Τέκνα μου ἀγαπητά,
Μετέστη πρὸς τὴν ζωήν,
Μήτηρ ὑπάρχουσα τῆς ζωῆς
Τὶς μέρες αὐτὲς τοῦ Αὐγούστου ποὺ στὶς Ἐκκλησιές μας ψάλλονταν οἱ Παρακλητικοὶ Κανόνες τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, εἲδαμε πρόσωπα πολλὰ νὰ προσέρχονται στὴ χάρη Της, κουβαλώντας ὁ καθένας τὰ βάσανα καὶ τὶς πληγές του, τὴν ταλαιπωρία καὶ τοὺς φόβους του. Αὐτὰ ποὺ ἡ ζωὴ ἔφερε· τὰ αἰφνίδια καὶ τ’ ἀπρόσμενα· τ’ ἀναμενόμενα καὶ τὰ προβλέψιμα. Τοῦτο ὅμως τὸ καλοκαίρι στὰ πρόσωπα ὅλων ὑπῆρχε ἀδιόρατα ἡ αἴσθηση καὶ μιᾶς κάποιας ἀνησυχίας κοινῆς· μιᾶς ἀνησυχίας ποὺ τὴν ὄψη σκοτείνιαζε καὶ έκανε τὰ χαμόγελα νὰ μοιάζουν πιὸ μικρὰ ἀπ’ ὅτι ἄλλοτε.
Νὰ φταίει ἡ πανδημία ἀπὸ τὴν ὁποία δοκιμάστηκε ὁ κόσμος ὅλος; Ἐκείνη νὰ εἶναι ἡ αἰτία τῆς συλλογικῆς μας θλίψης; Οἱ εἰκόνες μὲ τοὺς ἀσθενεῖς καὶ τοὺς νεκροὺς ἀπὸ τὶς διάφορες γωνιὲς τῆς γῆς; Οἱ πληροφορίες καὶ οἱ στατιστικὲς γιὰ τὴν ἐξέλιξη τῆς νόσου; Ὁ ἐγκλεισμὸς καὶ ἡ ἀπομόνωση ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἀγαποῦμε; Οἱ προφυλάξεις καὶ οἱ περιορισμοὶ τῶν ὑπευθύνων καὶ τῶν εἰδικῶν; Ἡ ἀναστολὴ τῆς ἐργασίας καὶ ἡ ἐπαγγελματικὴ ἀνασφάλεια, ποὺ χτύπησε χιλιάδες πρόσωπα; Οἱ ἀλήθειες καὶ τὰ ψεύδη ποὺ δύσκολο ἦταν, κανεὶς νὰ ξεχωρίσει; Οἱ κλειστὲς πόρτες τῶν Ναῶν καὶ ἡ σιωπὴ τῆς καμπάνας, ποὺ δοκίμασε τὶς ἀντοχὲς τῆς πίστης μας;
Σίγουρα ὅλα τὰ παραπάνω ἦταν πρωτόγνωρα καὶ σκληρά. Μᾶς μπέρδεψαν, μᾶς κλόνισαν, μᾶς ἀπογοήτευσαν, μᾶς θύμωσαν, μᾶς σύγχυσαν, μᾶς καθήλωσαν, μᾶς τρόμαξαν. Ὅμως πίσω ἀπὸ αὐτὰ κρύβεται κάτι πιὸ βαθὺ καὶ πιὸ οὐσιαστικό· κάτι ποὺ δὲν ἀφορᾶ μονάχα τὶς συγκεκριμένες περιστάσεις καὶ τὶς παροῦσες συνθῆκες. Τὰ ὅσα βιώσαμε τὴν περίοδο αὐτὴ ἀποκάλυψαν ἁπλὰ τὸ μεγάλο μας πρόβλημα. Κι αὐτὸ δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὸ φόβο τοῦ θανάτου, τοῦ πιὸ μεγάλου ἐχθροῦ τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων.
Κι ὅταν στὴν Ἐκκλησία μιλοῦμε γιὰ θάνατο, δὲν μιλοῦμε ἁπλὰ γιὰ τὴν τελευταία πνοὴ τοῦ ἀνθρώπου. Τραγικὴ καὶ φοβερὴ ἐκείνη ἡ ὥρα, μὰ ὁ θάνατος δὲν περιορίζεται σὲ μιὰ μονάχα στιγμή. Ὁ θάνατος σκιάζει κάθε πτυχὴ του ἀνθρώπινου βίου. Ζοῦμε τὸ θάνατο στὴν καθημερινότητα, στὴ στέρηση, στὸ ἄδικο, στὴ βία, στὴ σύγκρουση, στὸ χωρισμό, στὸν πόνο, στὴν ἀσθένεια. Ζοῦμε τὸ θάνατο καὶ στὰ ἔσχατα τοῦ βίου μας, ὡς ἐνδεχόμενο καὶ ὡς ἐπερχόμενο· ὡς ἀπειλὴ καὶ ὡς βεβαιότητα. Μετὰ τὴν πτώση τῶν πρωτοπλάστων ὁ θάνατος ἔγινε ἕνας ὀδυνηρὸς τρόπος νὰ ζεῖς· ἔγινε ὁ τρόπος τῆς πεπτωκυίας μας φύσης, ἀπὸ τὸν ὁποῖο κανεὶς νὰ ξεφύγει δὲν μπορεῖ. Ὁ τρόπος νὰ ἐπιβιώνεις μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεό, χωρισμένος ἀπὸ τὴ Ζωή. Ὁ τρόπος νὰ ἐπιβιώνεις χωρὶς καμία προοπτικὴ αὐξήσεως, τελειώσεως, θεώσεως.
Τοῦτο τὸν μοχθηρὸ ἐχθρὸ κατανίκησε ὁ Χριστός, μὲ τὴν ἐνανθρώπησή Του, μὲ τὸ Πάθος καὶ τὴν Ἀνάστασή Του. Νίκησε τὸ θάνατο πεθαίνοντας μαζί μας, πεθαίνοντας γιά μᾶς. Κατῆλθε στὰ ἔγκατα τοῦ ᾍδη γιὰ νὰ ἐλευθερώσει ἐμᾶς τοὺς αἰχμαλώτους ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ θανάτου. Ἀναστήθηκε γιὰ νὰ μᾶς χαρίσει τὴν δυνατότητα τῆς ζωῆς καὶ τὴν προοπτικὴ τῆς θεώσεως. Πλέον ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ ζήσει ἀληθινά, μπορεῖ νὰ σχετιστεῖ μὲ τὸ Θεὸ, μπορεῖ νὰ Τὸν ἀγαπήσει· καὶ γι’ αὐτὸ μπορεῖ νὰ ἀγαπήσει καὶ τὸν συνάνθρωπό του· καὶ γι’ αὐτὸ μπορεῖ νὰ ἀγαπήσει καὶ τὸν ἑαυτό του.
Ὅμως ὁ ἀνθρωπος σήμερα παραμένει παρὰ τὴ μεγάλη δωρεὰ τοῦ Χριστοῦ ἀπόμακρος ἀπὸ τὸ Θεό. Αὐτὸ κελεύουν ἐδῶ καὶ κάποιους χρόνους οἱ σοφοὶ τοῦ κόσμου. Κι ἡ ἀπομάκρυνση αὐτὴ ὀνομάστηκε ἐλευθερία καὶ χειραφέτηση. Κι ἡ ἀπομάκρυνση αὐτὴ θεωρήθηκε πρόοδος καὶ ἐξέλιξη. Μὰ ἦρθε μιὰ ἀσθένεια σὲ ὅλη τὴν οἰκουμένη καὶ μᾶς ἀνάγκασε νὰ κοιτάξουμε κατάματα τὸ θάνατο καὶ νὰ συνειδητοποιήσουμε τὶς ψευδαισθήσεις μας. Κι εἶναι ἀλήθεια πὼς αὐτὸ τὸ κοίταγμα γέννησε μέσα στὶς ψυχὲς γιγάντιο φόβο.
Ἀρρώστιες καὶ συμφορὲς ἡ ἀνθρωπότητα καὶ στὸ παρελθὸν ἔχει περάσει, δυστυχῶς θὰ περάσει καὶ στὸ μέλλον. Αὐτὸ ποὺ συνέβη ὅμως στὶς μέρες μας εἶχε κάτι τὸ διαφορετικό. Γιὰ πρώτη φορὰ κοιτάζοντας τοὺς τηλεοπτικούς μας δέκτες καὶ τὰ ἐξυπνά μας τηλέφωνα ἀντικρύσαμε ἀπὸ τὴ μία ἄκρη τῆς γῆς ἴσα μὲ τὴν ἄλλη τὸ θάνατο. Ἀκόμα κι ἀν δὲν ἀσθενήσαμε, ἀκόμα κι ἀν δὲν χάσαμε κάποιον οἰκεῖο, βρεθήκαμε ἀνυπεράσπιστοι ἐνώπιον τῆς ἐξουσίας του.
Φοβισμένοι καὶ ἔντρομοι σὰν μικρὰ παιδιά, τοῦτο λοιπὸν τὸ καλοκαίρι, ψάξαμε μιὰ μητρικὴ ἀγκαλιά νὰ μᾶς παρηγορήσει, νὰ μᾶς διώξει τοὺς φόβους, νὰ μᾶς γλυκάνει τὴ ψυχή. Καὶ τὴ βρήκαμε στὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας. Ἐκείνης ποὺ εἰκονίζεται σχεδὸν πάντα βρεφοκρατοῦσα. Κρατᾶ στὴν ἀγκάλη Της τὸ Χριστό, κρατᾶ τὴν Ἀλήθεια, κρατᾶ τὴ Ζωή. Ἔρχεται ὡς μάνα νὰ μᾶς γνωρίσει τὴ ζωὴ, νὰ μᾶς μάθει νὰ ζοῦμε, νὰ μᾶς μάθει νὰ μὴ φοβόμαστε τὸ θάνατο.
Πρώτα μᾶς δείχνει τὸν Υἱὸ καὶ Θεό Της, λέγοντὰς μας: «ὅ,τι ἂν λέγῃ ὑμῖν, ποιήσατε». Μᾶς καλεῖ νὰ ἀκούσουμε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, γιατὶ δὲν εἶναι λόγος ποὺ δεσμεύει, ἀλλὰ λόγος ποὺ ἐλευθερώνει· γιατὶ δὲν εἶναι λόγος ἐξουσιαστικός, ἀλλὰ λόγος ἀγαπητικός. Ὁ Θεὸς δὲν ἔχει ἀνάγκη τίποτα, δὲν ἔχει νὰ κερδίσει κάτι ἀπὸ τὴ σχέση μ’ ἐμᾶς. Τὸ μόνο ποὺ ἐπιθυμεῖ, τὸ μόνο ποὺ κατεργάζεται, εἶναι τὴ σωτηρία ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ποὺ θέλουν ὅμως κι ἐκεῖνοι νὰ σωθοῦν. Γι’ αὐτὸ μᾶς παρακαλεῖ, γι’ αὐτὸ μᾶς συμβουλεύει, γι’ αὐτὸ μᾶς προτρέπει μὲ τὸ λόγο Του, ποὺ γιὰ τὸν ἄνθρωπο τῆς πίστης γίνεται Νόμος. Κι ἡ Παναγία μας, «ἡ Τιμιωτέρα τῶν Χερουβεὶμ καὶ Ἐνδοξοτέρα ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ», ἀποτελεῖ ζωντανὴ μαρτυρία τοῦ πόσο ὁ ἄνθρωπος ἀνυψώνεται ὅταν ἐμπιστεύεται τὸ λόγο καὶ τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ.
Ἔπειτα μὲ τὴ σιωπηρὴ παρουσία τῆς Παναγίας μας στὸ Σταυρό τοῦ Υἱοῦ Της, μᾶς ἀποκαλύπτει ὅτι ὁ ἄνθρωπος ποὺ σχετίζεται μὲ τὸ Θεό, χαριτώνεται, καὶ δύναμη λαμβάνει πολύ, ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ σταθεῖ ἔναντι τοῦ θανάτου, καὶ κάθε συμφορᾶς, χωρὶς νὰ καταρρέει, χωρὶς νὰ χάνει τὴν ἐλπίδα, χωρὶς νὰ νικιέται ἀπὸ τὴν θλίψη καὶ τὴν ὀδύνη. Ἡ Παναγία μας θρήνησε τὸ Παιδί Της, σὰν μάνα ἀληθινή. Ὅμως στό βάθος τῆς ὑπάρξεώς Της, ἡ Ἀνάσταση τοῦ Υἱοῦ Της ὑπῆρχε ὡς ἐλπίδα, ὡς προσμονὴ κι ὡς βεβαιότητα. Γι’ αὐτὸ πρώτη Ἐκείνη κατὰ τοὺς Πατέρες, ἀξιώθηκε νὰ συναντηθεῖ μὲ τὸν Ἀναστημένο Χριστό. Ἡ Θεοτόκος μυστικὰ μαρτυρεῖ πὼς ὀφείλουμε νὰ ἀντισταθοῦμε στὶς ὁρμὲς τοῦ θανάτου ποὺ μᾶς χτυποῦν ἀνελέητα κάθε φορὰ ποὺ ἕνα πρόσωπο ποὺ ἀγαποῦμε ἀφήνει τὸν κόσμο αὐτὸν. Μᾶς παρηγορεῖ βεβαιώνοντάς μας πὼς δὲν εἶνα αὐτὸ τὸ τέλος τοῦ ἀνθρώπου, πὼς ἡ Ζωὴ εἶναι ἐκείνη ποὺ θὰ ἔχει τὸν τελικό τὸ λόγο.
Κι ἔρχεται τέλος ἡ ἡμέρα ἡ σημερινή, αὐτὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, νὰ μᾶς φέρει σὲ μιὰ παντελῶς διαφορετικὴ θεώρηση τοῦ θανάτου. Γιορτάζουμε τὴν παροῦσα ἡμέρα πανηγυρικά, τὴ νίκη ἐπὶ τοῦ θανάτου. Πέρασμα ἔγινε ὁ θάνατος, ἀπὸ τούτη τὴ ζωὴ στὴν ἄλλη, ἀπὸ τὸν πόνο στὴν μακαριότητα, ἀπὸ τὴν φθορὰ στὴν ἀφθαρσία, ἀπὸ τὸ ἐφήμερο στὸ αἰώνιο. Ἀπὸ τὴ μία βλέπουμε στὴν εἰκόνα τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ νὰ ἀγκαλιάζει στοργικὰ τὴ ψυχὴ τῆς Ἁγίας Μητρός Του. Ἀπὸ τὴν ἄλλη συνεορτάζουμε τὴν ἡμέρα αὐτὴ τὸ γεγονὸς τῆς μεταστάσεως τῆς Θεοτόκου, τῆς ἀναστάσεως Της δηλαδὴ ἀπὸ τὸ Χριστό. Τὸ ἄσπιλο σῶμα τῆς Παναγίας δὲν ἐγκαταλείπεται οὔτε αὐτὸ στὴ φθορά. Ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ. Ἡ Κυρία Θεοτόκος εἶναι ἡ πρώτη ποὺ δέχθηκε τοῦτο τὸ δῶρο τῆς ζωῆς, τὸ ὁποῖο ὁ Λυτρωτὴς Χριστὸς προορίζει γιὰ τὸν κάθε ἄνθρωπο ποὺ σχετίζεται μαζί Του.
Ἔτσι καλούμαστε νὰ ἀντιπαλέψουμε τὸ θάνατο ποὺ μᾶς τυρρανᾶ. Ἔτσι τολμοῦμε νὰ ἀντισταθοῦμε στὶς συμφορὲς τοῦ βίου. Ἔτσι ἐρχόμαστε νὰ ἀντιμετωπίσουμε, ὡς χριστιανοί τὴν πανδημία καὶ τὶς ἐπιπτώσεις της. Νικώντας τὸ φόβο, ἀφαιροῦμε ἀπὸ τὸ θάνατο τὸ κεντρί του. Δὲν εἶναι πλέον ἰσχυρός, δὲν εἶναι ἀνίκητος, δὲν εἶναι φοβερός. Εἶμαστε ἀσφαλεῖς στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ, στὸ ἔλεός Του, στὴν ἀγάπη Του. Ὅ,τι κι ἄν ἔρθει στὴ ζωή μας, ὅποια κακία ἡ δυστυχία κι ἄν δοκιμάσουμε, τελικὰ ὁ Θεὸς κάτι καλὸ θὰ βγάλει γιὰ μᾶς.
Εὐχόμαστε τέκνα μου ἀγαπητὰ, ἡ Θεοτόκος Παρθένος, ἡ τροφὸς τῆς Ζωῆς, νὰ προστατεύει τὸ καθένα σας ξεχωριστά, νὰ εὐλογεῖ τὸ τόπο μας καὶ τὴν πατρίδα μας ποὺ πολὺ δοκιμάζεται στοὺς ἐσχάτους καιρούς, καὶ νὰ φωτίζει τὴν οἰκουμένη ὅλη ὥστε νὰ ἀναγνωρίσει τὸν Υἱὸ καὶ Λόγο τοῦ Θεοῦ τὸν σαρκωμένο, τὸν Ἱησοῦ Χριστό, Ἐκεῖνον ποὺ τὸ θάνατο καταπάτησε καὶ τὸν φόβο κατήργησε.
Μετέστη πρὸς τὴν ζωήν,
Μήτηρ ὑπάρχουσα τῆς ζωῆς
Τὶς μέρες αὐτὲς τοῦ Αὐγούστου ποὺ στὶς Ἐκκλησιές μας ψάλλονταν οἱ Παρακλητικοὶ Κανόνες τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, εἲδαμε πρόσωπα πολλὰ νὰ προσέρχονται στὴ χάρη Της, κουβαλώντας ὁ καθένας τὰ βάσανα καὶ τὶς πληγές του, τὴν ταλαιπωρία καὶ τοὺς φόβους του. Αὐτὰ ποὺ ἡ ζωὴ ἔφερε· τὰ αἰφνίδια καὶ τ’ ἀπρόσμενα· τ’ ἀναμενόμενα καὶ τὰ προβλέψιμα. Τοῦτο ὅμως τὸ καλοκαίρι στὰ πρόσωπα ὅλων ὑπῆρχε ἀδιόρατα ἡ αἴσθηση καὶ μιᾶς κάποιας ἀνησυχίας κοινῆς· μιᾶς ἀνησυχίας ποὺ τὴν ὄψη σκοτείνιαζε καὶ έκανε τὰ χαμόγελα νὰ μοιάζουν πιὸ μικρὰ ἀπ’ ὅτι ἄλλοτε.
Νὰ φταίει ἡ πανδημία ἀπὸ τὴν ὁποία δοκιμάστηκε ὁ κόσμος ὅλος; Ἐκείνη νὰ εἶναι ἡ αἰτία τῆς συλλογικῆς μας θλίψης; Οἱ εἰκόνες μὲ τοὺς ἀσθενεῖς καὶ τοὺς νεκροὺς ἀπὸ τὶς διάφορες γωνιὲς τῆς γῆς; Οἱ πληροφορίες καὶ οἱ στατιστικὲς γιὰ τὴν ἐξέλιξη τῆς νόσου; Ὁ ἐγκλεισμὸς καὶ ἡ ἀπομόνωση ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἀγαποῦμε; Οἱ προφυλάξεις καὶ οἱ περιορισμοὶ τῶν ὑπευθύνων καὶ τῶν εἰδικῶν; Ἡ ἀναστολὴ τῆς ἐργασίας καὶ ἡ ἐπαγγελματικὴ ἀνασφάλεια, ποὺ χτύπησε χιλιάδες πρόσωπα; Οἱ ἀλήθειες καὶ τὰ ψεύδη ποὺ δύσκολο ἦταν, κανεὶς νὰ ξεχωρίσει; Οἱ κλειστὲς πόρτες τῶν Ναῶν καὶ ἡ σιωπὴ τῆς καμπάνας, ποὺ δοκίμασε τὶς ἀντοχὲς τῆς πίστης μας;
Σίγουρα ὅλα τὰ παραπάνω ἦταν πρωτόγνωρα καὶ σκληρά. Μᾶς μπέρδεψαν, μᾶς κλόνισαν, μᾶς ἀπογοήτευσαν, μᾶς θύμωσαν, μᾶς σύγχυσαν, μᾶς καθήλωσαν, μᾶς τρόμαξαν. Ὅμως πίσω ἀπὸ αὐτὰ κρύβεται κάτι πιὸ βαθὺ καὶ πιὸ οὐσιαστικό· κάτι ποὺ δὲν ἀφορᾶ μονάχα τὶς συγκεκριμένες περιστάσεις καὶ τὶς παροῦσες συνθῆκες. Τὰ ὅσα βιώσαμε τὴν περίοδο αὐτὴ ἀποκάλυψαν ἁπλὰ τὸ μεγάλο μας πρόβλημα. Κι αὐτὸ δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὸ φόβο τοῦ θανάτου, τοῦ πιὸ μεγάλου ἐχθροῦ τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων.
Κι ὅταν στὴν Ἐκκλησία μιλοῦμε γιὰ θάνατο, δὲν μιλοῦμε ἁπλὰ γιὰ τὴν τελευταία πνοὴ τοῦ ἀνθρώπου. Τραγικὴ καὶ φοβερὴ ἐκείνη ἡ ὥρα, μὰ ὁ θάνατος δὲν περιορίζεται σὲ μιὰ μονάχα στιγμή. Ὁ θάνατος σκιάζει κάθε πτυχὴ του ἀνθρώπινου βίου. Ζοῦμε τὸ θάνατο στὴν καθημερινότητα, στὴ στέρηση, στὸ ἄδικο, στὴ βία, στὴ σύγκρουση, στὸ χωρισμό, στὸν πόνο, στὴν ἀσθένεια. Ζοῦμε τὸ θάνατο καὶ στὰ ἔσχατα τοῦ βίου μας, ὡς ἐνδεχόμενο καὶ ὡς ἐπερχόμενο· ὡς ἀπειλὴ καὶ ὡς βεβαιότητα. Μετὰ τὴν πτώση τῶν πρωτοπλάστων ὁ θάνατος ἔγινε ἕνας ὀδυνηρὸς τρόπος νὰ ζεῖς· ἔγινε ὁ τρόπος τῆς πεπτωκυίας μας φύσης, ἀπὸ τὸν ὁποῖο κανεὶς νὰ ξεφύγει δὲν μπορεῖ. Ὁ τρόπος νὰ ἐπιβιώνεις μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεό, χωρισμένος ἀπὸ τὴ Ζωή. Ὁ τρόπος νὰ ἐπιβιώνεις χωρὶς καμία προοπτικὴ αὐξήσεως, τελειώσεως, θεώσεως.
Τοῦτο τὸν μοχθηρὸ ἐχθρὸ κατανίκησε ὁ Χριστός, μὲ τὴν ἐνανθρώπησή Του, μὲ τὸ Πάθος καὶ τὴν Ἀνάστασή Του. Νίκησε τὸ θάνατο πεθαίνοντας μαζί μας, πεθαίνοντας γιά μᾶς. Κατῆλθε στὰ ἔγκατα τοῦ ᾍδη γιὰ νὰ ἐλευθερώσει ἐμᾶς τοὺς αἰχμαλώτους ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ θανάτου. Ἀναστήθηκε γιὰ νὰ μᾶς χαρίσει τὴν δυνατότητα τῆς ζωῆς καὶ τὴν προοπτικὴ τῆς θεώσεως. Πλέον ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ ζήσει ἀληθινά, μπορεῖ νὰ σχετιστεῖ μὲ τὸ Θεὸ, μπορεῖ νὰ Τὸν ἀγαπήσει· καὶ γι’ αὐτὸ μπορεῖ νὰ ἀγαπήσει καὶ τὸν συνάνθρωπό του· καὶ γι’ αὐτὸ μπορεῖ νὰ ἀγαπήσει καὶ τὸν ἑαυτό του.
Ὅμως ὁ ἀνθρωπος σήμερα παραμένει παρὰ τὴ μεγάλη δωρεὰ τοῦ Χριστοῦ ἀπόμακρος ἀπὸ τὸ Θεό. Αὐτὸ κελεύουν ἐδῶ καὶ κάποιους χρόνους οἱ σοφοὶ τοῦ κόσμου. Κι ἡ ἀπομάκρυνση αὐτὴ ὀνομάστηκε ἐλευθερία καὶ χειραφέτηση. Κι ἡ ἀπομάκρυνση αὐτὴ θεωρήθηκε πρόοδος καὶ ἐξέλιξη. Μὰ ἦρθε μιὰ ἀσθένεια σὲ ὅλη τὴν οἰκουμένη καὶ μᾶς ἀνάγκασε νὰ κοιτάξουμε κατάματα τὸ θάνατο καὶ νὰ συνειδητοποιήσουμε τὶς ψευδαισθήσεις μας. Κι εἶναι ἀλήθεια πὼς αὐτὸ τὸ κοίταγμα γέννησε μέσα στὶς ψυχὲς γιγάντιο φόβο.
Ἀρρώστιες καὶ συμφορὲς ἡ ἀνθρωπότητα καὶ στὸ παρελθὸν ἔχει περάσει, δυστυχῶς θὰ περάσει καὶ στὸ μέλλον. Αὐτὸ ποὺ συνέβη ὅμως στὶς μέρες μας εἶχε κάτι τὸ διαφορετικό. Γιὰ πρώτη φορὰ κοιτάζοντας τοὺς τηλεοπτικούς μας δέκτες καὶ τὰ ἐξυπνά μας τηλέφωνα ἀντικρύσαμε ἀπὸ τὴ μία ἄκρη τῆς γῆς ἴσα μὲ τὴν ἄλλη τὸ θάνατο. Ἀκόμα κι ἀν δὲν ἀσθενήσαμε, ἀκόμα κι ἀν δὲν χάσαμε κάποιον οἰκεῖο, βρεθήκαμε ἀνυπεράσπιστοι ἐνώπιον τῆς ἐξουσίας του.
Φοβισμένοι καὶ ἔντρομοι σὰν μικρὰ παιδιά, τοῦτο λοιπὸν τὸ καλοκαίρι, ψάξαμε μιὰ μητρικὴ ἀγκαλιά νὰ μᾶς παρηγορήσει, νὰ μᾶς διώξει τοὺς φόβους, νὰ μᾶς γλυκάνει τὴ ψυχή. Καὶ τὴ βρήκαμε στὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας. Ἐκείνης ποὺ εἰκονίζεται σχεδὸν πάντα βρεφοκρατοῦσα. Κρατᾶ στὴν ἀγκάλη Της τὸ Χριστό, κρατᾶ τὴν Ἀλήθεια, κρατᾶ τὴ Ζωή. Ἔρχεται ὡς μάνα νὰ μᾶς γνωρίσει τὴ ζωὴ, νὰ μᾶς μάθει νὰ ζοῦμε, νὰ μᾶς μάθει νὰ μὴ φοβόμαστε τὸ θάνατο.
Πρώτα μᾶς δείχνει τὸν Υἱὸ καὶ Θεό Της, λέγοντὰς μας: «ὅ,τι ἂν λέγῃ ὑμῖν, ποιήσατε». Μᾶς καλεῖ νὰ ἀκούσουμε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, γιατὶ δὲν εἶναι λόγος ποὺ δεσμεύει, ἀλλὰ λόγος ποὺ ἐλευθερώνει· γιατὶ δὲν εἶναι λόγος ἐξουσιαστικός, ἀλλὰ λόγος ἀγαπητικός. Ὁ Θεὸς δὲν ἔχει ἀνάγκη τίποτα, δὲν ἔχει νὰ κερδίσει κάτι ἀπὸ τὴ σχέση μ’ ἐμᾶς. Τὸ μόνο ποὺ ἐπιθυμεῖ, τὸ μόνο ποὺ κατεργάζεται, εἶναι τὴ σωτηρία ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ποὺ θέλουν ὅμως κι ἐκεῖνοι νὰ σωθοῦν. Γι’ αὐτὸ μᾶς παρακαλεῖ, γι’ αὐτὸ μᾶς συμβουλεύει, γι’ αὐτὸ μᾶς προτρέπει μὲ τὸ λόγο Του, ποὺ γιὰ τὸν ἄνθρωπο τῆς πίστης γίνεται Νόμος. Κι ἡ Παναγία μας, «ἡ Τιμιωτέρα τῶν Χερουβεὶμ καὶ Ἐνδοξοτέρα ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ», ἀποτελεῖ ζωντανὴ μαρτυρία τοῦ πόσο ὁ ἄνθρωπος ἀνυψώνεται ὅταν ἐμπιστεύεται τὸ λόγο καὶ τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ.
Ἔπειτα μὲ τὴ σιωπηρὴ παρουσία τῆς Παναγίας μας στὸ Σταυρό τοῦ Υἱοῦ Της, μᾶς ἀποκαλύπτει ὅτι ὁ ἄνθρωπος ποὺ σχετίζεται μὲ τὸ Θεό, χαριτώνεται, καὶ δύναμη λαμβάνει πολύ, ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ σταθεῖ ἔναντι τοῦ θανάτου, καὶ κάθε συμφορᾶς, χωρὶς νὰ καταρρέει, χωρὶς νὰ χάνει τὴν ἐλπίδα, χωρὶς νὰ νικιέται ἀπὸ τὴν θλίψη καὶ τὴν ὀδύνη. Ἡ Παναγία μας θρήνησε τὸ Παιδί Της, σὰν μάνα ἀληθινή. Ὅμως στό βάθος τῆς ὑπάρξεώς Της, ἡ Ἀνάσταση τοῦ Υἱοῦ Της ὑπῆρχε ὡς ἐλπίδα, ὡς προσμονὴ κι ὡς βεβαιότητα. Γι’ αὐτὸ πρώτη Ἐκείνη κατὰ τοὺς Πατέρες, ἀξιώθηκε νὰ συναντηθεῖ μὲ τὸν Ἀναστημένο Χριστό. Ἡ Θεοτόκος μυστικὰ μαρτυρεῖ πὼς ὀφείλουμε νὰ ἀντισταθοῦμε στὶς ὁρμὲς τοῦ θανάτου ποὺ μᾶς χτυποῦν ἀνελέητα κάθε φορὰ ποὺ ἕνα πρόσωπο ποὺ ἀγαποῦμε ἀφήνει τὸν κόσμο αὐτὸν. Μᾶς παρηγορεῖ βεβαιώνοντάς μας πὼς δὲν εἶνα αὐτὸ τὸ τέλος τοῦ ἀνθρώπου, πὼς ἡ Ζωὴ εἶναι ἐκείνη ποὺ θὰ ἔχει τὸν τελικό τὸ λόγο.
Κι ἔρχεται τέλος ἡ ἡμέρα ἡ σημερινή, αὐτὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, νὰ μᾶς φέρει σὲ μιὰ παντελῶς διαφορετικὴ θεώρηση τοῦ θανάτου. Γιορτάζουμε τὴν παροῦσα ἡμέρα πανηγυρικά, τὴ νίκη ἐπὶ τοῦ θανάτου. Πέρασμα ἔγινε ὁ θάνατος, ἀπὸ τούτη τὴ ζωὴ στὴν ἄλλη, ἀπὸ τὸν πόνο στὴν μακαριότητα, ἀπὸ τὴν φθορὰ στὴν ἀφθαρσία, ἀπὸ τὸ ἐφήμερο στὸ αἰώνιο. Ἀπὸ τὴ μία βλέπουμε στὴν εἰκόνα τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ νὰ ἀγκαλιάζει στοργικὰ τὴ ψυχὴ τῆς Ἁγίας Μητρός Του. Ἀπὸ τὴν ἄλλη συνεορτάζουμε τὴν ἡμέρα αὐτὴ τὸ γεγονὸς τῆς μεταστάσεως τῆς Θεοτόκου, τῆς ἀναστάσεως Της δηλαδὴ ἀπὸ τὸ Χριστό. Τὸ ἄσπιλο σῶμα τῆς Παναγίας δὲν ἐγκαταλείπεται οὔτε αὐτὸ στὴ φθορά. Ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ. Ἡ Κυρία Θεοτόκος εἶναι ἡ πρώτη ποὺ δέχθηκε τοῦτο τὸ δῶρο τῆς ζωῆς, τὸ ὁποῖο ὁ Λυτρωτὴς Χριστὸς προορίζει γιὰ τὸν κάθε ἄνθρωπο ποὺ σχετίζεται μαζί Του.
Ἔτσι καλούμαστε νὰ ἀντιπαλέψουμε τὸ θάνατο ποὺ μᾶς τυρρανᾶ. Ἔτσι τολμοῦμε νὰ ἀντισταθοῦμε στὶς συμφορὲς τοῦ βίου. Ἔτσι ἐρχόμαστε νὰ ἀντιμετωπίσουμε, ὡς χριστιανοί τὴν πανδημία καὶ τὶς ἐπιπτώσεις της. Νικώντας τὸ φόβο, ἀφαιροῦμε ἀπὸ τὸ θάνατο τὸ κεντρί του. Δὲν εἶναι πλέον ἰσχυρός, δὲν εἶναι ἀνίκητος, δὲν εἶναι φοβερός. Εἶμαστε ἀσφαλεῖς στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ, στὸ ἔλεός Του, στὴν ἀγάπη Του. Ὅ,τι κι ἄν ἔρθει στὴ ζωή μας, ὅποια κακία ἡ δυστυχία κι ἄν δοκιμάσουμε, τελικὰ ὁ Θεὸς κάτι καλὸ θὰ βγάλει γιὰ μᾶς.
Εὐχόμαστε τέκνα μου ἀγαπητὰ, ἡ Θεοτόκος Παρθένος, ἡ τροφὸς τῆς Ζωῆς, νὰ προστατεύει τὸ καθένα σας ξεχωριστά, νὰ εὐλογεῖ τὸ τόπο μας καὶ τὴν πατρίδα μας ποὺ πολὺ δοκιμάζεται στοὺς ἐσχάτους καιρούς, καὶ νὰ φωτίζει τὴν οἰκουμένη ὅλη ὥστε νὰ ἀναγνωρίσει τὸν Υἱὸ καὶ Λόγο τοῦ Θεοῦ τὸν σαρκωμένο, τὸν Ἱησοῦ Χριστό, Ἐκεῖνον ποὺ τὸ θάνατο καταπάτησε καὶ τὸν φόβο κατήργησε.
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ!
Μέ ὅλη μου τήν ἀγάπη
Ο Μ Η Τ Ρ Ο Π Ο Λ Ι Τ Η Σ Σ Α Σ
† ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ