Σαν σήμερα 9 Μαΐου, πριν 44 χρόνια, η Γερμανίδα Ουλρίκε Μαρί Μάινχοφ βρέθηκε κρεμασμένη μέσα στο κελί της αρ. 719 στις φυλακές υψίστης ασφαλείας Σταμχάιμ. Η επίσημη ιατρική γνωμάτευση ήταν η αυτοκτονία, παρά τις όποιες αμφισβητήσεις.
Στη δύσκολη γεμάτη μεταπτώσεις πορεία της σύντομης ζωής της, από την καταξιωμένη και επιθετική δημοσιογραφία μιας «αριστεράς του σαλονιού», στην εξωκοινοβουλευτική διαμαρτυρία και αντίσταση, κι από εκεί, εκών άκων, «στα σκοτάδια της τρομοκρατίας» και τελικά στην «απόλυτη μοναξιά» και την τραγική αυτοκτονία τής αποδόθηκαν διάφοροι χαρακτηρισμοί που δύσκολα θα ταίριαζαν σε έναν κοινό τρομοκράτη και «υπ. αρ. Ένα Εχθρό του Κράτους».
Άνθρωποι που τη γνώριζαν, από τον κόσμο της δημοσιογραφίας, της θεολογίας, της ποίησης, των γραμμάτων, του θεάτρου, της πολιτικής, της μουσικής, την «αγιογράφησαν»: «Ζαν Ντ΄ Αρκ της Αριστεράς», «σημαντικότερη Γερμανίδα μετά τη Ρόζα Λούξεμπουργκ», «Σόφη» (Σολ) της αντίστασης, «το κορίτσι με το φλάουτο», «Άγια Ιωάννα», «Ουλρίκε Μαρία Στιούαρτ», «εικόνα της αδογμάτιστης γερμανικής Αριστεράς», «μια μοναχή χωρίς ηγούμενο», «το σοβαρό κορίτσι», «η κλασική κόκκινη μάγισσα», «ενσάρκωση της διανοητικής ειλικρίνειας». Ακόμη και ο πρώην Πρόεδρος της Γερμανίας Χάινεμαν, λίγο πριν πεθάνει, είπε γι αυτήν : «Με όλα αυτά που έκανε, όσο και ακατανόητα να ήταν, εννοούσε εμάς.» Στον επικήδειό της ο πνευματικός της πάστορας και καθηγητής θεολογίας Χέλμουτ Γκόλβιτσερ είπε γι αυτήν πως «ήταν ένας άνθρωπος με μια δύσκολη ζωή, που την έκανε δύσκολη επειδή άφησε τη δυστυχία των άλλων να έρθει τόσο κοντά της.» Ακόμη και η συντρόφισσα και «αντίζηλός» της, η Γκούντρουν Ένσλιν, ομολόγησε : «Και ο καθένας, εκτός φυσικά από εσένα, γνωρίζει ότι εσύ ήσουν, είσαι και θα είσαι η φωνή της RAF (Rote Armee Fraktion / Φράξια Κόκκινος Στρατός»).
Μετά θάνατον, η Μάινχοφ έγινε βιβλίο, κινηματογράφος, θέατρο, μουσική. Εκείνη, αυτό που ήθελε ήταν να παραμείνει και να γεράσει στη πατρίδα της για να δει τις αλλαγές που η ίδια πίστευε και αγωνίζονταν, όπως τις διατύπωσε σ΄ ένα μακροσκελές κείμενό της από το 1962 («In der Bundesrepublik alt werden?», Der Spiegel, 14-8-2016). Κάποιες από αυτές έγιναν πραγματικότητα, πολλές άλλες όχι. Αν ζούσε σήμερα θα ήταν στα 86 της, και το σίγουρο είναι ότι αν παρέμεινε ακόμα στον κόσμο της Αριστεράς θα ένοιωθε ακόμη μεγαλύτερη μοναξιά από τότε που από μια χριστιανή ειρηνιστής, που καταδίκαζε τον ανελέητο βομβαρδισμό της Δρέσδης από τους συμμάχους όσο και αυτούς στο Βιετνάμ, μετατράπηκε σε μια ολωσδιόλου ακατάλληλη τρομοκράτισσα.