ΦΑΝΑΡΙΑ ΤΗΣ ΧΙΟΥ- ΒΕΝΕΤΙΚΟ - Το Βενέτικο είναι απόκρημνη νησίδα βρίσκεται στα νότια της Χίου, 1.5 ναυτικό μίλι από το ακρωτήριο Μάστιχο ή Ουρά που αποτελεί το νοτιότερο σημείο της Χίου. Έχει μήκος 270 μέτρα και πλάτος 170 περίπου μέτρα. Το ύψος του είναι 78 μέτρα.
υποναυάρχου ε.α.
προέδρου Κοινωνίας Αξιών
Η θάλασσα γύρω από την βραχονησίδα έχει βάθος γύρω στα 100 μέτρα. Αν εξαιρέσει κανείς μια μικρή βάλα στα ανατολικά (“Bάλα” στην νησιώτικη διάλεκτο σημαίνει «στενός όρμος, στον οποίο μπορούν να προσεγγίσουν πλοία), που πάνω της κρέμονται βράχια ύψους 20 μέτρων, δεν υπάρχει απάγκιο μέρος στο νησί. Το σημείο που αρχίζει το μονοπάτι, λίγο νοτιότερα από τη βάλα, δεν προσφέρεται για ασφαλές δέσιμο σκάφους. Για να ανέβει κανείς στο μονοπάτι, πρέπει να ακουμπήσει το σκάφος στα βράχια και να πηδήξει έξω.
Στην κορυφή του Βενέτικου υπάρχει μικρός αυτόματος φάρος (φανάρι), μια κυλινδρική μεταλλική κατασκευή που τροφοδοτείται με ηλιακά στοιχεία. Ο φάρος κάνει 2 αναλαμπές κάθε 15 δευτερόλεπτα έχοντας εμβέλεια 9 ναυτικών μιλίων. Από την μόνη πρόσβαση στο Νότιο μέρος και για τη διευκόλυνση της συντηρήσεως του φάρου, έχουν κατασκευαστεί πέτρινα σκαλοπάτια και εξαιρετικό λιθόστρωτο μονοπάτι μήκους 500 μέτρων, και πλάτους 1,5μ, με εκτεταμένα τοιχία αντιστήριξης, που ανεβαίνει φιδωτά στο βράχο,.
Η νησίδα δεν είναι έρημη. Σε ξεκουφαίνουν τα θαλασσοπούλια που στριφογυρίζουν στην κορφή. Μπορείτε να δείτε στα απόκρημνα βράχια φωλιές από γλάρους και γεράκια. Η νησίδα έχει χαρακτηριστεί από το Ευρωπαϊκό Οικολογικό Δίκτυο NATURA 2000 ως Ζώνη Ειδικής Προστασίας για το είδος γερακιού Falco eleonorae.
Η βλάστηση, εκεί που δεν φτάνει το κύμα (μετά τα 15 μέτρα) είναι η τυπική των ασβεστολιθικών υψωμάτων της Χίου με αστιφίδες, αγριόσκινους και αγριελιές. που σιγά σιγά με τις ρίζες τους ξεθεμελιώνουν το υπέροχο λιθόστρωτο μονοπάτι.
ΣΑΝ ΧΘΕΣ ΕΦΘΑΣΕ ΣΤΗΝ ΧΙΟ Η ΑΡΜΑΔΑ ΤΟΥ ΙΑΚΩΒΟΥ ΤΟΜΠΑΖΗ
Σαν χθες, πρώτη του Μάη το 1821, ο Ιάκωβος Τομπάζης, Υδραίος καπετάνιος, βύθισε Τουρκική γολέτα στο στενό της Χίου.
Ο ενωμένος ελληνικός στόλος, αποτελούνταν από 20 Υδραίϊκα, 15 Σπετσιώτικα καί άλλα τόσα Ψαριανά, μέ αρχηγούς αντίστοιχα τούς Γιακουμάκη (Ιάκωβο) Τομπάζη, Γεώργιο Ανδρούτσο και Νικολή Αποστόλη. Ο τουρκικός στόλος είχε αποπλεύσει από τον ναύσταθμο της Πόλης και περνούσε τόν Ελλήσποντο γιά νά επιβάλλει τήν τάξη στά νησιά τών ραγιάδων. Την Τουρκική αρμάδα διοικούσε ο Καρά Αλής “καπετάν βεγής”. Από τον στόλο του όμως έλειπαν οι ικανότατοι ναύτες τσαμιτσαλίδες καί σουλουτσαλίδες, (οι οποίοι δέν ήταν άλλοι από τούς Υδραίους καί τούς Σπετσιώτες) καί είχαν απομείνει στή διάθεση του μόνο Τούρκοι φερμένοι από τήν Ανατολή, ικανοί ως στρατιώτες αλλά ανίδεοι στή ναυσιπλοΐα.
Η αρχική πρόθεση των Ελλήνων ήταν να αποκλείσουν τον Ελλήσποντο, αλλά τα ελληνικά μπρίκια δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσουν στο ανοικτό πέλαγος τα πανίσχυρα ντελίνια και τις φρεγάτες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Έτσι αποφασίσθηκε να αποφύγουν την απευθείας αναμέτρηση στο πέλαγος, να κατοπτεύουν τον Τουρκικό στόλο και να κάνουν αιφνιδιαστικές επιδρομές εναντίον του (. Αυτές ήταν οι οδηγίες πού είχαν έλθει από την Ύδρα.
Πάνω στην ναυαρχίδα του Ιάκωβου Τομπάζη τον “Θεμιστοκλή”, αποφασίσθηκε η εκτεταμένη χρήση πυρπολικών στον αγώνα για την απελευθέρωση της πατρίδος μας.
(Ακολουθούν χαρακτηριστικά αποσπάσματα από το έργο του Τάκη Λάππα: «Οι μπουρλοτιέρηδες τού εικοσιένα»)
" Στίς 23 τού Μάη στά 1821 φάνηκε ο τουρκικός στόλος. Ένα ψηλόθωρο βασέλο - ντελίνι τρικούβερτο μ' ογδονταπέντε κανόνια, μέ γεμάτα πανιά, αρμένιζε ολομόναχο κατά τή Μυτιλήνη. Τό όνομά του "Μπέτ τάς κοπάν" (κινούμενος βράχος). Ρεΐζης (πλοίαρχος) ο Οσμάν Αρναούτ Γκέκας. Η απανεμιά τό ανάγκασε ν' αράξει στό λιμανάκι τής Ερεσού.".......
«Άναψαν οι Γραικοί. Μέ τό λιγοστό αέρα θέλησαν νά τό ζυγώσουν με πρώτο τον Ζάκα μέ τόν γρήγορο "Αχιλλέα" του. Μόλις τόν είδαν οι Τούρκοι νά σιμώνει, τού ρίχνουν μερικές κανονιές καί ο Ζάκας κάνει πίσω. Κι ο ναύαρχος Τομπάζης πού στήν κουβέρτα τού "Θεμιστοκλή" είχε τά πιό μεγάλα κανόνια, έριξε στό βασέλο δυό τρείς κανονιές. Πήγανε χαμένες οι μπάλλες στό νερό.»
«- "Απ΄τήν Πάργα είσαι";
- "Ναί καπετάνιε. Είμαι ο Γιάννης Δημολίτσας, μά οι Ψαριανοί μέ φωνάζουν Πατατούκο".
- "Καί πώς βρέθηκες σέ τούτα τά μέρη;"
- "Όταν οι Εγγλέζοι, καπετάν Γιακουμάκη, πούλησαν τήν πατρίδα μου τήν Πάργα στόν Αλή πασά, ξενιτεύτηκα. Μπήκα σ' ένα καράβι νά δουλέψω. Ήταν τού γιού τού καπετάν Νικολή τού Αποστόλη".
- "Θά μπορέσεις νά φτιάξεις ένα μπουρλότο;"
- "Θά μπορέσω. Νά πάρω καί τόν Ρώσο τόν Ιβάν Αφανάσιεφ πού είναι γεμιτζής στό καράβι τού καπετάν Λάζαρου Λαλεχού;"
- "Καί τό ρωτάς;"
Δούλεψαν ασταμάτητα νύχτα μέρα καί μπόρεσαν νά ετοιμάσουν τό μπουρλότο. Έλειπε τώρα ο καπετάνιος του, ο μπουρλοτιέρης. Ο καθένας δίσταζε. Ποιός νάμπει σέ τούτο τό καράβι πού τόσο βιαστικά τό κάνανε μπουρλότο.»
Πριν ξημερώσει η 25η Μαΐου 1821, ο Υδραίος Γιώργος Θεοχάρης οδήγησε εναντίον τού δίκροτου τό πυρπολικό, πού είχε κατασκευαστεί από τόν Πατατούκο. Πλήρωμα του είχε τόν Αντώνη Γκίκα Ζερβό, τόν Κωνσταντή Αμοργιανό καί άλλους ναυτικούς από διάφορα αιγαιοπελαγίτικα νησιά. Ο τιμονιέρης του Ζερβός τό έφερε από τήν ξηρά, αλλά οι Τούρκοι πού τόν έβλεπαν από τήν παραλία άρχισαν νά τόν πυροβολούν. Αλλά καί οι Τούρκοι από τό ντελίνι (navire de ligne = πολεμικό τής γραμμής) άρχισαν νά κανονιοβολούν τό πυρπολικό.
Ο Ζερβός όμως κατόρθωσε μέσα από καταιγισμό πυρών νά κολλήσει τό πυρπολικό στό τούρκικο καράβι. Ο Θεοχάρης έβαλε τή φωτιά καί όλοι μαζί πήδησαν στή βάρκα γιά νά φύγουν. Έμεινε μόνο ο τιμονιέρης Γκίκας Ζερβός, τόν οποίον σκότωσαν οι Τούρκοι αφού κατάφεραν νά ξεκολλήσουν τό μπουρλότο από τή φρεγάτα τους.
Οι Έλληνες ναυτικοί δέν τά παράτησαν.
Κατασκεύασαν δύο ακόμα πυρπολικά, τά οποία θά τά οδηγούσε τό ένα ο Δημήτρης Παπανικολής καί τό άλλο ο Γιώργης Καλαφάτης. Ο Καλαφάτης, ένα μήνα πρίν, όταν οι Ψαριανοί προεστοί είχαν απορρίψει τό καράβι του από τόν στόλο του νησιού τους, είχε προσφερθεί νά τό κάνει πυρπολικό καί νά τό οδηγήσει ο ίδιος σέ όποια επιχείρηση θά τού ανέθεταν. Τά χαράματα τής 27ης Μαΐου 1821, ξεκίνησαν ο Καλαφάτης καί ο Παπανικολής μέ τά πυρπολικά τους γιά τό παράτολμο εγχείρημα. Ο ελληνικός στόλος κανονιοβολούσε διαρκώς τό τουρκικό ντελίνι γιά νά καλύψει τούς μπουρλοτιέρηδες.
«Ήταν η ώρα έξι τό πρωΐ, όταν τά μπουρλότα ζύγωσαν τό εχθρικό καράβι. Πρώτος κολλάει στό ντελίνι ο Καλαφάτης. Βάζει φωτιά στό μπουρλότο του καί μέ τούς συντρόφους του ξεμακραίνει μέ τή φελούκα του. Τό μπουρλότο τού Καλαφάτη φουντώνει. Οι Τούρκοι όμως στά σύντομα καταφέρνουν νά τό ξεκολλήσουν καί προκάνουν τό ντελίνι νά μήν αρπάξει φωτιά. Τό μπουρλότο καίγεται παράμερα. Ο Καλαφάτης μπορεί νά μήν πέτυχε, μά έκανε μεγάλο καλό. Γιατί η φωτιά τού μπουρλότου ξεσήκωσε μεγάλη αναταραχή στό ντελίνι. Βρίσκει τότε τήν περίσταση ο Καραβόγιαννος (Ιωάννης Θεοφιλόπουλος) καί μέ τεχνική μανούβρα τρακάρει καί χώνει τό μπομπρέσσο τού μπουρλότου στήν πλώρη τού βασέλου.
Ψύχραιμα, μά στά γρήγορα, οι ναύτες πετάνε τούς γάντζους καί δένουν κολλητά τό μπουρλότο στό ντελίνι. Ύστερα πηδάνε στή βάρκα τους. Ο Παπανικολής μέ τό μπαρουτοφάγο, βάζει φωτιά στίς μίνες τής μπαρούτης καί πηδάει κι αυτός στή βάρκα πού τόν πρόσμεναν οι συντρόφοι του. Στά γρήγορα λάμνουν τά κουπιά νά ξεμακρύνουν καί νά γλυτώσουν. Φωτιά ξεπετάγεται απ' τή μπουκαπόρτα τής πλώρης τού βασέλου. Σάν τήν είδανε οι Έλληνες, ξεσπάνε σέ χαρμόσυνα ξεφωνητά.
Στίς επτά άρχισε νά φυσάει στεριανός αέρας. Αυτός ο αέρας δυναμώνει τή φωτιά κι οι φλόγες τριγυρίζουν τό ντελίνι. Φτάνουν καί μέσα στά σωθικά του. Καπνός ξεπετιέται απ' τίς μπουκαπόρτες τών κανονιών. Οι αξιωματικοί τρέχουν νάμπουν στίς βάρκες νά γλυτώσουν.
Ο ρεΐζης Οσμάν Γκέκας κατακρατάει τή βάρκα γιά τήν αφεντιά του. Έρχεται στά λόγια μέ κάποιον αξιωματικό του καί αυτός τόν λαβώνει στό λαιμό.
Κατά τίς δέκα, καπνός φτάνει μεσούρανα καί τρομερός κρότος, λές καί πέσανε πενήντα αστροπελέκια αντάμα. Η φωτιά είχε φτάσει στό τζεπχανέ, μπαρουταποθήκη, καί τό ντελίνι τινάχτηκε στόν αέρα. Γέμισε η θάλασσα κουφάρια, ξύλα, σίδερα, άρμενα. Γιά πολλά χρόνια, ως τό 1854, τά λείψανα τού καραβιού φαίνονταν στό βυθό. Απ΄τούς χίλιους εκατό τσούρμο καί ασκέρια, πού είχε η φρεγάτα, ούτε εκατό δέν προκάνανε νά φύγουν....
Στό σουλτάνο Μαχμούτ δέ θά ομολογήσουν τήν αλήθεια. Θά τού πούν πώς τάχα η θάλασσα, σέ άγρια φουρτούνα, αφάνισε τό καράβι του.»