Οι διεθνείς
εξελίξεις αναδεικνύουν καινούριες
δυναμικές ευκαιρίες αλλά και μια
σειρά από νέες δυνατότητες που θα μπορούσε να αξιοποιήσει η πατρίδα μας προκειμένου να αναβαθμίσει στρατηγικά την θέση της... Το ειδικό της βάρος σε ένα νέο επικαιροποιημένο περιβάλλον διμερών
και πολυμερών συμμαχιών... Αλλά και την
αποτελεσματικότητα των χειρισμών της στην περιφερειακή γεωπολιτική
σκακιέρα, από την σκοπιά της προώθησης
των κρίσιμων εθνικών προτεραιοτήτων. Φαίνεται όμως πως η αναγκαιότητα ενός τέτοιου δυναμικού
αναπροσανατολισμού της Ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, αφήνει παγερά
αδιάφορη την πολιτική τάξη της χώρας…ErikaWittlieb / pixabay
Οι πανηγυρισμοί φυσικά περισσεύουν για τα δήθεν σημαντικά βήματα που έχουν συντελεστεί με στόχο την δήθεν διπλωματική απομόνωση της Τουρκίας, και για την δήθεν αναβάθμιση της χώρας μας σε πυλώνα περιφερειακής σταθερότητας και άλλα βαρύγδουπα, τα οποία ωστόσο δεν έχουν καμιά ιδιαίτερη σχέση με την αλήθεια.
Η χώρα μας χρησιμοποιείται ως διαχειριστικό αναλώσιμο από τους ισχυρούς της «συμμάχους», για την διασφάλιση μιας επίπλαστης περιφερειακής ισορροπίας, η οποία τροφοδοτείται ανελλιπώς με περιστολή στην άσκηση των κυριαρχικών της δικαιωμάτων και με την ανοχή στην σταδιακή μεταβολή των παραμέτρων που συνθέτουν το κυριαρχικό στάτους κβο στην περιοχή, σε βάρος της Ελλάδας και της Κύπρου.
Μετά από την πρόσφατη ένταση στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις και την επιτηρούμενη δήθεν «αποκλιμάκωση» που δρομολογήθηκε με επίσημο χορογράφο το Βερολίνο, η Ελληνική κυβέρνηση επιδίδεται μετά μανίας και με προκλητική μονομέρεια, σε μια προσπάθεια να αποδείξει πως δεν θα είναι αυτή που θα χαλάσει την σούπα των ψευδόμενων Γερμανών και των φλύαρων Αμερικανών, και με αυτήν την έννοια θα...
υπομένει μέχρι τέλους τον νέο και περισσότερο στοχευμένο κύκλο των τουρκικών προκλήσεων που βρίσκεται σε εξέλιξη τόσο στην Κύπρο, όσο και στο Αιγαίο αλλά και στην Θράκη.Η Ελλάδα για μια ακόμη φορά επενδύει στα εύσημα των «συμμάχων» που την εξαπατούν με τρόπο προκλητικό, ενώ την ίδια στιγμή η Τουρκία επενδύει στην δημιουργία καινούριων τετελεσμένων και προετοιμάζεται για μια νέα δυναμική επιχειρησιακή επάνοδο, μόλις οι συνθήκες το επιτρέψουν.
Η επιμονή της κυβέρνησης να αποδείξει πως δεν θα είναι αυτή που θα τινάξει στον αέρα την προοπτική των «διερευνητικών» συζητήσεων, αλλά ότι είναι η Τουρκία αυτή που καθιστά προκαταβολικά ατελέσφορη την έκβασή τους, συνιστά απαράδεκτο ερασιτεχνισμό αλλά και έναν επικίνδυνο τακτικισμό, που θα έχει βαρύτατο κόστος για την χώρα. Η Ελληνική εξωτερική πολιτική σταδιακά διολισθαίνει στην αποδοχή απαράδεκτων συμβιβασμών, και προσχωρεί σε μια επίσης απαράδεκτη ατζέντα υπαναχωρήσεων, που ανοίγει την όρεξη σε περαιτέρω κλιμάκωση των τουρκικών απαιτήσεων (βλέπε αποστρατιωτικοποίηση νήσων, αναστολή ασκήσεων, μηχανισμός πρόληψης κρίσεων και λοιπές «παροχές καλής θέλησης», που στο σύνολό τους συνιστούν ένα νέο καθεστώς μειωμένης εθνικής κυριαρχίας).
Έτσι… Την στιγμή που η Τουρκία χτίζει επιμελώς ένα ασφυκτικό περιβάλλον από καινούρια τετελεσμένα, αδιαφορώντας πλήρως ακόμη και για τα στοιχειώδη προσχήματα, η Ελληνική εξωτερική πολιτική έχει οδηγηθεί ουσιαστικά σε μια κατ’ εξοχήν αμυντική διαχείριση των τουρκικών προκλήσεων και σε ένα καθεστώς καθολικής παράλυσης σε ότι αφορά στον στρατηγικό της σχεδιασμό, μέχρι την στιγμή της επόμενης επιχειρησιακής κλιμάκωσης για να συρθεί και πάλι αμήχανα πίσω από τα γεγονότα.
Οι συζητήσεις με την Γαλλία πάγωσαν με απαίτηση τρίτων, που για πολύ συγκεκριμένους λόγους δεν επιθυμούν να δουν την Ελλάδα στρατηγικά και επιχειρησιακά αναβαθμισμένη στο Αιγαίο και στο περιβάλλον της Ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης που διευρύνεται συστηματικά. Δυστυχώς η Ελληνική κυβέρνηση δεν κινήθηκε στην λογική του εθνικά αναγκαίου, και δεν προχώρησε σε μια προσεκτική μεν αλλά στρατηγικά σχεδιασμένη αμυντική συνεργασία με την Γαλλία αξιοποιώντας το συγκριτικό πλεονέκτημα της στιγμής. Συμβιβάστηκε με τις κίβδηλες υποσχέσεις των Γερμανών και τις δόλιες παραινέσεις των Αμερικανών, αποδεικνύοντας πως ακόμη και στα δύσκολα δεν αποτελεί αξιόπιστο συμπρωταγωνιστή στον οποίο αξίζει τον κόπο να επενδύσει κανείς, προσβλέποντας στην επόμενη μέρα.
Μαζί με τις Ελληνογαλλικές συζητήσεις, φαίνεται πως για την Ελληνική κυβέρνηση «πάγωσαν» και οι εξελίξεις στο εγγύς γεωπολιτικό περιβάλλον, το οποίο όμως επί της ουσίας, τελεί υπό καθεστώς πρωτοφανούς ρευστότητας και αυτό συνιστά μια πολύ ενδιαφέρουσα πρόκληση που δυστυχώς παραμένει αναξιοποίητη και έξω από τις προτεραιότητες της Ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Πιο συγκεκριμένα…
Η έκρηξη στον Καύκασο και η ευθεία εμπλοκή της Τουρκίας στις πολεμικές επιχειρήσεις σε βάρος των Αρμενίων, ταυτίστηκε χρονικά με τα πολλαπλά αδιέξοδα που διαφαίνεται πως έκαναν την εμφάνισή τους και αφορούν στις εξελίξεις στο Λιβυκό. Η Τουρκία προφανώς δεν παραιτήθηκε από τον ρόλο που διεκδικεί στην περιοχή, αλλά είναι φανερό πως αντιμετωπίζει συγκεκριμένες δυσκολίες στην συνολική διαχείρισή του με βάση τους αρχικούς της σχεδιασμούς. Σήμερα λοιπόν που είναι περισσότερο από ποτέ αναγκαία η επιθετική διπλωματική παρουσία της χώρας στους εμπλεκόμενους στην σύγκρουση της Λιβύης, και στο πλαίσιο της προσπάθειας να δημιουργηθεί μια ενδιαφέρουσα Ελληνολιβυκή ατζέντα με προοπτική, η Ελληνική εξωτερική πολιτική είναι απούσα. Σχεδόν ξέχασε ότι υπάρχει Λιβύη και ότι σύντομα θα την ξαναβρούμε μπροστά μας ως πρόβλημα, εάν δεν φροντίσουμε ΤΩΡΑ να καταδείξουμε στους εμπλεκόμενους, ότι έχουν συμφέρον να καταστούν συμπρωταγωνιστές στην λύση του και όχι να παραμείνουν δεκανίκι της Τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Καμία στρατηγική που να προσβλέπει στην ανακοπή της εργαλειοποίησης των δυνάμεων του Σάρατζ από την Τουρκία δεν διαφαίνεται, όπως και κανένα σχέδιο πιλοτικής διεύρυνσης των σχέσεων με το προσκείμενο στις δυνάμεις του Χάφταρ κοινοβούλιο, δεν φαίνεται να «περπατά».
Πανηγυρίζουμε για την επικύρωση της Ελληνοαιγυπτιακής συμφωνίας, που αφορά στις σημαδούρες οι οποίες θα αποτελέσουν την βάση οριοθέτησης της μελλοντικής ΑΟΖ. Αλλά σχεδόν ξεχάσαμε ότι αυτή η συμφωνία - αν δεν θέλουμε να μην την καταπιούν τα μειονεκτήματα και οι αστοχίες της - θα πρέπει να εκλαμβάνεται ως η απαρχή μιας επιθετικής και στοχευμένης αλυσίδας διπλωματικών παρεμβάσεων και όχι ως το τέλος μιας διαδρομής θριάμβου η οποία επί της ουσίας ΟΥΔΕΠΟΤΕ ξεκίνησε. Φαίνεται λοιπόν ότι και εδώ, η Ελληνική εξωτερική πολιτική, επέλεξε να μπει σε καθεστώς αναγκαστικής αγρανάπαυσης, αντί να σπεύσει να αξιοποιήσει ευκαιρίες και να συμβάλει έτσι ώστε και η Αιγυπτιακή πολιτική ηγεσία, να συνειδητοποιήσει τα πραγματικά διακυβεύματα, τις πραγματικές δυνατότητες της αποφασιστικής και συντονισμένης δράσης ΚΑΙ των δύο χωρών, και να δραπετεύσει οριστικά από τις δικές της καταστροφικές αυταπάτες.
Η Συρία παραμένει απαγορευμένος καρπός και οι διπλωματικές σχέσεις με την χώρα μας δυστυχώς δεν αποκαθίστανται. Η Ελλάδα θα μπορούσε να σύρει τον χορό της διπλωματικής ανατροπής σε πρώτη φάση, αξιοποιώντας και το γενικότερο κλίμα που διαμορφώνεται στον Αραβικό κόσμο, αλλά παρ’ όλα αυτά δεν το αποτολμά. Δεν επιχειρεί να καταδείξει πως διαθέτει την αποφασιστικότητα να απαντήσει κατ΄ αρχήν διπλωματικά στην κλιμακούμενη τουρκική πειρατεία, διευρύνοντας έτσι και την παρουσία της αλλά και διεκδικώντας έναν υποτυπώδη στρατηγικό ρόλο στα διαδραματιζόμενα στην περιοχή, επενδύοντας μεταξύ άλλων ΚΑΙ σε συγκεκριμένες αντιθέσεις που αναμένεται να παράξουν εξελίξεις και ευρύτερες ανατροπές.
Τα ΗΑΕ αναβαθμίζουν επιθετικά την αντιτουρκική τους ρητορική, θέτοντας ευθέως ζήτημα εκδίωξης της Τουρκίας από το Κατάρ και τον Αραβικό κόλπο συνολικά. Η Ελλάδα έχει κάθε λόγο να ενισχύσει και να διευρύνει αυτήν την ρητορική, σε μια προσπάθεια να καταδείξει την ολοκληρωμένη αντίθεσή της στην επιδίωξη της Τουρκίας να «χτίσει» το προφίλ της ισχυρής περιφερειακής δύναμης. Σιωπούμε ΚΑΙ εδώ.
Η Αρμενία αν και πολύτιμος δυνητικός σύμμαχος της χώρας μας, στο πλαίσιο ενός σχεδίου ανακοπής του Τουρκικού μεγαλοϊδεατισμού, έχει και αυτή εγκαταλειφθεί στο έλεος της Τουρκικής επιθετικότητας, με την Ελλάδα να υστερεί σε αντιδράσεις ακόμη και σε σχέση με το μέσο επίπεδο των αντιδράσεων της Διεθνούς κοινότητας, αν και η ίδια θα έπρεπε να βρίσκεται μεταξύ των πρωταγωνιστών της διεθνούς διπλωματικής αντεπίθεσης με αφορμή το έγκλημα που συντελείται και στο οποίο η Τουρκία διαδραματίζει ρόλο πρωταγωνιστικό.
Αλλά ακόμη και στο υποτιθέμενα «ομοιογενές» στρατηγικό περιβάλλον των Βαλκανίων και της Ευρώπης, η Ελληνική εξωτερική πολιτική αρνείται να αναδείξει τις μακροχρόνιες συνέπειες που θα έχει για την Ευρώπη συνολικά η ανοχή στην τουρκική πειρατεία, και σύρεται πίσω από τα δόλια σχέδια της Γερμανικής καγκελαρίας, υποβαθμίζοντας έτσι την σοβαρότητα όλων αυτών που υφίσταται ΚΑΙ η ίδια αλλά ΚΑΙ η Κύπρος εδώ και δεκαετίες, εξ’ αιτίας αυτής ακριβώς της ανοχής.
Όχι… Όλο αυτό ΔΕΝ συνιστά έναν αναγκαίο τακτικό ελιγμό στον οποίο ήταν επιβεβλημένο να καταφύγει η χώρα προκειμένου να «αγοράσει χρόνο» ώστε να διασφαλίσει την καλύτερη δυνατή προετοιμασία της για τα χειρότερα που είναι μπροστά. Κανένας οργασμός πρωτοβουλιών στο παρασκήνιο δεν παραπέμπει σε κανενός τέτοιου είδους στοχευμένη προετοιμασία. Αντιθέτως αυτό που καταγράφεται, είναι…
- Μια πλειάδα χαμένων μικρών και μεγάλων ευκαιριών…
- Ένα ευρύτατο πακέτο αναξιοποίητων δυνατοτήτων, που κατέστησαν απολύτως προβλέψιμη και πλήρως διαχειρίσιμη την όποια μελλοντική αντίδρασή της. Και…
- Ένα ασφυκτικό περιβάλλον πρόσθετων πιέσεων, μέσα στο οποίο θα επιχειρηθεί να επιλυθούν εκκρεμότητες δεκαετιών, με το σύνολο των «συμμαχικών» μας δομών να προσανατολίζονται σε λύσεις προσαρμοσμένες στην πολιτική εξευμενισμού της βουλιμικής Τουρκίας.
Η εμπλοκή της κ. Μέρκελ είναι πλέον απροκάλυπτη, και η υπέρ της Τουρκίας μεροληπτική στάση της, καθορίζει ακόμη και το περιεχόμενο των ανακοινωθέντων. Είναι χαρακτηριστικό άλλωστε ότι ακόμη και ο απίθανος ΓΓ του ΟΗΕ, αξιοποιεί την συγκεκριμένη συγκυρία για να επιταχύνει τις προαναγγελθείσες «πρωτοβουλίες» του για το Κυπριακό που κινούνται στην λογική της αποδοχής των τετελεσμένων και του αδιαμαρτύρητου συμβιβασμού με τα τσαλακωμένα στην πράξη ψηφίσματα του οργανισμού του οποίου ηγείται. Και όλα αυτά με τους πάντες να κλείνουν το μάτι στην καινούρια τουρκική προστυχιά που διαδραματίζεται αυτές τις ώρες στην Αμμόχωστο.
Αυτός ο φαύλος κύκλος δεν μπορεί να συνεχιστεί. Μέσα σε λιγότερο από έναν μήνα από την στιγμή που εγκαινιάστηκε το επικοινωνιακό φιάσκο της «αποκλιμάκωσης», η Ελλάδα ροκάνισε και το τελευταίο ίχνος του διαφαινόμενου δυναμισμού της, και επανήλθε στα παραδοσιακά αδιέξοδα της άβουλης, της δεδομένης και της μη υπολογίσιμης παρουσίας, και μάλιστα σε μια εποχή που επιταχύνονται διευθετήσεις με επίδικο τα ζωτικά της συμφέροντα, τα κυριαρχικά της δικαιώματα και εν τέλει το ίδιο το κυριαρχικό της αποτύπωμα στον χάρτη της επόμενης μέρας.
Το βρώμικο σχέδιο της Γερμανίας που συνεπικουρείται από την δόλια στάση των Αμερικανών, δεν πρέπει να υλοποιηθεί γιατί θα σηματοδοτήσει την ιστορική ταφόπλακα του Ελληνισμού στο σύνολό του. Η επίφαση της διεθνούς νομιμότητας με την οποία επιχειρείται να περιβληθεί η διαφαινόμενη γεωπολιτική προστυχιά, θα την καταστήσει στην πράξη μη αναστρέψιμη, και αυτό είναι μια εξέλιξη που πρέπει πάση θυσία να αποτραπεί. Η Αθήνα οφείλει να χτυπήσει το χέρι της στο τραπέζι, πριν την έναρξη του φιάσκου των "διερευνητικών" και φυσικά πριν εκδηλωθεί οποιαδήποτε πρωτοβουλία του απίθανου Γκουτιέρες που θα φυλακίσει αμετάκλητα το Κυπριακό, στις Συμπληγάδες των τουρκικών επιδιώξεων.