Του Αγη Βερούτη
Πού βασίστηκε όμως αυτή η οικονομική ενδυνάμωση της Τουρκίας η οποία της έδωσε τον αέρα για να διεκδικεί θέση περιφερειακής δύναμης στη Μεσόγειο εις βάρος όλων των γειτονικών της χωρών; Ακόμα χειρότερα, γιατί η ανώμαλη προσγείωσή της πλησιάζει επικίνδυνα;
Ας δούμε τα επιμέρους θέματα ξεχωριστά.
Η Τουρκία ήδη στη δεκαετία του 2000 μπήκε σε ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την Ευρωπαϊκή Ένωση, μετά από διαμεσολάβηση της Ελλάδος. Υπερίσχυσε η άποψη του οικονομικού και πολιτιστικού κατευνασμού και σταδιακής ενσωμάτωσής της στον ευρωπαϊκό τρόπο ζωής. Το σκεπτικό άλλωστε ήταν αντίστοιχο με εκείνο της δημιουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξαρχής, για την εξομάλυνση της σχέσης των δυο πρώην αιώνιων εχθρών, της Γαλλίας και της Γερμανίας, που πέτυχε ως βλέπουμε εκ του αποτελέσματος να κρατήσει τις χώρες της ΕΕ εκτός πολέμων για τουλάχιστον 70 χρόνια τώρα.
Το σκεπτικό ήταν ότι αργά ή γρήγορα η Τουρκία θα ενταχθεί στην ευρωπαϊκή οικογένεια, αφού πρώτα ενστερνιστεί και ενσωματώσει τις ευρωπαϊκές αρχές με την ενταξιακή διαπραγμάτευση και ενσωμάτωση της ευρωπαϊκής νομοθεσίας ανά ενταξιακό κεφάλαιο. Η οικονομική μηχανή της Ενωμένης Ευρώπης πήρε μπροστά για να ανεβάσει την τουρκική οικονομία παράλληλα με την πρόοδό της στην ενταξιακή διαπραγμάτευση. Πραγματικά, δεκάδες χιλιάδες ευρωπαϊκές επιχειρήσεις επεκτάθηκαν στην τουρκική οικονομία, αρχικά μεταφέροντας βιομηχανικές εγκαταστάσεις υψηλής όχλησης και κατόπιν τεχνογνωσία, υψηλή τεχνολογία και οικονομικές υπηρεσίες, αλλά κυρίως κεφάλαια σε σκληρό νόμισμα.
Η Τουρκία έφτασε να έχει σχεδόν €160 δισ. οικονομικές συναλλαγές με την ΕΕ το 2019, με πλεόνασμα €4-€5 δισ., ενώ μεγάλο μέρος της εσωτερικής αύξησης του ΑΕΠ της προέρχεται από το γύρισμα αυτών των χρημάτων άλλες 1 ή 2 φορές ετησίως μέσα στην οικονομία (ο λεγόμενος πολλαπλασιαστής).
Αυτό το πλάνο κυκλικής θετικής ενίσχυσης (positive feedback loop) τροφοδότησε τις περαιτέρω επενδύσεις και την ανάπτυξη της Τουρκίας σε βαθμό που να μπει στις 20 πλουσιότερες χώρες του πλανήτη μας, τους G20, και να καταφέρει να εγκαταστήσει ένα ειδικό προνομιακό ειδικό τελωνειακό καθεστώς με την ΕΕ, πάντοτε με την προοπτική κάποια στιγμή να ενταχθεί πλήρως στην ΕΕ.
Όλα αυτά ήταν καλά και σοφά ενορχηστρωμένα, στο πλαίσιο διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Όμως το 2016, ή μάλλον λίγο πριν, κάτι έσπασε! Μια αποτυχημένη απόπειρα (;) πραξικοπήματος στην Τουρκία, σε συνδυασμό με την εμπλοκή της σε επεισόδια με τις γειτονικές χώρες, οι στενές σχέσεις με το Ισλαμικό Κράτος και την οικονομική του στήριξη δια των συναλλαγών σε πετρέλαιο για όπλα, συν τη δραματική κατάσταση που επικρατεί στα ανθρώπινα δικαιώματα, στην φυλάκιση δημοσιογράφων και αντιφρονούντων, στη στυγνή καταπίεση μειονοτήτων όπως οι Κούρδοι, καθώς και τα τεράστια ερωτηματικά για την αυτονομία των θεσμών και του διαχωρισμού των εξουσιών στην Τουρκία, έφτασε την Ευρώπη να εκφράσει αμφιβολίες για το κατά πόσον η Τουρκία μπορεί να συνεχίσει να διαπραγματεύεται την ένταξή της στην ΕΕ.
Από εκεί που η Τουρκία φαινόταν ότι μπορούσε να αποτελέσει λύση για τη διεύρυνση της Ενωμένης Ευρώπης, ξαφνικά (σχεδόν) έγινε πρόβλημα. Πολλές χώρες-μέλη της ΕΕ (Γαλλία, Αυστρία) εξέφρασαν ανοιχτά την αντίθεσή τους στην πιθανή ένταξη της Τουρκίας που συνεχώς διολίσθαινε από τις Ευρωπαϊκές Αρχές και μετασχηματιζόταν σε προβληματικό κράτος-παρία, που απειλούσε όχι μόνο στα λόγια τους υποτιθέμενους μελλοντικούς Ευρωπαίους εταίρους της, αλλά και στρατιωτικά, και όψιμα ΚΑΙ οικονομικά με το άτυπο εμπάργκο γαλλικών προϊόντων την περασμένη εβδομάδα.
Η ανορθολογική εργαλειοποίηση της οικονομικής και νομισματικής πολιτικής από το καθεστώς Ερντογάν οδήγησε στην ως τώρα διολίσθηση της ισοτιμίας της τουρκικής λίρας, η οποία σε κανονικές συνθήκες θα έδινε ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στις τουριστικές υπηρεσίες και τη βιομηχανική μεταποίηση προς εξαγωγή της Τουρκίας. Ελέω COVID-19.
Όμως με την COVID-19, με την ταυτόχρονη μείωση της κατανάλωσης βιομηχανικών προϊόντων στο σύνολο της ΕΕ και με την καταβαράθρωση του τουρισμού παγκοσμίως, η τουρκική οικονομία αδυνατεί να εκμεταλλευτεί τη χαμηλή ισοτιμία για να στηρίξει την οικονομία της!
Αποτέλεσμα αυτών των συνθηκών είναι ότι η τουρκική ηγεσία υπό τον Ερντογάν κλιμακώνει την εθνικιστική ρητορική της, προκειμένου να τραβήξει την προσοχή του 70% του πληθυσμού της από τις οικονομικές κακουχίες που περνούν, ενώ ο πληθωρισμός λυσσομανάει και οι τιμές των αγαθών εκτοξεύονται σε μια ολισθαίνουσα οικονομία, η οποία δαπανά το 25% του προϋπολογισμού της για εξοπλισμούς (κατά δήλωση αξιωματούχων καθώς έπαψε η χώρα να δημοσιεύει λεπτομέρειες δαπανών κατόπιν προεδρικής απόφασης) με την προοπτική ότι θα βρει λύση για την οικονομική δυσπραγία δια των πολεμικών επιχειρήσεων για την κατάκτηση πλουτοπαραγωγικών πηγών εκτός των συνόρων της!
Όσο ο Ερντογάν ελέγχει την εσωτερική κοινή γνώμη, φυσικά αυτό είναι ας πούμε "εφικτό” να κρατήσει λίγο ακόμα, όμως ως τώρα δεν του έχουν βγει οι λεονταρισμοί και ο επεκτατισμός.
Η προσδοκία του Ερντογάν να επισκιάσει τον Κεμάλ που σηματοδότησε τη στροφή προς την Δύση, ως τώρα δεν έχει αποδώσει.
Είναι η Δύση αυτή που του έδωσε την οικονομική ισχύ για να διεκδικεί σήμερα την πρωτοκαθεδρία του Σουνιτικού Ισλάμ (ένα νέο Ιράν στη γειτονιά μας σαν να λέμε), και η στροφή του να λοιδορεί και να εχθρεύεται αυτούς που τον ενδυνάμωσαν στα προηγούμενα 15 χρόνια έχει νομοτελειακή κατάληξη.
Τόσο η ρητορική μίσους προς τους γείτονες και τις ευρωπαϊκές αξίες, όσο και οι απειλές ότι θα κινητοποιήσει τους 6 εκατομμύρια μουσουλμάνους εντός της Ευρώπης για να τιμωρήσει τους Ευρωπαίους επικριτές του, σε συνδυασμό με τις τρομοκρατικές επιθέσεις εντός ευρωπαϊκού εδάφους τις τελευταίες βδομάδες, συσπειρώνουν και ενισχύουν τις φωνές που θέλουν την Τουρκία όχι ως πολύτιμο φίλο, σύμμαχο και εταίρο της Ενωμένης Ευρώπης, αλλά ως απειλής στην ευρωπαϊκή κυριαρχία εντός του εδάφους της.
Με αμυντικές δαπάνες της τάξεως των $20 δισ. ετησίως η Τουρκία αποπειράται να εναντιωθεί όχι μόνο στην Ενωμένη Ευρώπη με πολλαπλάσιες αμυντικές επενδύσεις, αλλά και στη Ρωσία με τουλάχιστον τριπλάσιες, και στο Ισραήλ και την Αίγυπτο με ίσες.
Τα φαινόμενα της προκλητικότητας στην ελληνική υφαλοκρηπίδα, η συνέχιση της στρατιωτικής κατοχής του 40% του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας και η στόχευση της νατοϊκής συμμάχου γαλλικής φρεγάτας από την Τουρκία δεν την βοηθούν επίσης στη μελλοντική πορεία της.
Με πάνω από δέκα μέτωπα ανοιχτά, είτε με παρουσία του τακτικού στρατού είτε ως χρηματοδότης τζιχαντιστών μισθοφόρων και δωρητής οπλικών συστημάτων, η ανώμαλη προσγείωση θα σηματοδοτηθεί από:
α) ραγδαία αποεπένδυση των ευρωπαϊκών εταιρειών που δραστηριοποιούνται σε τουρκικό έδαφος,
β) πιθανότατη αναστολή του ειδικού τελωνειακού καθεστώτος με την ΕΕ,
γ) πιθανότατο επικείμενο εμπάργκο εξοπλισμών από τις ΗΠΑ και την ΕΕ, καθώς και
δ) την επικείμενη κατακρήμνιση της πιστοληπτικής βαθμίδας της χώρας από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης.
Αυτά θα τροφοδοτήσουν μια ιλιγγιώδη επιτάχυνση της οικονομικής πτώσης της Τουρκίας σε έναν φαύλο κύκλο κλιμάκωσης ως την θορυβώδη κατάρρευσή της.
Αυτό που δεν είναι ξεκάθαρο ακόμη είναι αν αυτή η κατάρρευση είναι καρμικά αναπόφευκτη με όσα συνεπάγεται αυτή σε επίπεδο εθνικής ακεραιότητάς της, ή μπορεί ακόμη να ακυρωθεί με την ανατροπή του συστήματος Ερντογάν από την εγχώρια αντιπολίτευση (όση παραμένει εκτός φυλακής) ως θα επιθυμούσε ο υποψήφιος πρόεδρος των ΗΠΑ Τ. Μπάιντεν. Δυστυχώς δεν είναι βέβαιο ότι μετά την πορεία του επί των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τους διωγμούς αντιφρονούντων στα τελευταία χρόνια, ο Ερντογάν θα καταφέρει να χάσει την εξουσία αναίμακτα.
Ο χρόνος δεν κυλάει υπέρ του Ερντογάν πάντως, και όσο η κατεύθυνση της Τουρκίας παραμένει αποσχιστική από τις δυτικές αξίες που την έφεραν ως εδώ από τις αρχές του 20ου αιώνα, και συγκλίνει προς τα απολυταρχικά καθεστώτα που η Δύση έχει μάθει να αποστρέφεται, τόσο θα δυσχεραίνει η πιθανότητα να αποφύγει την επικείμενη οικονομική διάλυση (και ίσως όχι μόνον) που θα επακολουθήσει νομοτελειακά.
Πιθανολογώ ότι το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε εμείς ως γείτονα χώρα, είναι να αποστασιοποιηθούμε και να μείνουμε απ' έξω από όσα επίκεινται δια χειρός Ερντογάν.
Εξάλλου η Τουρκία και ο λαός της, ή ό,τι απομείνει από αυτήν μετά την κατάρρευση, θα συνεχίσει να είναι γείτονάς μας και μετά την ηρωική έξοδο Ερντογάν.
Οψόμεθα.