2. Όταν ήμουν υπουργός, συμφωνήσαμε με την αλβανική πλευρά σε ένα πακέτο συνολικής λύσης παλαιότερων (ακόμα και 80 ετών) και νεότερων προβλημάτων. Ως προς την ΑΟΖ, συμφωνήσαμε ότι δεν είμασταν πια στο 1977. Ότι στο ενδιάμεσο Ελλάδα και Αλβανία αποδέχτηκαν το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982 και κατά συνέπεια η Ελληνοϊταλική συμφωνία του 1977 που διαμορφώθηκε πριν το 1982 δεν μπορεί να αποτελεί κριτήριο για μια νέα συμφωνία. Ακόμα, η ελληνική πλευρά κατέστησε σαφές ότι δεν θα ανοίξει ο ευρωπαϊκός δρόμος της Αλβανίας χωρίς να έχουν λυθεί τα πιο βασικά ζητήματα στις σχέσεις των δύο κρατών. Σε αυτά τα πλαίσια οι προβλέψεις στο προσχέδιο συμφωνίας για την ΑΟΖ ήταν ανάλογες με εκείνες του 2009. Ενώ τέθηκε σε εφαρμογή και η συμφωνία να αναπαυθούν οι ήρωες των ηρώων του αλβανικού έπους που έμεναν για δεκαετίες άθαφτοι, όπως και έγινε.
Δυστυχώς αυτή η συμφωνία δεν προχώρησε κάτω από τις αντιστάσεις πολλών πλευρών. Και «παραδόξως», οι λεγόμενοι «αντιεθνικιστές» δεν βρήκαν ποτέ να πουν μια κουβέντα για το γεγονός ότι το ελληνικό «βαθύ κράτος» δεν θέλει να αναγνωριστούν στην πράξη τα Πρωτόκολλα της Φλωρεντίας και του Παρισιού (1926 και 1927) με τα οποία διαμορφώθηκαν τα σύνορα ανάμεσα στις δύο χώρες, ούτε υποστήριξαν ποτέ τους τον νομοθετικό τερματισμό του εμπολέμου.
3. Η ΝΔ πήγε στις περσινές εκλογές υπό τις ιαχές όρθιων βουλευτών της ΝΔ εντός του ελληνικού κοινοβουλίου, οι οποίοι ζητωκραύγαζαν τον τότε αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης που δήλωνε ότι θα βάλει βέτο στην ένταξη της Αλβανίας στην ΕΕ. Βέβαια, μόλις ανέλαβε ούτε βέτο έβαλε, αλλά ούτε θυμήθηκε να διασυνδέσει αυτή την ένταξη με τα πάγια ελληνικά αιτήματα. Στη συνέχεια, προχώρησε στη Συμφωνία για την ΑΟΖ με την Ιταλία, χωρίς να επιβάλλει την υλοποίηση των προβλέψεων του Δίκαιου της Θαλάσσης του 1982 και επαναλαμβάνοντας τις αρνητικές και απορριπτέες προβλέψεις της Συμφωνίας του 1977. Με αυτό τον τρόπο, δόθηκε μειωμένη επήρεια στα Διαπόντια νησιά. Και αυτό, παρά το γεγονός ότι το 1992 η Ιταλία στη συμφωνία της με την Αλβανία για την ΑΟΖ, αποδέχτηκε να δοθεί στο μικρότερο νησί Σάσωνα, που βρίσκεται έξω από το λιμάνι του Δυρραχίου, 100% επήρεια.
4. Αποτέλεσμα των επιλογών της κυβέρνησης της ΝΔ, ήταν να μην έχει σήμερα τα απαραίτητα εργαλεία προκειμένου να πείσει την άλλη πλευρά να αποδεχτεί 100% επήρεια στα Διαπόντια νησιά. Αφού διέγραψε το επιχείρημα ότι μετά το 1982 δεν μπορεί να ισχύουν οι προβλέψεις της συμφωνίας του 1977, αντέγραψε το 2020 αφελώς και επιπόλαια τις προβλέψεις της συμφωνίας της ΝΔ με την Ιταλία για την υφαλοκρηπίδα. Η ΝΔ βρέθηκε μπροστά στο γεγονός ότι είχε αποδεχτεί ακόμα και στα πλαίσια του νέου Δίκαιου της Θάλασσας περιορισμένη επήρεια. Δεν θα μπορούσε, όμως, να κάνει κάτι τέτοιο ευθέως σε μία διακρατική συμφωνία με την Αλβανία, διότι θα γινόταν ολοφάνερη η υποχώρησή της έναντι της δικής της «δεσμευτικής συμφωνίας» του 2009. Καθότι η ΝΔ την προηγούμενη πενταετία διακήρυττε ότι κάθε βήμα πίσω από αυτήν θα ήταν «προδοσία». Κατά συνέπεια, ο μόνος δρόμος που της έμενε προκειμένου να νομιμοποιήσει την υποχώρηση που επιπόλαια έκανε έναντι της Ιταλίας, ήταν να συμφωνήσει με την Αλβανία την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, όπως η Αλβανία επιθυμούσε από το 2009 μετά την απόφαση του δικού της Συνταγματικού Δικαίου.
Συνολικά, με τα φάουλ που έκανε η κυβέρνηση της ΝΔ στο πώς συμφώνησε για τις ΑΟΖ με Ιταλία και Αίγυπτο, συσσώρευσαν μια κρίσιμη μάζα υποβάθμισης της χώρας, απαξίωσης δικαιωμάτων της στην ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα ελληνικών νησιών. Το αποτέλεσμα ήταν και η υποχώρηση έναντι της Αλβανίας, δια της παραπομπής στο Διεθνές Δικαστήριο, του «στρίβειν», δηλαδή, «δια του αρραβώνα».
Το ερώτημα ασφαλώς είναι αν είναι κακή επιλογή η προσφυγή με την Αλβανία στο Διεθνές Δικαστήριο; Όχι, αλλά τότε δεν έπρεπε να είχε γίνει προηγούμενα η επιπόλαιη αποδοχή όλων των ιταλικών απαιτήσεων, χωρίς κανένα συμβιβασμό, στη συμφωνία μαζί της για την ΑΟΖ. Τώρα γνωρίζει, ο καθένας που έχει μελετήσει τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της Χάγης ότι τα Διαπόντια νησιά θα πάρουν την επήρεια που έχει ήδη αποδεχτεί η Ελλάδα να πάρουν στη συμφωνία με την Ιταλία, δηλαδή το πολύ 70%.
5. Ο τρόπος που χειρίστηκε η Ελλάδα τις τρεις συμφωνίες για την ΑΟΖ, αποκρυσταλλώνουν ένα απλό συμπέρασμα: η Ελλάδα έχει αποδεχτεί σε Ιόνιο επήρεια νησιών από 32% μέχρι 70%. Στην Κρήτη και τα Δωδεκάνησα από 0% (Κουφονήσι, Γαϊδουρονήσι) μέχρι 50% και 80% το πολύ για τα μεγάλα και τα πολύ μεγάλα νησιά. Στην ουσία, η Κυβέρνηση, προκειμένου να πουλήσει επικοινωνιακά φύκια για μεταξωτές κορδέλες με τη συνδρομή και κομμάτων της αντιπολίτευσης, δέχτηκε μια κρίσιμη μάζα μειωμένης, μέχρι και μηδενικής επήρειας για τα ελληνικά νησιά, πρόκριμα –και αυτή είναι η ανησυχητική ουσία- για τη συμφωνία με την Αλβανία, αλλά και κάθε διαιτησίας ή διεθνούς δικαστηρίου με την Τουρκία.
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Το Documento» της Κυριακής 25.10.2020