marineregions.org |
Η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας αναγνωρίζει στα νησιά θαλάσσια αποκλειστική οικονομική ζώνη (ΑΟΖ) ίδια με εκείνη ενός ηπειρωτικού εδάφους και εξαιρεί όχι τις νησίδες που δεν κατοικούνται, αλλά εκείνες που δεν μπορούν να κατοικηθούν και να συντηρήσουν ζωή.
Με την συμφωνία όμως, με την Ιταλία φαίνεται πως δεν αποδίδεται πλήρης ΑΟΖ στα ελληνικά νησιά Στροφάδες, νότια της Ζακύνθου, καθώς και στα Διαπόντια νησιά, βορειοδυτικά της Κέρκυρας. Κατά συνέπεια, γεννιέται αντίστοιχο ζήτημα και για το παρόμοιο νησιωτικό σύμπλεγμα του Καστελόριζου. Ίσως δε και για τη νήσο Γαύδο. Επίσης, η Ελλάδα δέχθηκε την συνεκμετάλλευση της αλιείας εντός της ΑΟΖ της με τους Ιταλούς.
Η διευθέτηση των θαλασσίων ζωνών με την Ιταλία παρέμενε για πολλά έτη σε εκκρεμότητα. Καθώς όμως, από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 τέθηκε σε ισχύ η νέα Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας, τίθεται το ερώτημα αν η Ελλάδα πρότεινε την παραπομπή του ζητήματος στο κατεξοχήν αρμόδιο διεθνές δικαστικό μέσο, το Διεθνές Δικαστήριο για το Δίκαιο της Θάλασσας (Δ.Δ.Δ.Θ.). Μία δικαστική απόφασή του θα εμπεριείχε τεράστιο κύρος και θα έθετε ένα νομικό προηγούμενο για τα ελληνικά νησιά.
Το Διεθνές Δικαστήριο για το Δίκαιο της Θάλασσας εδρεύει στο Αμβούργο. Δημιουργήθηκε κατόπιν της ενεργοποίησης της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας το 1994. Δικάζει λαμβάνοντας υπόψη τους όρους της συγκεκριμένης Σύμβασης. Απαρτίζεται από 21 μέλη-δικαστές που εκλέγονται από κατάλογο προτεινόμενων υποψηφίων των χωρών μελών του ΟΗΕ. Σύμφωνα με το καταστατικό οι εκλέκτορες θα πρέπει να μεριμνούν ώστε οι εκλεγόμενοι διεθνείς δικαστές να χαίρουν υψηλής φήμης, εντιμότητας, ακεραιότητας και γνώσεων περί του Δικαίου της Θάλασσας. Αλλά και να αντιπροσωπεύουν κατά το δυνατόν τα κυριότερα παγκόσμια νομικά συστήματα καθώς και τη δίκαιη γεωγραφική κατανομή εκ της καταγωγής τους. Το Διεθνές Δικαστήριο του Αμβούργου έχει ήδη εκδικάσει κάμποσες περιπτώσεις διακρατικών διαφορών. Παραδόξως, το ελληνικό πολιτικό προσωπικό δεν το αναφέρει καθόλου.
Τελευταία, η ελληνική κυβέρνηση εντείνει τις διπλωματικές επαφές για τη σύναψη συμφωνίας και με την Αίγυπτο. Η επίτευξή της φαντάζει ένα ισχυρό διπλωματικό εργαλείο απέναντι στους ισχυρισμούς της Τουρκίας για τις δικές της θαλάσσιες ζώνες στο Αιγαίο και την ανατολική Μεσόγειο. Η μέχρι τώρα εκκρεμότητα οφείλεται στη διαφωνία της αιγυπτιακής πλευράς σχετικά με την επήρεια που έχει το Καστελόριζο στην ελληνική ΑΟΖ.
Το ερώτημα που πάλι γεννιέται είναι, αν όλα αυτά τα χρόνια έχει προταθεί στην Αίγυπτο η προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο του Αμβούργου. Να διευθετηθεί δηλαδή, το θέμα στο εξειδικευμένο για την περίπτωση διεθνές δικαστικό όργανο. Άλλωστε, όταν προκύπτει διάσταση απόψεων μεταξύ δύο φιλικά προσκείμενων κρατών, η πολιτισμένη διέξοδος είναι η δικαστική.
Σε ενδεχόμενη άρνηση της Αιγύπτου για δικαστική διευθέτηση, θα μπορούσε να εξεταστεί μία διπλωματική «ντρίπλα». Να διατυπωθεί, σκόπιμα, μία «διαφωνία» μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου ως προς τον καθορισμό των ΑΟΖ τους, και να παραπεμφθεί η «διαφορά» στο Διεθνές Δικαστήριο του Αμβούργου. Να προκληθεί έτσι, η λήψη νομικής απόφασης για το ποια είναι η ΑΟΖ των ελληνικών νησιών στο νοτιοανατολικό Αιγαίο.
Ταυτόχρονα, να δημιουργηθεί ένα δεδικασμένο διευθέτησης μέσω του συγκεκριμένου Διεθνούς Δικαστηρίου και όχι μέσω του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης. Γεγονός το οποίο φαίνεται να ευνοεί την Ελλάδα. Διότι, το Διεθνές Δικαστήριο του Αμβούργου ασχολείται μόνο με συναφή προς τη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας θέματα. Δηλαδή για την οριοθέτηση των θαλασσίων οικονομικών ζωνών και των θαλασσίων συνόρων. Σε αντίθεση το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης έχει ευρύτερο πλαίσιο εκδίκασης διαφορών. Συνεπώς, στο Αμβούργο δεν μπορούν να τεθούν τα επιπλέον ανυπόστατα θέματα που εγείρει η Τουρκία.
Η δε Αίγυπτος θα πρέπει να ζυγίσει αν θα την συμφέρει να παραμείνει θεατής μίας νομικής εκδίκασης το αποτέλεσμα της οποίας ενδεχομένως να προσφέρει ένα διπλωματικό πλεονέκτημα στην Ελλάδα. Επομένως, θα ήταν πολύ πιθανό να προσέλθει σε νομική διευθέτηση.
Επίσης, η προσφυγή με την Κύπρο θα έφερνε σε δύσκολη θέση και τη Λιβύη. Θα έπρεπε να αποφασίσει κι αυτή αν θα περίμενε την εξέλιξη της νομικής διαδικασίας ή την συμμετοχή της. Η δε συμφωνία προσδιορισμού των θαλάσσιων ζωνών της με την Τουρκία θα υφίστατο τον κίνδυνο να καταστεί νομικά ανίσχυρη. Γιατί, η διευθέτηση μέσω ενός διεθνούς δικαστηρίου έχει ξεκάθαρη διεθνή νομική αναγνώριση, ενώ η απευθείας συμφωνία μεταξύ δύο κρατών αποτελεί μία πολιτική πράξη η οποία νομικά μπορεί να είναι τρωτή.
Βέβαια, παραμονεύει και το δίκαιο του «τραμπουκισμού» το οποίο εφαρμόζεται με επιτυχία από την Τουρκία. Αλλά, εάν το θέσει σε εφαρμογή, σε αυτή τη περίπτωση θα δημιουργηθεί ένα τετελεσμένο με το οποίο η αποδοχή των αποφάσεων των διεθνών δικαστηρίων θα επαφίεται στον γκαγκστερισμό. Με συνέπεια να καταρρεύσει η διεθνής νομιμότητα.
Από την άλλη πλευρά, μία μερίδα πολιτικών και αναλυτών θεωρεί ότι είναι διαφορετική περίπτωση να αντιπαραθέτεις την ΑΟΖ του Καστελόριζου με την Κύπρο, αντί με την Αίγυπτο. Λόγω του ηπειρωτικού μεγέθους της τελευταίας. Όμως, η νομική πραγματικότητα θα ξεδιάλυνε κατόπιν της εξέτασης του θέματος από το αρμόδιο δικαστικό όργανο, το Διεθνές Δικαστήριο του Αμβούργου. Σε μία τέτοια περίπτωση, οι όποιες προσωπικές εκτιμήσεις για το αν και κατά πόσο έχουν ή δεν έχουν ΑΟΖ τα ελληνικά νησιά ή για το τι μπορεί να χάσουμε αν πάμε στη Χάγη, θα ελάμβαναν μία ξεκάθαρη απάντηση. Παράλληλα, διλλήματα του τύπου «διάλογος για συνεκμετάλλευση με την Τουρκία ή πόλεμος» θα έχαναν την «αίγλη» τους.
Το περίεργο είναι ότι ο κύκλος αυτών των προσώπων διατυπώνει μόνο αρνητικές εκτιμήσεις, βασιζόμενος πάντα στο ενδεχόμενο προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Ποτέ δεν έχει εκφράσει θετικές εκτιμήσεις, ούτε έχει συνδέσει τις σκέψεις του με το Διεθνές Δικαστήριο του Αμβούργου. Αλλά και οι εκάστοτε ελληνικές κυβερνήσεις, καθώς και το σύνολο των γνωστών πολιτικών κομμάτων δεν έχουν κάνει ποτέ νύξη για το ενδεχόμενο προσφυγής στο συγκεκριμένο Δικαστήριο.
Στην παρούσα λοιπόν στιγμή, η ελληνική κυβέρνηση φαίνεται πως επιδιώκει να κλείσει το γρηγορότερο το μέτωπο των ΑΟΖ με τις φιλικά παρακείμενες χώρες. Με την δε πρόσφατη συμφωνία θεωρεί πως κατοχυρώνει, έστω, τη μερική επήρεια θαλάσσιας οικονομικής ζώνης για τα μικρά νησιά. Ταυτόχρονα, δηλώνει με έμμεσο τρόπο στην Αίγυπτο πως δεν είναι αδιάλλακτη για το νησιωτικό σύμπλεγμα του Καστελόριζου. Επίσης, απεμπολεί μερικώς την αποκλειστική οικονομική εκμετάλλευση της ελληνικής θαλάσσιας ζώνης. Επιλέγει δηλαδή, να υποχωρήσει οικειοθελώς και εν μέρει από κυριαρχικά δικαιώματα, ώστε να διευθετηθούν οι πιο προσιτές διακρατικές εκκρεμότητες. Δεν κάνει καμία πρόταση για την εναλλακτική του Αμβούργου. Εκτός και αν καμία γειτονική μας χώρα δεν δέχεται τον δίκαιο δρόμο επίλυσης μέσω ενός διεθνούς δικαστηρίου. Η κυβέρνηση λοιπόν, ευελπιστεί πως με την σύναψη των συμφωνιών θα ανακοπούν οι τουρκικές διαθέσεις για αποστολή ερευνητικών πλοίων και πλωτών γεωτρύπανων στο νοτιοανατολικό Αιγαίο. Το αν και με ποιο κόστος θα το πετύχει θα φανεί τους προσεχείς μήνες.
Διαπιστώνεται επίσης, πως ένα παζάρι με «ολίγη» παραχώρηση δικαιωμάτων γίνεται πλέον αποδεκτό από τον πολιτικό κόσμο της χώρας, καθώς και από την πλειοψηφία της κοινής γνώμης. Δυστυχώς, η διαχρονική απουσία χάραξης ενιαίας στρατηγικής στα εθνικά μας θέματα, σε συνδυασμό με την υιοθέτηση της τακτικής του κατευνασμού, συντέλεσαν στο να σύρετε η χώρα μας να ανταλλάσει δικαιώματα που ορίζονται από τις διεθνείς συνθήκες με μία πιθανή αποφυγή πολεμικής σύρραξης.
Με τον τρόπο λοιπόν, που εξελίσσονται τα γεγονότα, δεν θα λάβουμε ποτέ μία έγκριτη νομική-δικαστική γνώμη. Πιθανόν, η επί σειρά ετών αποσιώπηση της εναλλακτικής επιλογής του Διεθνούς Δικαστηρίου του Αμβούργου να αποτελέσει αντικείμενο μελέτης κάποιων ιστορικών ερευνητών στο απώτερο μέλλον.
Με την συμφωνία όμως, με την Ιταλία φαίνεται πως δεν αποδίδεται πλήρης ΑΟΖ στα ελληνικά νησιά Στροφάδες, νότια της Ζακύνθου, καθώς και στα Διαπόντια νησιά, βορειοδυτικά της Κέρκυρας. Κατά συνέπεια, γεννιέται αντίστοιχο ζήτημα και για το παρόμοιο νησιωτικό σύμπλεγμα του Καστελόριζου. Ίσως δε και για τη νήσο Γαύδο. Επίσης, η Ελλάδα δέχθηκε την συνεκμετάλλευση της αλιείας εντός της ΑΟΖ της με τους Ιταλούς.
Η διευθέτηση των θαλασσίων ζωνών με την Ιταλία παρέμενε για πολλά έτη σε εκκρεμότητα. Καθώς όμως, από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 τέθηκε σε ισχύ η νέα Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας, τίθεται το ερώτημα αν η Ελλάδα πρότεινε την παραπομπή του ζητήματος στο κατεξοχήν αρμόδιο διεθνές δικαστικό μέσο, το Διεθνές Δικαστήριο για το Δίκαιο της Θάλασσας (Δ.Δ.Δ.Θ.). Μία δικαστική απόφασή του θα εμπεριείχε τεράστιο κύρος και θα έθετε ένα νομικό προηγούμενο για τα ελληνικά νησιά.
Το Διεθνές Δικαστήριο για το Δίκαιο της Θάλασσας εδρεύει στο Αμβούργο. Δημιουργήθηκε κατόπιν της ενεργοποίησης της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας το 1994. Δικάζει λαμβάνοντας υπόψη τους όρους της συγκεκριμένης Σύμβασης. Απαρτίζεται από 21 μέλη-δικαστές που εκλέγονται από κατάλογο προτεινόμενων υποψηφίων των χωρών μελών του ΟΗΕ. Σύμφωνα με το καταστατικό οι εκλέκτορες θα πρέπει να μεριμνούν ώστε οι εκλεγόμενοι διεθνείς δικαστές να χαίρουν υψηλής φήμης, εντιμότητας, ακεραιότητας και γνώσεων περί του Δικαίου της Θάλασσας. Αλλά και να αντιπροσωπεύουν κατά το δυνατόν τα κυριότερα παγκόσμια νομικά συστήματα καθώς και τη δίκαιη γεωγραφική κατανομή εκ της καταγωγής τους. Το Διεθνές Δικαστήριο του Αμβούργου έχει ήδη εκδικάσει κάμποσες περιπτώσεις διακρατικών διαφορών. Παραδόξως, το ελληνικό πολιτικό προσωπικό δεν το αναφέρει καθόλου.
Τελευταία, η ελληνική κυβέρνηση εντείνει τις διπλωματικές επαφές για τη σύναψη συμφωνίας και με την Αίγυπτο. Η επίτευξή της φαντάζει ένα ισχυρό διπλωματικό εργαλείο απέναντι στους ισχυρισμούς της Τουρκίας για τις δικές της θαλάσσιες ζώνες στο Αιγαίο και την ανατολική Μεσόγειο. Η μέχρι τώρα εκκρεμότητα οφείλεται στη διαφωνία της αιγυπτιακής πλευράς σχετικά με την επήρεια που έχει το Καστελόριζο στην ελληνική ΑΟΖ.
Το ερώτημα που πάλι γεννιέται είναι, αν όλα αυτά τα χρόνια έχει προταθεί στην Αίγυπτο η προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο του Αμβούργου. Να διευθετηθεί δηλαδή, το θέμα στο εξειδικευμένο για την περίπτωση διεθνές δικαστικό όργανο. Άλλωστε, όταν προκύπτει διάσταση απόψεων μεταξύ δύο φιλικά προσκείμενων κρατών, η πολιτισμένη διέξοδος είναι η δικαστική.
Σε ενδεχόμενη άρνηση της Αιγύπτου για δικαστική διευθέτηση, θα μπορούσε να εξεταστεί μία διπλωματική «ντρίπλα». Να διατυπωθεί, σκόπιμα, μία «διαφωνία» μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου ως προς τον καθορισμό των ΑΟΖ τους, και να παραπεμφθεί η «διαφορά» στο Διεθνές Δικαστήριο του Αμβούργου. Να προκληθεί έτσι, η λήψη νομικής απόφασης για το ποια είναι η ΑΟΖ των ελληνικών νησιών στο νοτιοανατολικό Αιγαίο.
Ταυτόχρονα, να δημιουργηθεί ένα δεδικασμένο διευθέτησης μέσω του συγκεκριμένου Διεθνούς Δικαστηρίου και όχι μέσω του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης. Γεγονός το οποίο φαίνεται να ευνοεί την Ελλάδα. Διότι, το Διεθνές Δικαστήριο του Αμβούργου ασχολείται μόνο με συναφή προς τη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας θέματα. Δηλαδή για την οριοθέτηση των θαλασσίων οικονομικών ζωνών και των θαλασσίων συνόρων. Σε αντίθεση το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης έχει ευρύτερο πλαίσιο εκδίκασης διαφορών. Συνεπώς, στο Αμβούργο δεν μπορούν να τεθούν τα επιπλέον ανυπόστατα θέματα που εγείρει η Τουρκία.
Η δε Αίγυπτος θα πρέπει να ζυγίσει αν θα την συμφέρει να παραμείνει θεατής μίας νομικής εκδίκασης το αποτέλεσμα της οποίας ενδεχομένως να προσφέρει ένα διπλωματικό πλεονέκτημα στην Ελλάδα. Επομένως, θα ήταν πολύ πιθανό να προσέλθει σε νομική διευθέτηση.
Επίσης, η προσφυγή με την Κύπρο θα έφερνε σε δύσκολη θέση και τη Λιβύη. Θα έπρεπε να αποφασίσει κι αυτή αν θα περίμενε την εξέλιξη της νομικής διαδικασίας ή την συμμετοχή της. Η δε συμφωνία προσδιορισμού των θαλάσσιων ζωνών της με την Τουρκία θα υφίστατο τον κίνδυνο να καταστεί νομικά ανίσχυρη. Γιατί, η διευθέτηση μέσω ενός διεθνούς δικαστηρίου έχει ξεκάθαρη διεθνή νομική αναγνώριση, ενώ η απευθείας συμφωνία μεταξύ δύο κρατών αποτελεί μία πολιτική πράξη η οποία νομικά μπορεί να είναι τρωτή.
Βέβαια, παραμονεύει και το δίκαιο του «τραμπουκισμού» το οποίο εφαρμόζεται με επιτυχία από την Τουρκία. Αλλά, εάν το θέσει σε εφαρμογή, σε αυτή τη περίπτωση θα δημιουργηθεί ένα τετελεσμένο με το οποίο η αποδοχή των αποφάσεων των διεθνών δικαστηρίων θα επαφίεται στον γκαγκστερισμό. Με συνέπεια να καταρρεύσει η διεθνής νομιμότητα.
Από την άλλη πλευρά, μία μερίδα πολιτικών και αναλυτών θεωρεί ότι είναι διαφορετική περίπτωση να αντιπαραθέτεις την ΑΟΖ του Καστελόριζου με την Κύπρο, αντί με την Αίγυπτο. Λόγω του ηπειρωτικού μεγέθους της τελευταίας. Όμως, η νομική πραγματικότητα θα ξεδιάλυνε κατόπιν της εξέτασης του θέματος από το αρμόδιο δικαστικό όργανο, το Διεθνές Δικαστήριο του Αμβούργου. Σε μία τέτοια περίπτωση, οι όποιες προσωπικές εκτιμήσεις για το αν και κατά πόσο έχουν ή δεν έχουν ΑΟΖ τα ελληνικά νησιά ή για το τι μπορεί να χάσουμε αν πάμε στη Χάγη, θα ελάμβαναν μία ξεκάθαρη απάντηση. Παράλληλα, διλλήματα του τύπου «διάλογος για συνεκμετάλλευση με την Τουρκία ή πόλεμος» θα έχαναν την «αίγλη» τους.
Το περίεργο είναι ότι ο κύκλος αυτών των προσώπων διατυπώνει μόνο αρνητικές εκτιμήσεις, βασιζόμενος πάντα στο ενδεχόμενο προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Ποτέ δεν έχει εκφράσει θετικές εκτιμήσεις, ούτε έχει συνδέσει τις σκέψεις του με το Διεθνές Δικαστήριο του Αμβούργου. Αλλά και οι εκάστοτε ελληνικές κυβερνήσεις, καθώς και το σύνολο των γνωστών πολιτικών κομμάτων δεν έχουν κάνει ποτέ νύξη για το ενδεχόμενο προσφυγής στο συγκεκριμένο Δικαστήριο.
Στην παρούσα λοιπόν στιγμή, η ελληνική κυβέρνηση φαίνεται πως επιδιώκει να κλείσει το γρηγορότερο το μέτωπο των ΑΟΖ με τις φιλικά παρακείμενες χώρες. Με την δε πρόσφατη συμφωνία θεωρεί πως κατοχυρώνει, έστω, τη μερική επήρεια θαλάσσιας οικονομικής ζώνης για τα μικρά νησιά. Ταυτόχρονα, δηλώνει με έμμεσο τρόπο στην Αίγυπτο πως δεν είναι αδιάλλακτη για το νησιωτικό σύμπλεγμα του Καστελόριζου. Επίσης, απεμπολεί μερικώς την αποκλειστική οικονομική εκμετάλλευση της ελληνικής θαλάσσιας ζώνης. Επιλέγει δηλαδή, να υποχωρήσει οικειοθελώς και εν μέρει από κυριαρχικά δικαιώματα, ώστε να διευθετηθούν οι πιο προσιτές διακρατικές εκκρεμότητες. Δεν κάνει καμία πρόταση για την εναλλακτική του Αμβούργου. Εκτός και αν καμία γειτονική μας χώρα δεν δέχεται τον δίκαιο δρόμο επίλυσης μέσω ενός διεθνούς δικαστηρίου. Η κυβέρνηση λοιπόν, ευελπιστεί πως με την σύναψη των συμφωνιών θα ανακοπούν οι τουρκικές διαθέσεις για αποστολή ερευνητικών πλοίων και πλωτών γεωτρύπανων στο νοτιοανατολικό Αιγαίο. Το αν και με ποιο κόστος θα το πετύχει θα φανεί τους προσεχείς μήνες.
Διαπιστώνεται επίσης, πως ένα παζάρι με «ολίγη» παραχώρηση δικαιωμάτων γίνεται πλέον αποδεκτό από τον πολιτικό κόσμο της χώρας, καθώς και από την πλειοψηφία της κοινής γνώμης. Δυστυχώς, η διαχρονική απουσία χάραξης ενιαίας στρατηγικής στα εθνικά μας θέματα, σε συνδυασμό με την υιοθέτηση της τακτικής του κατευνασμού, συντέλεσαν στο να σύρετε η χώρα μας να ανταλλάσει δικαιώματα που ορίζονται από τις διεθνείς συνθήκες με μία πιθανή αποφυγή πολεμικής σύρραξης.
Με τον τρόπο λοιπόν, που εξελίσσονται τα γεγονότα, δεν θα λάβουμε ποτέ μία έγκριτη νομική-δικαστική γνώμη. Πιθανόν, η επί σειρά ετών αποσιώπηση της εναλλακτικής επιλογής του Διεθνούς Δικαστηρίου του Αμβούργου να αποτελέσει αντικείμενο μελέτης κάποιων ιστορικών ερευνητών στο απώτερο μέλλον.
Μαργέλης Κωνσταντίνος
Λευκάδα, 12 Ιουνίου 2020