Με αφορμή την επέτειο της Άλωσης της Πόλης, διάβασα πάλι από αρκετούς αυτές τις μέρες στο διαδίκτυο την άποψη ότι το Βυζάντιο ήταν ελληνικό κράτος κατά τους τελευταίους του κυρίως αιώνες (υπονοώντας βασικά το διάστημα μετά τον 12ο). Πρόκειται βέβαια για μία από τις μεγαλύτερες ιστορικές ανακρίβειες και συγχρόνως τις μεγαλύτερες ανοησίες που κυκλοφορούν τα τελευταία χρόνια.
Δρ Βυζαντινής Ιστορίας του ΑΠΘ
Γιατί το Βυζάντιο στην πραγματικότητα ήταν κράτος ορατά ελληνικό από πολύ παλαιότερα, θα μπορούσαμε να πούμε ήδη από τον καιρό που χάνει τα δυτικοευρωπαϊκά του εδάφη (λόγω της γερμανικής πλημμυρίδας του 5ου και 6ου αιώνα) και προσηλώνεται στην Ανατολή - μία Ανατολή που δεν κατοικείται βέβαια μόνο από Έλληνες, αλλά που ο ελληνικός πολιτισμός και η ελληνική γλώσσα αποτελούν κυρίαρχη σταθερά και κεντρικό συνεκτικό κρίκο όλων των πληθυσμών της καθόλη την ελληνιστική και ρωμαϊκή περίοδο.
Από τη στιγμή μάλιστα που η Αυτοκρατορία χάνει λίγο αργότερα και τη Μέση Ανατολή και την Αίγυπτο λόγω των αραβικών κατακτήσεων του 7ου αιώνα, η ελληνικότητά της ενισχύεται ακόμη περισσότερο, καθώς εφεξής περιορίζεται εδαφικά στη Μικρά Ασία και τα Βαλκάνια, περιοχές δηλαδή που κατοικούνται από πληθυσμούς στο μεγαλύτερό τους ποσοστό καθαρά ελληνικούς ή - στο υπόλοιπο ποσοστό - πλήρως (και οριστικά έως τον 2ο-3ο αιώνα μ.Χ.) εξελληνισμένους. Από τα μέσα του 7ου αιώνα λοιπόν η Αυτοκρατορία μοιάζει να είναι κράτος εντελώς ελληνικό, όχι μόνο πολιτισμικά και γλωσσικά, αλλά και εθνολογικά (ενώ η απώλεια της Συρίας και της Αιγύπτου, περιοχών στις οποίες είχε επικρατήσει ο μονοφυσιτισμός, συνέβαλε και στην περαιτέρω θρησκευτική της ομοιογένεια). Αν διαβάσει κανείς κείμενα του 9ου και 10ου αιώνα, πραγματικά θα εκπλαγεί διαπιστώνοντας πόσο πολύ η βυζαντινή κοινωνία, η γλώσσα, η καθημερινή ζωή, ο λαϊκός πολιτισμός μοιάζουν και θυμίζουν τη νεοελληνική πραγματικότητα (τουλάχιστον αυτή που υπήρχε στον τόπο μας πριν διαβρωθεί και μεταλλαχθεί από τη άκριτη δυτικολαγνεία και τα «εκσυγχρονιστικά» λύματα των τελευταίων δεκαετιών).
Το Βυζάντιο λοιπόν, αν όχι και από πιο νωρίς, πάντως σίγουρα από τον 8ο αιώνα και εξής είναι ατόφια Ελλάδα. Μπορεί οι πληθυσμοί του να μην έχουν εθνική συνείδηση όπως την εννοούμε σήμερα, μπορεί να αυτοπροσδιορίζονται ως Ρωμαίοι (έτσι θα αυτοπροσδιορίζονται άλλωστε για πολλούς ακόμη αιώνες, σε ένα δε βαθμό ακόμη και ως τα νεότερα χρόνια - ως Ρωμιοί δηλαδή), μπορεί να προτάσσουν ως βασικό κριτήριο όχι το όμαιμον, αλλά το ομόδοξον (σίγουρα όμως και το ομόγλωσσον), ωστόσο και συλλογική αυτοσυνειδησία έχουν ήδη διαμορφώσει και είναι στην ουσία ο ίδιος λαός. Όπως κι αν αυτοπροσδιορίζονται, αυτοί είναι οι πατέρες μας. Και η εποχή της Φραγκοκρατίας, που επέτεινε την αντιπαράθεση με τους Λατίνους, μπορεί μεν να ενισχύει την ιστορική αυτογνωσία και να αφυπνίζει όντως μία ακόμη πιο συγκροτημένη συλλογική συνείδηση (που και πάλι όμως δεν ταυτίζεται με την νεότερη εθνική). Απόψεις ωστόσο που κάνουν λόγο για γέννηση του Νέου Ελληνισμού μετά το 1204, όσο κι αν χτυπούν τους εθνοαποδομητές που φαντασιώνονται ελληνικό έθνος μόνο μετά το 1830, δείχνουν να διαπράττουν τελικά παρόμοιο λάθος, στέλνοντας την «ελληνική εθνογένεση» απλώς μερικούς αιώνες πιο πίσω. Ο Ελληνισμός ωστόσο δεν διακόπτεται μετά την ύστερη αρχαιότητα, ούτε βυθίζεται σε κάποια λανθάνουσα κατάσταση ή σε κάποια ιδιότυπη ιστορική χειμερία νάρκη, για να επανεμφανιστεί αιώνες αργότερα. Αντιθέτως, έχει στην πραγματικότητα αδιατάρακτη ιστορική συνέχεια (όσο κι αν μεταβάλλεται, εξελίσσεται, περνά από φάσεις, αλλάζει τρόπους έκφρασης, επανιεραρχεί πνευματικές προτεραιότητες και κριτήρια αυτοπροσδιορισμού). Και αυτό αποδεικνύεται σταθερά από αναρίθμητα τεκμήρια σε όλη ανεξαιρέτως τη διάρκεια της Βυζαντινής Ιστορίας…
Από τη στιγμή μάλιστα που η Αυτοκρατορία χάνει λίγο αργότερα και τη Μέση Ανατολή και την Αίγυπτο λόγω των αραβικών κατακτήσεων του 7ου αιώνα, η ελληνικότητά της ενισχύεται ακόμη περισσότερο, καθώς εφεξής περιορίζεται εδαφικά στη Μικρά Ασία και τα Βαλκάνια, περιοχές δηλαδή που κατοικούνται από πληθυσμούς στο μεγαλύτερό τους ποσοστό καθαρά ελληνικούς ή - στο υπόλοιπο ποσοστό - πλήρως (και οριστικά έως τον 2ο-3ο αιώνα μ.Χ.) εξελληνισμένους. Από τα μέσα του 7ου αιώνα λοιπόν η Αυτοκρατορία μοιάζει να είναι κράτος εντελώς ελληνικό, όχι μόνο πολιτισμικά και γλωσσικά, αλλά και εθνολογικά (ενώ η απώλεια της Συρίας και της Αιγύπτου, περιοχών στις οποίες είχε επικρατήσει ο μονοφυσιτισμός, συνέβαλε και στην περαιτέρω θρησκευτική της ομοιογένεια). Αν διαβάσει κανείς κείμενα του 9ου και 10ου αιώνα, πραγματικά θα εκπλαγεί διαπιστώνοντας πόσο πολύ η βυζαντινή κοινωνία, η γλώσσα, η καθημερινή ζωή, ο λαϊκός πολιτισμός μοιάζουν και θυμίζουν τη νεοελληνική πραγματικότητα (τουλάχιστον αυτή που υπήρχε στον τόπο μας πριν διαβρωθεί και μεταλλαχθεί από τη άκριτη δυτικολαγνεία και τα «εκσυγχρονιστικά» λύματα των τελευταίων δεκαετιών).
Το Βυζάντιο λοιπόν, αν όχι και από πιο νωρίς, πάντως σίγουρα από τον 8ο αιώνα και εξής είναι ατόφια Ελλάδα. Μπορεί οι πληθυσμοί του να μην έχουν εθνική συνείδηση όπως την εννοούμε σήμερα, μπορεί να αυτοπροσδιορίζονται ως Ρωμαίοι (έτσι θα αυτοπροσδιορίζονται άλλωστε για πολλούς ακόμη αιώνες, σε ένα δε βαθμό ακόμη και ως τα νεότερα χρόνια - ως Ρωμιοί δηλαδή), μπορεί να προτάσσουν ως βασικό κριτήριο όχι το όμαιμον, αλλά το ομόδοξον (σίγουρα όμως και το ομόγλωσσον), ωστόσο και συλλογική αυτοσυνειδησία έχουν ήδη διαμορφώσει και είναι στην ουσία ο ίδιος λαός. Όπως κι αν αυτοπροσδιορίζονται, αυτοί είναι οι πατέρες μας. Και η εποχή της Φραγκοκρατίας, που επέτεινε την αντιπαράθεση με τους Λατίνους, μπορεί μεν να ενισχύει την ιστορική αυτογνωσία και να αφυπνίζει όντως μία ακόμη πιο συγκροτημένη συλλογική συνείδηση (που και πάλι όμως δεν ταυτίζεται με την νεότερη εθνική). Απόψεις ωστόσο που κάνουν λόγο για γέννηση του Νέου Ελληνισμού μετά το 1204, όσο κι αν χτυπούν τους εθνοαποδομητές που φαντασιώνονται ελληνικό έθνος μόνο μετά το 1830, δείχνουν να διαπράττουν τελικά παρόμοιο λάθος, στέλνοντας την «ελληνική εθνογένεση» απλώς μερικούς αιώνες πιο πίσω. Ο Ελληνισμός ωστόσο δεν διακόπτεται μετά την ύστερη αρχαιότητα, ούτε βυθίζεται σε κάποια λανθάνουσα κατάσταση ή σε κάποια ιδιότυπη ιστορική χειμερία νάρκη, για να επανεμφανιστεί αιώνες αργότερα. Αντιθέτως, έχει στην πραγματικότητα αδιατάρακτη ιστορική συνέχεια (όσο κι αν μεταβάλλεται, εξελίσσεται, περνά από φάσεις, αλλάζει τρόπους έκφρασης, επανιεραρχεί πνευματικές προτεραιότητες και κριτήρια αυτοπροσδιορισμού). Και αυτό αποδεικνύεται σταθερά από αναρίθμητα τεκμήρια σε όλη ανεξαιρέτως τη διάρκεια της Βυζαντινής Ιστορίας…