Σήμερα συμμετείχα σε μία διεξοδική συζήτηση για τις Ελληνοτουρκικές κρίσεις (και όχι μόνο), με τον εξαίρετο δημοσιογράφο Κώστα Μαρδά (που θα παιχτεί την Κυριακή στο Blue Sky), στην οποία φωτίσθηκαν πολλά στοιχεία αλλά γεννήθηκαν και νέες σκέψεις και προτάσεις για σήμερα αλλά και για το μέλλον.
υποναυάρχου ε.α.
προέδρου Κοινωνίας Αξιών
Ένα από τα ζητήματα ου αναδείχθηκαν ήταν το πως βλέπουν οι πολιτικοί έναντι των στρατιωτικών την στρατιωτική δόμηση σε μία εν εξελίξει κρίση, η οποία οπωσδήποτε εμπεριέχει και το στοιχείο της διαπραγμάτευσης, σε διμερές άμεσο επίπεδο είτε μέσω κάποιου διαμεσολαβητή.
Όταν μία κρίση μεταξύ δύο χωρών στρατιωτικοποιείται, ο σκοπός της στρατιωτικής δόμησης της κατάστασης είναι πολλαπλός.
Οι στρατιωτικές ενέργειες δεν γίνονται εν κενώ, αλλά αποτελούν απότοκο της αδυναμίας ελέγχου της επιθετικότητας της άλλης πλευράς.
Επειδή η μία από τις δύο πλευρές (Τουρκία) διεκδικεί με δυναμικό τρόπο κάποιο ζωτικό συμφέρον της άλλης (Ελλάδος), η άλλη πλευρά (της Ελλάδας) αναγκάζεται να προσφύγει σε στρατιωτική δόμηση της κατάστασης με σκοπό:
1. Την αυτοάμυνα: Να προστατεύσει εάν χρειασθεί την εδαφική της κυριαρχία είτε τα κυριαρχικά της δικαιώματα.
2. Την αποτροπή: να αποτρέψει την Τουρκική πλευρά να καταπατήσει με δυναμικό και επιθετικό τρόπο την κυριαρχία μας είτε τα κυριαρχικά μας δικαιώματα. Η έννοια της αποτροπής είναι πολύπλοκη και εγγενώς συνυφασμένη με την απειλή χρήσης συντελεστών ισχύος.
• Ειρηνικών : διεθνείς είτε μονομερείς κυρώσεις, νομικά μέτρα – προσφυγές - ασφαλιστικά, προσφυγές σε ΣΑ/ΟΗΕ - παρεμβάσεις μεγάλων δυνάμεων κλπ.
• Στρατιωτικών: απειλή χρήσης των στρατιωτικών δυνατοτήτων.
Η χρήση των διαφορετικών συντελεστών ισχύος μπορεί να γίνει διαδοχικά, δηλαδή οι στρατιωτικοί συντελεστές ισχύος να δομηθούν στην κρίση ως αποτέλεσμα της αποτυχίας των ειρηνικών συντελεστών ισχύος να αποτρέψουν τον αντίπαλο (Τουρκία) είτε επικουρικά, ως στοιχείο ενδυνάμωσης τους.
Δεν είναι δηλαδή αυτοσκοπός ο πόλεμος όταν δομείται στρατιωτικά μία κρίση, αλλά λειτουργεί αρχικά ως ένας από τους συντελεστές ισχύος που προβάλλεται με συνέπεια και αποφασιστικότητα για να αποτρέψει τον αντίπαλο από το να συνεχίσει την επιθετική του συμπεριφορά και να υλοποιήσει την καταπάτηση της κυριαρχίας ή των κυριαρχικών δικαιωμάτων.
Και με αυτόν τον τρόπο πρέπει να λαμβάνεται υπ όψη στην δυναμική διαπραγμάτευση.
Όταν λοιπόν έχεις χρησιμοποιήσει τις ένοπλες δυνάμεις ως συντελεστή ισχύος, για να εκφράσεις την δέουσα απειλή ώστε να είσαι αποτρεπτικός (επικουρικά με τους άλλους συντελεστές ισχύος είτε ως τελευταίο μέσον όταν απέτυχαν όλοι οι άλλοι), και αρνείσαι στην συνέχεια να χρησιμοποιήσεις το πλεονέκτημα που σου παρέχεται, λόγω υπερίσχυσης τους σε τόπο και χρόνο έναντι του αντιπάλου, τότε γεννάται η απορία, γιατί προσέφυγες στην στρατιωτική δόμηση της κρίσης;
Και αυτό ήταν το πρόβλημα σε όλες τις κρίσεις που υπήρξε στρατιωτική προβολή ισχύος το 1976, το 1987 και το 1996.
Ενώ ενεργοποιήσαμε τις στρατιωτικές δυνάμεις οι οποίες κυριάρχησαν στο πεδίο, δεν τις χρησιμοποιήσαμε σαν διαπραγματευτικό όπλο (επικουρικά με όλους τους άλλους συντελεστές ισχύος) και δεν εκμεταλλευθήκαμε τα πλεονεκτήματα που μας έδιναν στην διαπραγμάτευση για να παγιώσουμε τις θέσεις μας.
Αντιθέτως, αποδυναμώσαμε τα πλεονεκτήματα που μας προσέφεραν, μέ αχρείαστες συνομιλίες (1987), επισφαλείς προσφυγές (1976) και σε υποχωρήσεις (1996).
Και αυτό γιατί οι πολιτικοί δε αντιλήφθηκαν ποτέ την συνοχή που πρέπει να έχουν οι συντελεστές ισχύος σε μία διαπραγμάτευση ώστε να τους αξιοποιήσουν στο έπακρο, οι δε στρατιωτικοί θεωρούσαν ότι κάθε στρατιωτική δόμηση έχει ως αυτοσκοπό τον αποφασιστικό πόλεμο και την οριστική κατανίκηση του αντιπάλου στο πεδίο της μάχης.
Η έλλειψη ουσιαστικής και κοινής κατανόησης μεταξύ πολιτικών και στρατιωτικών για τις παραμέτρους, τους σκοπούς και τα στάδια διαχείρισης των κρίσεων, η ανυπαρξία συνεκπαίδευσης και οι αδυναμίες στην διαδικασία λήψης αποφάσεων είναι αυτά που οδηγούν στην κακή επικοινωνία, στην έλλειψη εμπιστοσύνης και στην κακή χρήση τελικά του σημαντικότερου ίσως συντελεστή ισχύος για την χώρα μας σήμερα (που συνεπικουρεί όλους τους άλλους συντελεστές), ως δυναμικό στοιχείο στις διαπραγματεύσεις μας με την Τουρκία.
Γι' αυτό θεωρώ σημαντικό αυτό που είπα κλείνοντας την διεξοδική συζήτηση με τον Κ. Μαρδά και όπως έγραφα την 21 Δεκ 2019:
"ΚΑΙ ΣΤΑ ΜΙΚΡΑ ΓΕΝΝΑΙΟΙ" ΜΕ ΣΘΕΝΟΣ ΧΩΡΙΣ ΦΟΒΙΚΑ ΣΥΝΔΡΟΜΑ ΚΑΙ ΥΠΟΧΩΡΗΣΕΙΣ
Η ουσία είναι μια και μοναδική:
Πως θα ανασχεθεί η επιθετικότητα της Τουρκίας και πως δεν θα υποκύψουμε στις συνεχώς διευρυνόμενες διεκδικήσεις της επί των δικών μας κυριαρχικών δικαιωμάτων. Μόνο τότε μπορούμε να ελπίζουμε σε μία συνετή διαπραγμάτευση και μία δίκαιη διευθέτηση.
Είναι ένας δύσκολος και διαρκής αγώνας, όπου δεν υπάρχουν αποφασιστικές λύσεις αλλά απαιτεί πολλές, καθημερινές μικρές επιτυχίες μας σε όλα τα επίπεδα, για να ανασχεθούν και να αποδυναμωθούν οι παράλογες και καταχρηστικές διεκδικήσεις.