keridjackson / pixabay |
Οι περιβαλλοντικοί όροι που αφορούν τις παραχωρήσεις έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων στις περιοχές του Ιονίου πελάγους, της δυτικής Ελλάδας και νοτιοδυτικά της Κρήτης δεν έχουν αποσαφηνιστεί. Δεν έχει γίνει μία λεπτομερής ενημέρωση, αν έχουν βασιστεί σε ένα αξιόπιστο θεσμικό πλαίσιο. Όπως αυτό της Νορβηγίας ή έστω εκείνου που διέπει την εκμετάλλευση του κοιτάσματος του Πρίνου, βόρεια της Θάσου, από το οποίο αντλείται πετρέλαιο εδώ και 45 χρόνια, χωρίς να έχει παρουσιαστεί περιβαλλοντικό ζήτημα.
Ούτε οι οικονομικοί όροι παραχώρησης έχουν διευκρινιστεί. Πώς δηλαδή, θα υπολογίζονται τα έσοδα του ελληνικού δημοσίου, ποιοι θα τα διαχειρίζονται, πού θα κατευθύνονται. Παράδειγμα αντίστοιχων αξιοπρεπών όρων, αλλά και αξιόλογης οικονομικής διαχείρισης αποτελεί και πάλι η Νορβηγία.
Ακόμα, δεν έχει καταστεί γνωστό πόσες γεωτρήσεις θα γίνουν σε κάθε θαλάσσιο ή ηπειρωτικό οικόπεδο. Αν πριν από την έναρξή τους πρόκειται να μελετηθούν οι εν γένει επιπτώσεις από τη θέαση ενός ή περισσότερων γεωτρύπανων τόσο από τους κατοίκους, όσο και από τους επισκέπτες-τουρίστες της Κεφαλονιάς, της Κέρκυρας, της Ιθάκης, της Λευκάδας, του Κατάκολου, της Κρήτης και των άλλων νησιών και περιοχών της δυτικής Ελλάδας, καθώς και αργότερα του Αιγαίου.
Επίσης, αν και κατά πόσο θα επηρεαστεί ο θαλάσσιος τουρισμός της χώρας μας (κρουαζιέρα, θαλαμηγοί, ιστιοπλοϊκά) από τυχόν διασκορπισμένα γεωτρύπανα ανά το Ιόνιο, την Κρήτη και πιο μετά ανά το Αιγαίο. Ποια θα είναι η εντύπωση που θα προκαλεί η θέασή τους όταν θα τα προσπερνάει ταξιδεύοντας με το πλοίο της γραμμής ο επισκέπτης-τουρίστας. Εξίσου σημαντικό στοιχείο αποτελεί το πώς θα επηρεαστεί και ο τομέας της αλιείας μας.
Επιπλέον, λαμβάνοντας υπ’ όψιν το βαθμό επικινδυνότητας και τις πιθανότητες περιβαλλοντικών επιβαρύνσεων, ειδικά σε περιοχές με έντονη σεισμικότητα, καθώς και τον αντίκτυπο τόσο στην τουριστική μας «βιομηχανία» όσο και στην αλιεία, φαντάζει ως πλέον συνετό να πραγματοποιηθεί μία προσεκτική μελέτη. Η οποία θα σκοπεύει στον καθορισμό κριτηρίων που θα ορίζουν το πλήθος των γεωτρήσεων, την απόστασής τους από τα νησιά και την ηπειρωτική χώρα, αλλά και τις τοποθεσίες τους.
Το δε γεγονός ότι τυχόν επιτυχείς θαλάσσιες γεωτρήσεις θα είναι παραγωγικές μετά από αρκετά χρόνια, ίσως να αποτελεί και το πιο κρίσιμο στοιχείο της υπόθεσης. Διότι δεν φαίνεται να έχει μελετηθεί ποιες θα είναι οι μελλοντικές ενεργειακές ανάγκες της πατρίδας μας τη στιγμή που:
α) η εξέλιξη της τεχνολογίας των μπαταριών είναι ταχύτατη με συνέπεια τη συνεχή μείωση της χρήσης υγρών καυσίμων στα μέσα μεταφοράς,
β) η σχέση κόστους και απόδοσης των φωτοβολταϊκών και των ανεμογεννητριών βελτιώνεται σημαντικά κάθε χρόνο,
γ) το αιολικό, το ηλιακό, το υδροδυναμικό και το γεωθερμικό δυναμικό της πατρίδας μας είναι αρκετά πλούσιο και σε μεγάλο βαθμό, περιέργως, αναξιοποίητο.
Σημαντικό οδηγό θα αποτελούσε μία έρευνα-εκτίμηση σχετικά με τον βαθμό που θα μπορούν να καλύπτονται οι ενεργειακές μας ανάγκες από τη χρήση των ΑΠΕ έπειτα από περίπου δέκα έτη, σε συνδυασμό με τη δυνατότητα προσωρινής αποθήκευσης της κατά διαστήματα περισσευούμενης παραγόμενης ενέργειας. Ώστε να είναι απολήψιμη όταν θα προκύπτει μειωμένη παραγωγή από τις ΑΠΕ. Η δε καύση φυσικού αερίου να συμβάλει επικουρικά, αξιοποιώντας λελογισμένα τα πλούσια κοιτάσματα που φαίνεται πως υπάρχουν νότια της Κρήτης. Στη διακράτηση της ισορροπίας του ενεργειακού συστήματος της χώρας θα πρέπει να εξεταστεί η συνέχιση της συμβολής των εγχώριων λιγνιτών. Με προϋπόθεση την εφαρμογή τεχνικών CCS/CCU, που υποστηρίζεται ότι δύνανται να μειώσουν τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις κατά την καύση του λιγνίτη (1). Οι δε ανάγκες μας σε υγρά καύσιμα (πετρέλαιο και βενζίνη) πιθανόν να μπορούν να καλυφθούν από μία προσεκτική αξιοποίηση των κοιτασμάτων στο Ιόνιο και στη δυτική Ελλάδα.
H προστασία του περιβάλλοντος, η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των Ελλήνων, η επίτευξη όσο το δυνατόν μεγαλύτερης ενεργειακής αυτονόμησης, άρα και μείωσης της τραγικά μεγάλης εξωτερικής εξάρτησης της πατρίδας μας (2), η μείωση του υψηλού κόστους παραγωγής ενέργειας (2), η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας μας, η ανεπηρέαστη λειτουργία του τουρισμού και της αλιείας, καθώς και η μείωση του πολύπαθου ελλειμματικού ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, δηλαδή της εκροής εθνικού εισοδήματος και επομένως του εξωτερικού δανεισμού μας, θα πρέπει να αποτελούν τους κύριους στόχους όταν εξετάζεται το θέμα της έρευνας και της εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων.
Η πραγματοποίηση εξορύξεων ανά την Ελλάδα φαίνεται πως χρήζει μίας προσεκτικής και ευρείας κλίμακας έρευνας. Τόσο ως προς τις μελλοντικές ενεργειακές μας ανάγκες και τους τρόπους κάλυψής τους, όσο και ως προς την πραγματική ευρύτερη ωφέλεια που θα έχουμε μακροπρόθεσμα. Το πώς θα αξιοποιηθούν τα τυχόν κοιτάσματα είναι πιο σημαντικό από το αν θα αξιοποιηθούν.
Μαργέλης Κωνσταντίνος
Λευκάδα, 4 Σεπτεμβρίου 2020
Σημειώσεις:
(1) «Ενώ οι περισσότεροι διεθνείς οργανισμοί και think tanks αναγνωρίζουν πλέον ότι τα συστήματα παγίδευσης και ενταφιασμού CO2, γνωστά και ως CCS, θα αποτελέσουν από το εξής βασική τεχνολογία για τον περιορισμό των εκπομπών, στο τμήμα της έκθεσης που αναφέρεται στην απολιγνιτοποίηση ουδεμία αναφορά γίνεται στο θέμα αυτό. Πρόταση: Ο στόχος για πλήρη απολιγνιτοποίηση θα πρέπει να συνοδεύεται με εμπεριστατωμένες έρευνες και λεπτομερή μελέτη για την αξιοποίηση συστημάτων CCS/CCU στις λιγνιτοπαραγωγικές περιοχές, με εξέταση δυνατότητας εφαρμογής σε συγκεκριμένες μονάδες της ΔΕΗ, έτσι ώστε η χώρα να μην αποξενωθεί τελείως από ένα στρατηγικό καύσιμο που είναι ο λιγνίτης.» (Απόσπασμα από τα σχόλια του ΙΕΝΕ -Ινστιτούτου Ενέργειας Νοτιανατολικής Ευρώπης- κατά τη δημόσια διαβούλευση του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας για το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα: https://www.energia.gr/article/162388/to-iene-symmeteihe-energa-me-sholia-sth-dhmosia-diavoyleysh-gia-to-ethniko-shedio-gia-thn-energeia-kai-to-klima-).
(2) α. «Σύμφωνα με έκθεση του Ινστιτούτου Ενέργειας Νοτιοανατολικής Ευρώπης (ΙΕΝΕ) για την περίοδο 30.3 έως 5.4.2020, οι τιμές χονδρικής για την ηλεκτρική ενέργεια διαμορφώθηκαν σε περίπου 20 ευρώ / MWh για τις περισσότερες δυτικοευρωπαϊκές χώρες, 26 ευρώ / MWh για τις πρώην ανατολικοευρωπαϊκές και 34 ευρώ / MWh για την Ελλάδα! Σκεφτείτε, οι Γερμανοί βιομήχανοι ξεκινούν με χονδρική τιμή 19,59 ευρώ / MWh, οι Ελβετοί με 20,07 ευρώ / MWh και οι Έλληνες με 34,13 ευρώ / MWh!»: https://www.iene.gr/page.asp?pid=5182&lng=1
β. «Η ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας καλύφθηκε κατά 30% από εισαγόμενο φυσικό αέριο, 29% από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ), 29% από καθαρές εισαγωγές (!!!), 9% από λιγνίτη και μόλις κατά 3% από υδροηλεκτρικά έργα. Πέρα από το εξοντωτικό κόστος, αναλογισθείτε τις συνέπειες για την ασφάλεια της χώρας. 30% από εισαγόμενο φυσικό αέριο και 29% από εισαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας. Οι μόνοι ευχαριστημένοι φαντάζομαι ότι είναι οι εισαγωγείς, που μάλλον θησαυρίζουν.»: https://www.iene.gr/page.asp?pid=5182&lng=1