Η θέση της Αμερικανικής πρεσβείας είναι καταφανώς παρεμβατική για ένα θέμα που δεν την αφορά, που δεν έχει αρμοδιότητα και που σε κάποιο βαθμό πάσχει.
Και θα εξηγήσω γιατί:
Όταν μελέτες, έγγραφα, κείμενα γίνονται “enclosure” σε αποφάσεις, πολιτικές, σε θεσμικά κείμενα, σε στρατηγικές Οργανισμών όπως το ΝΑΤΟ, η ΕΕ, αλλά και ο ΟΗΕ, θεωρείται διεθνώς ότι εγκρίνονται για την εγκυρότητά τους (γι’ αυτό και αποτελούν αναπόσπαστα συνοδευτικά έγγραφα του βασικού επίσημου, το οποίο έχει εγκριθεί από τα όργανα του οργανισμού) και αποκτούν θεσμική βαρύτητα.
Σε τέτοια συνοδευτικά κείμενα, μελέτες και πληροφοριακά έγγραφα (κάποια μάλιστα ήσσονος σημασίας) έχει στηριχθεί δεκάδες φορές η Τουρκία κυρίως στο ΝΑΤΟ, για να υποστηρίξει πολιτικές θέσεις και αρνησικυρίες που καθηλώνουν το ΝΑΤΟ για πολλές δεκαετίες.
Μάλιστα σύμφωνα με το Άρθρο 38 (1) Καταστατικό του Διεθνούς Δικαστηρίου (ΚατΔΔ) του ΟΗΕ:
«Το Δικαστήριο, που έργο του έχει να εκδικάζει, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, τις υποθέσεις που υποβάλλονται σ’ αυτό, θα εφαρμόζει:
α. τις διεθνείς συμβάσεις, γενικές ή ειδικές, που θέτουν κανόνες οι οποίοι αναγνωρίζονται ρητά από τα αντίδικα κράτη,
β. το διεθνές εθιμικό δίκαιο, ως απόδειξη γενικής πρακτικής που γίνεται δεκτή ως κανόνας δικαίου ˙
γ. τις γενικές αρχές του δικαίου που αναγνωρίζονται από τα πολιτισμένα έθνη,
δ. με την επιφύλαξη όσων προβλέπουν οι διατάξεις του Άρθρου 59, τις δικαστικές αποφάσεις και τα διδάγματα των πιο αναγνωρισμένων δημοσιολόγων των διάφορων εθνών, ως βοηθητικά μέσα για τον καθορισμό των κανόνων δικαίου».
Δηλαδή η μελέτη του πανεπιστημίου της Σεβίλλης που βασίσθηκε ακριβώς σε εγνωσμένου κύρους πανεπιστημιακούς δημοσιολόγους της Ισπανίας, στους οποίους ανατέθηκε η σύνταξη της μελέτης, αποτελεί πηγή του διεθνούς δικαίου για το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Και η μελέτη αυτή απόκτησε μεγαλύτερη βαρύτητα όταν συμπεριλήφθηκε στα εγκεκριμένα κείμενα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και εκείθεν σε κείμενα του ΟΗΕ.