Αυτή την εβδομάδα το θερμόμετρο στις ελληνοτουρκικές σχέσεις ανέβηκε απότομα, όχι όμως και αναπάντεχα. Στο πλαίσιο της από μηνών προαναγγελθείσας κρίσης, η Άγκυρα κλιμάκωσε τις προκλήσεις της με την έκδοση NAVTEX για τη διενέργεια σεισμικών ερευνών εντός της ελληνικής και της κυπριακής ΑΟΖ. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την κινητοποίηση του τουρκικών στόλου, οδήγησε στην ανάλογη κινητοποίηση των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων.
Του Αναστάσιου Λαυρέντζου
Όπως ήταν φυσικό, οι παραπάνω εξελίξεις προκάλεσαν την εμπλοκή του διεθνούς παράγοντα, ο οποίος με παρεμβάσεις του προσπάθησε να αποτρέψει την περαιτέρω κλιμάκωση. Έτσι, στα μέσα της εβδομάδας έγινε τηλεφωνική συνομιλία μεταξύ της Γερμανίδας Καγκελαρίου Α. Μέρκελ και του Τούρκου Προέδρου Τ. Ερντογάν με προφανή σκοπό την εκτόνωση της κρίσης.
Λίγο πριν, είχε προηγηθεί ανακοίνωση του αμερικανικού Στέιτ Ντιπάρτμεντ, το οποίο επί λέξει ανέφερε: «Οι ΗΠΑ γνωρίζουν ότι η Τουρκία εξέδωσε NAVTEX για έρευνα σε διαφιλονικούμενα ύδατα στην Ανατολική Μεσόγειο. Προτρέπουμε τις τουρκικές Αρχές να σταματήσουν τα όποια επιχειρησιακά σχέδια έχουν και να αποφύγουν βήματα που θα ανεβάσουν την ένταση στην περιοχή.»
Η αμερικανική αναφορά σε «διαφιλονικούμενα ύδατα» όπως ήταν φυσικό προκάλεσε αρνητικές εντυπώσεις στην ελληνική κοινή γνώμη. Αυτές τις εντυπώσεις ανέλαβε να τις αμβλύνει ο Αμερικανός Πρέσβης Τ. Πάιτ, ο οποίος αφού διευκρίνισε ότι «οι ΗΠΑ γενικά δεν παίρνουν θέση σε διαφορές θαλάσσιων συνόρων άλλων κρατών», πρόσθεσε ότι «οι ΗΠΑ τηρούν τις αρχές του διεθνούς ναυτικού δικαίου, βάσει των οποίων τα νησιά, συμπεριλαμβανομένου του Καστελλορίζου, έχουν ακριβώς την ίδια υφαλοκρηπίδα και δικαιώματα ΑΟΖ όπως και κάθε περιοχή στην ηπειρωτική χώρα». Πρόκειται για αναφορά σε αυτά που προβλέπει το Άρθρο 121 της UNCLOS, η οποία όμως δεν γεννά συγκεκριμένη δέσμευση για την τελική ερμηνεία του.
Πολύ πιο θετική ήταν η στάση του Γάλλου Προέδρου Μακρόν, ο οποίος με μήνυμά του στα κοινωνικά δίκτυα ανέφερε στα ελληνικά ότι εκφράζει «την πλήρη αλληλεγγύη της Γαλλίας προς την Κύπρο και την Ελλάδα απέναντι στις τουρκικές παραβιάσεις των κυριαρχικών δικαιωμάτων τους». Πρόσθεσε δε με νόημα ότι: «Δεν πρέπει να δεχτούμε να απειλείται ο θαλάσσιος χώρος ενός κράτους μέλους της ΕΕ». Σε αυτή τη φάση η Γαλλία φαίνεται να είναι η μόνη δύναμη στην Ευρώπη που αντιλαμβάνεται πλήρως τον κίνδυνο που αντιπροσωπεύει η Τουρκία.
Η Γαλλία μπορεί, η Ελλάδα θέλει;
Οι παραπάνω δηλώσεις αντανακλούν σε μεγάλο βαθμό τις θέσεις των διεθνών παικτών. Προφανώς, ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η στάση της Γαλλίας, η οποία ποτέ δεν έπαψε να θεωρεί τη Μεσόγειο ζώνη άμεσου γεωπολιτικού της ενδιαφέροντος. Αυτό την καθιστά μετωπικά αντίθετη με τα τουρκικά σχέδια για κυριαρχία στην περιοχή και ως εκ τούτου, έναν ισχυρό εν δυνάμει σύμμαχο για την Ελλάδα. Προϋπόθεση βεβαίως είναι και η Ελλάδα να θελήσει να αξιοποιήσει αυτή τη δυνατότητα. Αυτό όμως έως τώρα δεν φαίνεται να συμβαίνει, καθώς αυτή την εβδομάδα δεν προχώρησε η κυοφορούμενη ελληνογαλλική αμυντική συνεργασία στο πλαίσιο της αγοράς των υπερσύγχρονων γαλλικών φρεγατών Μπελαρά.
Η δικαιολογία που προβλήθηκε από ελληνικής πλευράς ήταν ότι οι γαλλικές φρεγάτες ήταν πολύ ακριβές και ότι έχουν προτεραιότητα οι δαπάνες για την κοινωνική ασφάλιση. Η αλήθεια όμως είναι ότι η ελληνική πλευρά ήξερε από την αρχή των συζητήσεων το κόστος των γαλλικών πλοίων, ενώ έως τώρα, ποτέ στα προηγούμενα χρόνια δεν επιδείχτηκε ανάλογη ευαισθησία για τα αναδρομικά των συνταξιούχων. Πρόκειται λοιπόν μάλλον για μια προσχηματική δικαιολογία, γεγονός το οποίο πιθανώς δείχνει τις προθέσεις της ελληνικής κυβέρνησης σε αυτή τη φάση. Πιθανότατα επίσης η κατάσταση αυτή αντανακλά τις πιέσεις που δέχεται η ελληνική πλευρά από τρίτες χώρες, όπως είναι η Γερμανία και ενδεχομένως οι ΗΠΑ.
Το πού πηγαίνουν τα πράγματα μάλλον μας το φανερώνουν οι δηλώσεις του εκπροσώπου της τουρκικής προεδρίας Ιμπραχήμ Καλίν, ο οποίος ανάφερε ότι: «Η Ελλάδα έχει μαξιμαλιστικές απόψεις. Εμείς θέλουμε η Τουρκία και η Ελλάδα να συμφωνήσουν σε μια ρύθμιση. Είμαστε έτοιμοι να συζητήσουμε με την Ελλάδα για όλα τα θέματα, το έχει πει ο Πρόεδρος: για ΑΟΖ, υφαλοκρηπίδα, βραχονησίδες και όλα τα άλλα ανοικτά ζητήματα.»
Από τις δηλώσεις Καλίν είναι φανερό η Τουρκία επιδιώκει να σύρει την Ελλάδα σε έναν «διάλογο» με τους δικούς της όρους. Πρόκειται για έναν «διάλογο» εφ’ όλης της ύλης, ο οποίος θα αφορά μόνο τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα και από τον οποίο προφανώς η Ελλάδα έχει μόνο να χάσει. Και εδώ βρίσκεται και ο πραγματικός κίνδυνος, καθώς ΗΠΑ και Γερμανία είναι πιθανόν να πιέσουν για δικούς τους λόγους την Ελλάδα για παραχωρήσεις.
Για την ελληνική πλευρά δεν θα πρέπει όμως να υπάρχει καμία αμφιβολία. Οποιαδήποτε συμφωνία προκύψει με αυτούς τους όρους, δεν θα συνιστά τελική διευθέτηση. Γιατί ό,τι δεν αναγκαστούμε να παραχωρήσουμε σήμερα, είναι βέβαιο ότι η Τουρκία θα μας ζητήσει να της το παραδώσουμε αύριο, και μάλιστα με τον ίδιο εκβιασμό. Για την Ελλάδα λοιπόν η επιλογή της αντίστασης είναι μονόδρομος. Δεν είναι όμως βέβαιο ότι το ελληνικό σύστημα εξουσίας έχει τη βούληση για κάτι τέτοιο. Αντιθέτως φαίνεται να προετοιμάζεται και να προετοιμάζει την ελληνική κοινή γνώμη για έναν ακόμη οδυνηρό συμβιβασμό.
Αυτό υποδηλώνει το γεγονός ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν έσπευσε να ορίσει ποια είναι η ελληνική ΑΟΖ. Το ίδιο δείχνει και η απροθυμία της να ανταποκριθεί στην ρήτρα αμυντικής συνδρομής που φαίνεται να μας προσέφερε η Γαλλία μαζί με τις φρεγάτες Μπελαρά. Ας ελπίσουμε παρ’ όλα αυτά, ότι οι ελληνικές πολιτικές ηγεσίες θα αρθούν στο ύψος των ιστορικών περιστάσεων και θα πράξουν τα δέοντα, διότι ανώδυνος ή έντιμος ακρωτηριασμός κυριαρχικών δικαιωμάτων δεν υπάρχει. Και βέβαια ο ακρωτηριασθείς δεν μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει όπως ήταν πριν τον ακρωτηριασμό.