Προ πέντε ετών, στο πλαίσιο των σεμιναρίων «Στρατηγικής Αγωγής», και μετά από αυστηρή αξιολόγηση δεδομένων από την προσωπική μου ερευνητική δραστηριότητα, αναλύσαμε με τους συμμετέχοντες ένα υποθετικό σενάριο πιθανής ελληνοτουρκικής στρατιωτικής διένεξης, υπό τον τίτλο «Παίγνιο Ελληνοτουρκικής Σύγκρουσης», το οποίο εκλήθην αργότερα να αναλύσω σε μία εκ των ανωτάτων στρατιωτικών σχολών της Ελλάδος. Προφανώς, επρόκειτο για ένα παίγνιο μηδενικού αθροίσματος, με εκατέρωθεν επιλογές «Εμπλοκής - Μη Εμπλοκής» και τέσσερα σαφώς προσδιορισμένα αποτελέσματα, τα οποία απέδιδαν κέρδη και απώλειες, αντιστοίχως.
Καταλήξαμε από κοινού στο συμπέρασμα πως ανεξαρτήτως των επιμέρους πρωτοβουλιών σε διπλωματικό, επιχειρησιακό και τακτικό επίπεδο, τόσο η Τουρκία (αυτοβούλως) όσο και η Ελλάδα (εξαναγκαστικώς) θα κατέληγαν στην απόφαση της «Μη Εμπλοκής», αποτέλεσμα της οποίας θα ήταν η εξασφάλιση συγκεκριμένων στόχων της τουρκικής διπλωματίας εις βάρος των «ελληνικών θέσεων». Συμφωνήσαμε, επίσης, πως η ανά τακτά χρονικά διαστήματα επανάληψη του παιγνίου, με αφορμή κάποιο παρόμοιο η διαφορετικό σενάριο, θα κατέληγε σταδιακώς στην οριστική εδραίωση της τουρκικής κυριαρχίας στον στρατηγικό άξονα Αιγαίου - Αν. Μεσογείου εις βάρος των ελλαδικών και ελληνοκυπριακών κυριαρχικών δικαιωμάτων, αποκλειστικώς με διπλωματικά μέσα και χωρίς την παραμικρή στρατιωτική εμπλοκή. Εκτιμώ πως είμαι σαφής ως προς το πώς πιστεύω ότι θα εξελιχθεί, εκτός συγκλονιστικού απροόπτου, και η παρούσα κρίση.
Κρίνω σκόπιμο, όμως, να προσθέσω τα εξής: Η σημερινή ελληνοτουρκική κρίση και τα τετελεσμένα που έχει επιβάλει η τουρκική εξωτερική πολιτική σε Ελλάδα και Κύπρο είναι αποτέλεσμα μίας - διαχρονικά συνεπούς (κυρίως από το 1952 και εντεύθεν) για την αδράνεια, την απρονοησία, την ενδοτικότητα και την προχειρότητά της - «εθνικής» πολιτικής, σε συνδυασμό με την παντελή έλλειψη στρατηγικής κουλτούρας και μακροπρόθεσμου υψηλού στρατηγικού σχεδιασμού. Δεκαετίες εθνικών υποχωρήσεων, σε συνδυασμό με τον εντέχνως μεθοδευμένο εθισμό της ελληνικής κοινωνίας στην λογική της ήσσονος προσπαθείας και του κατευνασμού, υπό το κράτος του φόβου (ο οποίος συνοδεύεται πάντα από την ανάλογη ευλογοφανή τεκμηρίωση της υποχώρησης έναντι του αντιπάλου) επέφεραν εντός μερικών δεκαετιών - και εν καιρώ «ειρήνης και σταθερότητος» - την σταδιακή απώλεια κεκτημένων, τα οποία δεν θα μπορούσαν να χαθούν ακόμα κι αν η Ελλάδα βρισκόταν σε μία διαρκή πολεμική σύγκρουση με την Τουρκία.
Ως εκ τούτου, η οιαδήποτε διαφορετική εξέλιξη, τουτέστιν στρατιωτική ενέργεια εκ μέρους της Ελλάδος, με σκοπό την αποτροπή των ερευνητικών δραστηριοτήτων του Oruc Reis, θα ερχόταν αποκλειστικά και μόνο κατόπιν βουλήσεως των αμερικανικών και ευρωατλαντικών κέντρων αποφάσεων και αυτό εφ’ όσον θα είχαν προεξοφληθεί συγκεκριμένα αποτελέσματα. Μία αυτεξούσια πρωτοβουλία για την πραγματοποίηση πρώτου στρατιωτικού πλήγματος εκ μέρους της Ελλάδος, με ό,τι αυτό θα συνεπαγόταν σε επίπεδο θεάτρου πολέμου, θα κλόνιζε την συνοχή της ΝΑ πτέρυγας του ΝΑΤΟ, θα δυσχέραινε εξαιρετικά την θέση και την αξιοπιστία της χώρας έναντι των «εταίρων» της και θα επιβάρυνε σε προσωπικό επίπεδο τα κυβερνητικά στελέχη που θα είχαν λάβει μία τέτοια απόφαση.
Ένα πολιτικό σύστημα, το οποίο - παραμένοντας πιστό σε διαχρονικές δεσμεύσεις που έχουν επιφέρει την μεθοδικότερη συρρίκνωση έθνους στην ιστορία της ανθρωπότητος - «νομιμοποίησε» την «ήπια τουρκική εισβολή» στην Ελλάδα με τον Ν. 2929/2000, ανέλαβε την εφαρμογή των επιταγών του CDRSEE και του Open Society Foundation, στην κατεύθυνση του αφελληνισμού, του αποχριστιανισμού και της επανοθωμανοποίησης της πατρίδος μας και πάνω απ’ όλα συνηγόρησε στην μνημονιακή αιχμαλώτιση και στην σταδιακή εκποίηση του ιδιωτικού και δημοσίου πλούτου της Ελλάδος, υπό το βάρος του εκμηδενισμού της διαπραγματευτικής και στρατηγικής της ισχύος, δεν θα τολμούσε ποτέ να λάβει ένα τέτοιο πολιτικό ρίσκο, ανεξαρτήτως κόμματος εξουσίας.
Παρόλα αυτά, εύχομαι οι εξελίξεις να με διαψεύσουν!
Οφείλουμε όλοι μας να δηλώσουμε την ακλόνητη υποστήριξή μας στην ηγεσία και τα στελέχη των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, που βρίσκονται σε ύψιστη επιχειρησιακή ετοιμότητα, επιφορτιζόμενοι με την ευθύνη αποτροπής ενεργειών, η σκέψη και η υλοποίηση των οποίων θα έπρεπε να είναι εκ του προοιμίου απαγορευτικές για κάθε τουρκική ηγεσία. Οι ειρωνείες προς το πρόσωπο του Α/ΓΕΕΘΑ, οι οποίες έχουν διατυπωθεί στο πλαίσιο δημοσιεύσεων που χαρακτηρίζονται τουλάχιστον από υπερβολικό πατριωτικό ζήλο, παρορμητισμό και έλλειψη στοιχειωδών γνώσεων διεθνούς δικαίου και στρατηγικής, καλό θα ήταν να εκλείψουν. Ας είμαστε βέβαιοι πως οι Ένοπλες Δυνάμεις της χώρας διαθέτουν τα μέσα, την εμπειρία, την κατάρτιση και την διαύγεια να πράξουν τα δέοντα.
Η βασική μου ένσταση έγκειται στο γεγονός πως, ελλείψει υψηλής στρατηγικής, οι ελληνικές κυβερνήσεις διαχρονικά, όντας εγκλωβισμένες στην παγίδα της - επιβεβλημένης από «συμμαχικά» κέντρα αποφάσεων - ακροαριστερής δογματικής και ιδεολογικής ηγεμονίας, δεν διαθέτουν ούτε τις γνώσεις, ούτε την εμπειρία, ούτε την βούληση για να επιτύχουν στόχους εθνικής πολιτικής, μέσω της αξιοποίησης των σαφών πλεονεκτημάτων που διαθέτουν οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις έναντι των αντιστοίχων τουρκικών. Ίσως, εν τέλει, τεθούμε πολύ πιο σύντομα απ’ ότι πιστεύαμε ενώπιον των διλημμάτων του Π. Κονδύλη, συνειδητοποιώντας πως ο δρόμος για την αποσόβηση του εθνικού μας αφανισμού διέρχεται από την ανάληψη του πρώτου, αποφασιστικού και συντριπτικού πλήγματος εις βάρος της Τουρκίας.