνης από τους Αγαρηνούς.
Μετάλαβε κι ο Λάσκαρις, όπως και οι άλλοι στρατηγοί και οι τουμάρχες και οι μεγάλοι της Αυτοκρατορίας, και τα χείλη του δεν σχημάτισαν προσευχή, καθώς έπαιρνε το Αίμα και το Σώμα του Χριστού, γιατί δεν ήξερε τι έπρεπε να Του ζητήση: Το θάνατο και την απολύτρωση, όπως εμάντευε ότι ζήτησε ο Κωνσταντίνος, ή τη ζωή μακριά από την Πατρίδα, κοντά σε μια γυναίκα, που ελάτρευε, κι ένα παιδί, που είχε την ανάγκη του;
...
Πρόσεχε τον Παλαιολόγο και, βλέποντας τα χείλη του που αργοσάλευαν, αναρωτιόταν τι ναταν εκείνο που ζητούσε από το Θεό. Σκέφτηκε κάμποσα λεπτά κι ένα ανατρίχιασμα μπήκε στην ψυχή του.
Το θάνατο εγύρευε, το θάνατο που φέρνει τη λησμοσύνη. Τη γαλήνη, που δεν γνώρισε σ’ ολόκληρη τη ζήση του… Αναλογίστηκε ο Λάσκαρις τους αγώνες του Δραγάση, την πίστη του στα πεπρωμένα της Φυλής, τα όνειρά του, τη δυστυχία που ήταν πιστός του σύντροφος μέχρις ετούτη τη στιγμή, το πένθος του. Έφερε στο νου του τις ελπίδες και τις απογοητεύσεις του και τα στήθη του φουσκώνανε σ’ ένα λυγμό, γιατί το ένιωθε, το ζούσε, ότι τώρα, μέσα στη Μεγάλη Εκκλησιά, που έλαμπε ολόκληρη, γραφόταν ένα κεφάλαιο της Ιστορίας των Ρωμιών. Το τελευταίο ίσως, το λαμπρότερο, το πιο δραματικό.
… …
Για μια στιγμή είδε το βλέμμα του Δραγάση ν’ ανεβαίνη ψηλά στον Παντοκράτορα κι ένιωσε την καρδιά του να σταματάη τους χτύπους της:
  • Θεέ μου, μουρμούρισε άθελά του κείνη τη στιγμή. Τον Κωνσταντίνο, το Βασιλέα, τον άνθρωπο, σπλαχνίσου τον και δος του μια χαρά μέσα στις τόσες λύπες του και, αν το θέλημά Σου δεν είναι να νικήση… Αν πρέπει οι Τούρκοι να βεβηλώσουν τα σπίτια Σου, σπλαχνίσου τον ξανά και δος του εκείνο, που τόσο θερμά, πιστεύω, Σου ζητάει: το θάνατο του αντρειωμένου.
… …
Ο Λάσκαρις ζύγωσε τον Αυτοκράτορα, τον είδε χλωμό σαν πεθαμένο να μάχεται απελπισμένα:
  • Πήραν την Πόλη και ζω ακόμη; Τον άκουσε κάποια στιγμή να ξεφωνίζη, καθώς έφτασαν ξανά στ’ αυτιά του οι θρήνοι από μέσα.
Ξαναβουρκώσανε τα μάτια του Λάσκαρι μέσα στη μάχη. Ξαναβουρκώσανε και, παρ’ όλο το Χάρο που θέριζε κοντά του, τα χείλη του σχημάτισαν μια προσευχή:
  • Δώσε του το θάνατο Θεέ μου! Το θάνατο του αντρειωμένου. Εδώ, ετούτη τη στιγμή!
Οι θρήνοι δυνάμωσαν από μέσα. Κάποια στιγμή ο Δημήτριος γύρισε το κεφάλι του και είδε στο εσωτερικό τείχους του Τούρκους, πουχανε μπει πια μέσα, να ρίχνουνε από ψηλά γυναίκες, παιδιά, καλόγερους και καλογέρισες.
  • Δώστε του το θάνατο, Θεέ μου! Ξαναπροσευχήθηκε ο Δημήτριος.
Χλωμός σαν πεθαμένος ο Κωνσταντίνος είδε γύρω του τους μαχητές να φεύγουνε, Ρωμιούς και Γενοβέζους. Να φεύγουν, να χάνονται, αραιώνοντας ακόμη περισσότερο τη χούφτα εκείνων των πιστών που πολεμούσαν πάντα. Τους είδε και η απόγνωση γράφτηκε στο πρόσωπό του.
Για μια στιγμή φαντάστηκε τον εαυτό του αιχμάλωτο του Μωάμεθ. Αιχμάλωτο και ταπεινωμένο μέσα στην Πόλη, που με τόση αντρειωσύνη υπερασπίστηκε αβοήθητος από παντού, και η ανδρική καρδιά του σκίρτησε και από τα στήθη του βγήκε μια φωνή μεγάλη. Φωνή, που πρόδινε τη μάχη που γινόταν στο μυαλό του:
  • Δεν υπάρχει κανένας Χριστιανός να μου πάρη το κεφάλι;
Η φωνή του, φωνή λιονταριού που αγωνίζεται τον τελευταίο αγώνα του, ξεψύχησε στο στόμα του. Ένας γενίτσαρος, τον χτύπησε από πίσω. Κλονίστηκε ο Δραγάσης πάνω στο άλογό του. Όμως, γύρισε και με μια σπαθιά του πήρε το κεφάλι. Αίματα αρχίσανε να τρέχουν από την πλάτη του.
Ο Λάσκαρις τον είχε πια ζυγώσει. Μαχότανε κοντά του. Έβλεπε το πρόσωπό του να χάνη το χρώμα του. Είδε για μια στιγμή τα μάτια του. Ήταν δακρυσμένα. Όμως πολεμούσε. Πολεμούσε πάντα.
… …
Κάποτε, θολό το βλέμμα του Κωνσταντίνου, έπεσε πάνω στο Λάσκαρι κι απομακρύνθηκε αμέσως, γιατί κάποιος Τούρκος χυμούσε πάνω του με ένα κοντάρι.
Ο Λάσκαρις είδε τον Τούρκο και, παρ’ όλη την προσευχή που είχε κάνει να βρη το θάνατο του αντρειωμένου ο Αυτοκράτωρ, σήκωσε το σπαθί του για να τον φυλάξη. Δεν πρόλαβε. Το κοντάρι μπήχτηκε στο στήθος του Κωνσταντίνου κι έπεσε νεκρός από το άλογό του.
  • Τετέλεσται, μούγκρισε ο Δημήτριος και σαν τρελός άρχισε να μάχεται με τόση ορμή, που γρήγορα άνοιξε έναν αιμάτινο δρόμο μπροστά του.
Μαχόταν και ξεφώνιζε κι αφροί βγαίναν από το στόμα του. Τώρα πια δε θυμόταν ούτε Λεωνόρα, ούτε παιδί, ούτε τίποτε. Είχε πεθάνει ο Αυτοκράτωρ, η ελπίδα του, ο άνθρωπος που λάτρευε. Είχε πεθάνει πάνω στις επάλξεις σαν στρατιώτης, με το σπαθί στο χέρι.
Πολεμούσε ο Λάσκαρις γυρεύοντας κι αυτός το θάνατο και, καθώς στο νου του πέρασε μια εικόνα, ανατρίχιασε σύγκορμος: Το όνειρό του στο Μυστρά… Ο πατέρας του… Η Πόλη που του έδειχνε, το ανθρωπομάνι που έφευγε μπροστά στου Τούρκους….
  • Πήραν την Πόλη, πήραν την!
Ο Θρήνος από μέσα δυνάμωσε, πέταξε πάνω από τη Βασιλεύουσα, έφθασε μέχρι το θρόνο του Θεού κι Εκείνος απόστρεψε το πρόσωπό Του.
… …
Αρχοντολόι και λαός, ανθρωποθάλασσα ανταριασμένη, έτρεξαν, μπροστά στα κύματα των Τούρκων που μπαίναν στην πατημένη Πόλη, στις εκκλησιές να βρουν σωτηρία κοντά στους Αγγελους, που, αλίμονο, είχαν πια φύγει, κοντά στις εικόνες που δάκρυζαν, δίπλα στις καμπάνες, που σκίζαν τον αγέρα με τις βαριές, απελπισμένες τους φωνές:
Εάλω η Πόλις!»
Σαν σήμερα, την 29η Μαΐου του 1453, έπειτα από 54 ημέρες σκληρής πολιορκίας αλώθηκε η Πόλη. Σήμερα, πολιορκούνται οι αξίες μας, τα ιδανικά μας, τα ήθη μας, οι ελευθερίες μας, τα δικαιώματά μας, η πίστη μας, η ιστορία μας, η αξιοπρέπειά μας, η ανθρωπιά μας, η υπόστασή μας, η ψυχή μας, η καρδιά μας. Σήμερα, πολιορκούνται οι Έλληνες, ο Ρωμιοί, η Ελλάδα, η Ρωμιοσύνη.
Θα αλωθούμε; Αμαχητί;

Κωνσταντίνος Μαργέλης
Λευκάδα, 29η Μαΐου 2020

Σημειώσεις:
(1) «Κωνσταντίνος Παλαιολόγος» του Κώστα Δ. Κυριαζή, εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της «Εστίας» Ι.Δ. Κολλάρου και ΣΙΑΣ Α.Ε.
(6) Γεννήθηκε στις 8 Φεβρουαρίου του 1405 στην Κωνσταντινούπολη και ήταν το όγδοο από τα δέκα παιδιά του Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγου και της Ελένης Δραγάση, κόρης του Σέρβου ηγεμόνα Κονσταντίν Ντράγκας Ντεγιάνοβιτς. Υπεραγαπούσε τη μητέρα του και πρόσθεσε το επώνυμό της (Δραγάση) δίπλα στο δικό του, όταν ανέβηκε στον αυτοκρατορικό θρόνο.
Νεότερη Παλαιότερη
--------------
Ακούστε το τελευταίο ηχητικό από τη ΜΕΣΗ ΓΡΑΜΜΗ


Η Freepen.gr ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρει για τα άρθρα / αναρτήσεις που δημοσιεύονται και απηχούν τις απόψεις των συντακτών τους και δε σημαίνει πως τα υιοθετεί. Σε περίπτωση που θεωρείτε πως θίγεστε από κάποιο εξ αυτών ή ότι υπάρχει κάποιο σφάλμα, επικοινωνήστε μέσω e-mail