Δήλωση Υπουργού Εξωτερικών, Νίκου Δένδια, μετά τη συνάντησή του με τον Πρωθυπουργό της Αλβανίας, Edi Rama (Τίρανα, 20.10.2020): Εξοχότατε Κύριε Πρωθυπουργέ, σας ευχαριστώ θερμά και από καρδιάς για την υποδοχή σας.
Είναι χαρά μου που, κατ’ εντολή του Πρωθυπουργού, κύριου Κυριάκου Μητσοτάκη, επιστρέφω στην Αλβανία, μετά από έναν χρόνο.
Την προηγούμενη φορά είχα έρθει πάλι εδώ κατ’ εντολή του, μετά τον ισχυρό σεισμό στο Δυρράχιο, λίγες ώρες μετά, για να διερευνήσω πως μπορούμε να σταθούμε δίπλα στον φίλο αλβανικό λαό και στην κυβέρνησή του.
Θα ήθελα, κύριε Πρωθυπουργέ, μέσα από την καρδιά μου να σας ευχαριστήσω για τα φιλόφρονα λόγια σας για την προσπάθειά μας.
Είναι προσπάθεια φίλων και νομίζω ότι απηχούν τα πραγματικά αισθήματα του ελληνικού λαού και της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στον φίλο αλβανικό λαό.
Ευτυχώς, σήμερα η επίσκεψή μου πραγματοποιείται υπό πολύ καλύτερες συνθήκες, κύριε Πρωθυπουργέ.
Πριν επεκταθώ στα όσα πολλά συζητήσαμε θα ήθελα να ξεκινήσω με τα συγχαρητήρια μου για την επιτυχή Προεδρία του ΟΑΣΕ για το τρέχον έτος. Η Αλβανία απέδειξε ότι μέσα σε συνθήκες κορωνοϊού μπορεί να ασκήσει μια αποτελεσματική Προεδρία και αυτό είναι πολύ σημαντικό για την Αλβανία, πολύ σημαντικό για την κυβέρνηση σας, αλλά και πολύ σημαντικό για την περιοχή μας.
Έρχομαι στις διμερείς μας σχέσεις.
Μας ενώνουν πάρα πολλά. Και η παρουσία μου εδώ σήμερα αποσκοπεί στην υπογράμμιση μιας θετικής και δυναμικής ατζέντας στις σχέσεις μας.
Έχουμε ισχυρή βούληση να προχωρήσουμε αυτές τις σχέσεις ακόμα περισσότερο και να λύσουμε σε κλίμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης και σεβασμού τις όποιες τυχόν εκκρεμότητες.
Ιδιαίτερα σημαντική γέφυρα των δεσμών μας είναι κατ’ αρχήν η ελληνική εθνική μειονότητα που ζει στην Αλβανία. Γέφυρα, επίσης, είναι οι χιλιάδες Αλβανοί πολίτες που ζουν και εργάζονται στην Ελλάδα.
Επιτρέψετε μου, κύριε Πρωθυπουργέ, να τονίσω την σημαντική οικονομική συνεισφορά τόσο των Ελλήνων πολιτών στην οικονομική ανάπτυξη της Αλβανίας όσο και των Αλβανών στην οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας.
Όπως ξέρετε, Ελλάδα και Αλβανία, έχουμε να αντιμετωπίσουμε προκλήσεις,
Από την πλευρά μας, είμαστε πάντα έτοιμοι να καταβάλουμε κάθε προσπάθεια με καλή πίστη και πνεύμα συνεργασίας -όπως αρμόζει σε ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Ελλάδα και η Αλβανία- προς όφελος των χωρών και των λαών μας.
Νομίζουμε πως αυτή η συνεργασία μπορεί να λειτουργήσει ενισχυτικά της ενταξιακής πορείας της Αλβανίας προς την ΕΕ, με προσήλωση στο πλαίσιο των σχέσεων της καλής γειτονίας που θα ενδυναμώσουν τη σταθερότητα στην ευαίσθητη περιοχή μας.
Η είσοδος της Αλβανίας στην ΕΕ, κύριε Πρωθυπουργέ, είναι κοινός μας στόχος.
Είμαστε πρόθυμοι να συντρέξουμε την Αλβανία, συμπεριλαμβανομένης και της μεταφοράς τεχνογνωσίας, όπου εσείς και η κυβέρνησή σας κρίνετε ότι αυτό θα ήταν χρήσιμο.
Στο πλαίσιο αυτό, θα ήθελα να τονίσω ότι η Ελλάδα, μέσω της Ατζέντας της Θεσσαλονίκης, η οποία εγκαινιάστηκε πριν από σχεδόν δύο δεκαετίες, υποστηρίζει σταθερά και διαχρονικά σαν στρατηγικό στόχο την ενταξιακή πορεία των Δυτικών Βαλκανίων.
Και με τον κύριο Πρωθυπουργό και με τον ασκούντα χρέη Υπουργoύ Εξωτερικών, τον κύριο Cakaj, νωρίτερα, είχαμε την ευκαιρία να συζητήσουμε μια ευρύτατη θεματολογία.
Συζητήσαμε το θέμα καθορισμού των θαλασσίων ζωνών μεταξύ Ελλάδος και Αλβανίας.
Η επίλυση αυτής της διαφοράς θα είναι επωφελής και για τις δύο χώρες μας και, βεβαίως, άκουσα με ιδιαίτερο ενδιαφέρον και απόλυτη συμφωνία τη θέση του Πρωθυπουργού, κ. Rama, ότι η λύση αυτή θα έχει ως θεμελιώδη βάση τη Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας που και οι δύο χώρες έχουμε προσυπογράψει.
Και είμαι ιδιαίτερα ευτυχής να επαναλάβω αυτό που ο πρωθυπουργός μόλις είπε, ότι, έχοντας εξετάσει ενδελεχώς αυτό το ζήτημα, συμφωνήσαμε να προχωρήσουμε Ελλάδα και Αλβανία από κοινού στην υποβολή του ζητήματος αυτού στη διεθνή δικαιοσύνη.
Στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Η συμφωνία μας αυτή, Ελλάδας και Αλβανίας, βασίζεται στην σταθερή προσήλωση και των δύο χωρών στη διεθνή νομιμότητα και στην αρχή της ειρηνικής επίλυσης των διαφορών.
Αναφερθήκαμε, επίσης, στη συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας του 1996 και συμφωνήσαμε ότι αυτή η συμφωνία του 1996 χρειάζεται εμβάθυνση και ενδυνάμωση. Να προχωρήσουμε από κοινού σε μία νέα συμφωνία στρατηγικής συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών μας και να οργανώσουμε G2G, government-to-government, συνάντηση και μηχανισμό μεταξύ των δύο φίλων χωρών.
Αναφερθήκαμε στα ζητήματα του εμπολέμου. Αυτό, κύριε Πρωθυπουργέ, αποτελεί έναν αναχρονισμό, είμαι βέβαιος ότι και αυτό θα το λύσουμε μαζί. Είναι μεγάλη μου χαρά που έχω την ευκαιρία να το πω αυτό εδώ από τα Τίρανα στην αλβανική κοινή γνώμη μετά από εντολή του Πρωθυπουργού Μητσοτάκη.
Συζητήσαμε επίσης και για τη γέφυρα - μία από τις γέφυρες που μας ενώνουν.
Αναφέρομαι στα μέλη της μειονότητας και στο πνεύμα το οποίο πρέπει να διέπει τις σχέσεις καλής γειτονίας. Δεν πρέπει να χάσουμε άλλο καιρό. Νομίζω ότι έχουμε καταφέρει στις σχέσεις μας πολλά και σε εμάς εναπόκειται να πάμε ακόμη πιο μπροστά. Και είδα με χαρά τις προόδους που η αλβανική πλευρά έχει κάνει στους τομείς των θεμάτων που αφορούν την ελληνική εθνική μειονότητα. Νομίζω ότι όλα αυτά μπορούν και είναι δυνατόν να αντιμετωπιστούν στο πλαίσιο της θετικής μας ατζέντας.
Επιτρέψτε μου να ολοκληρώσω υπογραμμίζοντας ότι, σε αντίθεση με τις προσπάθειες που καταβάλλουν οι χώρες των Δυτικών Βαλκανίων στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής τους προοπτικής, μία άλλη χώρα της ευρύτερης περιοχής μας, η οποία είναι ακόμη υποψήφια για ένταξη στην ΕΕ, δεν κινείται προς αυτήν την κατεύθυνση. Για την ακρίβεια, κινείται μάλλον προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Αναφέρομαι στη γείτονά μας Τουρκία.
Συνεχίζει να παραβιάζει κάθε μέρα τα θεμελιώδη κριτήρια ένταξης στην ΕΕ, τόσο πολιτικά όσο και οικονομικά. Αναγκάστηκα, στο πλαίσιο αυτό, να στείλω επιστολή στον αρμόδιο Επίτροπο Διεύρυνσης, τον κ. Varhelyi, τονίζοντας ότι η Τουρκία παραβιάζει την Τελωνειακή Ένωση και ζήτησα να εξεταστεί άμεσα η υιοθέτηση μέτρων επ’ αυτού.
Έθεσα, επίσης, το ζήτημα εξέτασης από την Επιτροπή των παραβιάσεων σε όλο το εύρος της, μέχρι και την εξέταση αναστολής της Τελωνειακής Ένωσης, ως σαφές μήνυμα αποδοκιμασίας για την κατά συρροή παραβατική τουρκική συμπεριφορά.
Επεσήμανα στους Ευρωπαίους ομολόγους μου, στους συναδέλφους μου Υπουργούς των Εξωτερικών, τις τελευταίες άκρως ανησυχητικές παράνομες ενέργειες στην Ανατολική Μεσόγειο και υπογράμμισα την ανάγκη να σταματήσει η εξαγωγή στρατιωτικού υλικού και στρατιωτικού εξοπλισμού προς την Τουρκία, δεδομένου ότι ο εξοπλισμός αυτός χρησιμοποιείται σε ενέργειες που αποσταθεροποιούν την περιοχή μας.
Κύριε Πρωθυπουργέ,
καταλήγω με κάτι το οποίο και εσείς μόλις είπατε: αυτό το οποίο πρέπει να χτίσουμε όλοι, αυτό που είναι ο κοινός μας στόχος, είναι ένα ειρηνικό μέλλον με ευημερία για όλους.
Αυτήν την κοινή μας προσπάθεια υπηρετεί η παρουσία μου σήμερα στα Τίρανα. Είμαι ευτυχής που είμαι σήμερα εδώ μαζί σας.
Σας ευχαριστώ θερμά για τα θερμά σας λόγια για την Ελλάδα, για τον Πρωθυπουργό Κ. Μητσοτάκη, για εμένα, για την ελληνοαλβανική φιλία.
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ.
Είναι χαρά μου που, κατ’ εντολή του Πρωθυπουργού, κύριου Κυριάκου Μητσοτάκη, επιστρέφω στην Αλβανία, μετά από έναν χρόνο.
Την προηγούμενη φορά είχα έρθει πάλι εδώ κατ’ εντολή του, μετά τον ισχυρό σεισμό στο Δυρράχιο, λίγες ώρες μετά, για να διερευνήσω πως μπορούμε να σταθούμε δίπλα στον φίλο αλβανικό λαό και στην κυβέρνησή του.
Θα ήθελα, κύριε Πρωθυπουργέ, μέσα από την καρδιά μου να σας ευχαριστήσω για τα φιλόφρονα λόγια σας για την προσπάθειά μας.
Είναι προσπάθεια φίλων και νομίζω ότι απηχούν τα πραγματικά αισθήματα του ελληνικού λαού και της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στον φίλο αλβανικό λαό.
Ευτυχώς, σήμερα η επίσκεψή μου πραγματοποιείται υπό πολύ καλύτερες συνθήκες, κύριε Πρωθυπουργέ.
Πριν επεκταθώ στα όσα πολλά συζητήσαμε θα ήθελα να ξεκινήσω με τα συγχαρητήρια μου για την επιτυχή Προεδρία του ΟΑΣΕ για το τρέχον έτος. Η Αλβανία απέδειξε ότι μέσα σε συνθήκες κορωνοϊού μπορεί να ασκήσει μια αποτελεσματική Προεδρία και αυτό είναι πολύ σημαντικό για την Αλβανία, πολύ σημαντικό για την κυβέρνηση σας, αλλά και πολύ σημαντικό για την περιοχή μας.
Έρχομαι στις διμερείς μας σχέσεις.
Μας ενώνουν πάρα πολλά. Και η παρουσία μου εδώ σήμερα αποσκοπεί στην υπογράμμιση μιας θετικής και δυναμικής ατζέντας στις σχέσεις μας.
Έχουμε ισχυρή βούληση να προχωρήσουμε αυτές τις σχέσεις ακόμα περισσότερο και να λύσουμε σε κλίμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης και σεβασμού τις όποιες τυχόν εκκρεμότητες.
Ιδιαίτερα σημαντική γέφυρα των δεσμών μας είναι κατ’ αρχήν η ελληνική εθνική μειονότητα που ζει στην Αλβανία. Γέφυρα, επίσης, είναι οι χιλιάδες Αλβανοί πολίτες που ζουν και εργάζονται στην Ελλάδα.
Επιτρέψετε μου, κύριε Πρωθυπουργέ, να τονίσω την σημαντική οικονομική συνεισφορά τόσο των Ελλήνων πολιτών στην οικονομική ανάπτυξη της Αλβανίας όσο και των Αλβανών στην οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας.
Όπως ξέρετε, Ελλάδα και Αλβανία, έχουμε να αντιμετωπίσουμε προκλήσεις,
Από την πλευρά μας, είμαστε πάντα έτοιμοι να καταβάλουμε κάθε προσπάθεια με καλή πίστη και πνεύμα συνεργασίας -όπως αρμόζει σε ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Ελλάδα και η Αλβανία- προς όφελος των χωρών και των λαών μας.
Νομίζουμε πως αυτή η συνεργασία μπορεί να λειτουργήσει ενισχυτικά της ενταξιακής πορείας της Αλβανίας προς την ΕΕ, με προσήλωση στο πλαίσιο των σχέσεων της καλής γειτονίας που θα ενδυναμώσουν τη σταθερότητα στην ευαίσθητη περιοχή μας.
Η είσοδος της Αλβανίας στην ΕΕ, κύριε Πρωθυπουργέ, είναι κοινός μας στόχος.
Είμαστε πρόθυμοι να συντρέξουμε την Αλβανία, συμπεριλαμβανομένης και της μεταφοράς τεχνογνωσίας, όπου εσείς και η κυβέρνησή σας κρίνετε ότι αυτό θα ήταν χρήσιμο.
Στο πλαίσιο αυτό, θα ήθελα να τονίσω ότι η Ελλάδα, μέσω της Ατζέντας της Θεσσαλονίκης, η οποία εγκαινιάστηκε πριν από σχεδόν δύο δεκαετίες, υποστηρίζει σταθερά και διαχρονικά σαν στρατηγικό στόχο την ενταξιακή πορεία των Δυτικών Βαλκανίων.
Και με τον κύριο Πρωθυπουργό και με τον ασκούντα χρέη Υπουργoύ Εξωτερικών, τον κύριο Cakaj, νωρίτερα, είχαμε την ευκαιρία να συζητήσουμε μια ευρύτατη θεματολογία.
Συζητήσαμε το θέμα καθορισμού των θαλασσίων ζωνών μεταξύ Ελλάδος και Αλβανίας.
Η επίλυση αυτής της διαφοράς θα είναι επωφελής και για τις δύο χώρες μας και, βεβαίως, άκουσα με ιδιαίτερο ενδιαφέρον και απόλυτη συμφωνία τη θέση του Πρωθυπουργού, κ. Rama, ότι η λύση αυτή θα έχει ως θεμελιώδη βάση τη Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας που και οι δύο χώρες έχουμε προσυπογράψει.
Και είμαι ιδιαίτερα ευτυχής να επαναλάβω αυτό που ο πρωθυπουργός μόλις είπε, ότι, έχοντας εξετάσει ενδελεχώς αυτό το ζήτημα, συμφωνήσαμε να προχωρήσουμε Ελλάδα και Αλβανία από κοινού στην υποβολή του ζητήματος αυτού στη διεθνή δικαιοσύνη.
Στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Η συμφωνία μας αυτή, Ελλάδας και Αλβανίας, βασίζεται στην σταθερή προσήλωση και των δύο χωρών στη διεθνή νομιμότητα και στην αρχή της ειρηνικής επίλυσης των διαφορών.
Αναφερθήκαμε, επίσης, στη συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας του 1996 και συμφωνήσαμε ότι αυτή η συμφωνία του 1996 χρειάζεται εμβάθυνση και ενδυνάμωση. Να προχωρήσουμε από κοινού σε μία νέα συμφωνία στρατηγικής συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών μας και να οργανώσουμε G2G, government-to-government, συνάντηση και μηχανισμό μεταξύ των δύο φίλων χωρών.
Αναφερθήκαμε στα ζητήματα του εμπολέμου. Αυτό, κύριε Πρωθυπουργέ, αποτελεί έναν αναχρονισμό, είμαι βέβαιος ότι και αυτό θα το λύσουμε μαζί. Είναι μεγάλη μου χαρά που έχω την ευκαιρία να το πω αυτό εδώ από τα Τίρανα στην αλβανική κοινή γνώμη μετά από εντολή του Πρωθυπουργού Μητσοτάκη.
Συζητήσαμε επίσης και για τη γέφυρα - μία από τις γέφυρες που μας ενώνουν.
Αναφέρομαι στα μέλη της μειονότητας και στο πνεύμα το οποίο πρέπει να διέπει τις σχέσεις καλής γειτονίας. Δεν πρέπει να χάσουμε άλλο καιρό. Νομίζω ότι έχουμε καταφέρει στις σχέσεις μας πολλά και σε εμάς εναπόκειται να πάμε ακόμη πιο μπροστά. Και είδα με χαρά τις προόδους που η αλβανική πλευρά έχει κάνει στους τομείς των θεμάτων που αφορούν την ελληνική εθνική μειονότητα. Νομίζω ότι όλα αυτά μπορούν και είναι δυνατόν να αντιμετωπιστούν στο πλαίσιο της θετικής μας ατζέντας.
Επιτρέψτε μου να ολοκληρώσω υπογραμμίζοντας ότι, σε αντίθεση με τις προσπάθειες που καταβάλλουν οι χώρες των Δυτικών Βαλκανίων στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής τους προοπτικής, μία άλλη χώρα της ευρύτερης περιοχής μας, η οποία είναι ακόμη υποψήφια για ένταξη στην ΕΕ, δεν κινείται προς αυτήν την κατεύθυνση. Για την ακρίβεια, κινείται μάλλον προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Αναφέρομαι στη γείτονά μας Τουρκία.
Συνεχίζει να παραβιάζει κάθε μέρα τα θεμελιώδη κριτήρια ένταξης στην ΕΕ, τόσο πολιτικά όσο και οικονομικά. Αναγκάστηκα, στο πλαίσιο αυτό, να στείλω επιστολή στον αρμόδιο Επίτροπο Διεύρυνσης, τον κ. Varhelyi, τονίζοντας ότι η Τουρκία παραβιάζει την Τελωνειακή Ένωση και ζήτησα να εξεταστεί άμεσα η υιοθέτηση μέτρων επ’ αυτού.
Έθεσα, επίσης, το ζήτημα εξέτασης από την Επιτροπή των παραβιάσεων σε όλο το εύρος της, μέχρι και την εξέταση αναστολής της Τελωνειακής Ένωσης, ως σαφές μήνυμα αποδοκιμασίας για την κατά συρροή παραβατική τουρκική συμπεριφορά.
Επεσήμανα στους Ευρωπαίους ομολόγους μου, στους συναδέλφους μου Υπουργούς των Εξωτερικών, τις τελευταίες άκρως ανησυχητικές παράνομες ενέργειες στην Ανατολική Μεσόγειο και υπογράμμισα την ανάγκη να σταματήσει η εξαγωγή στρατιωτικού υλικού και στρατιωτικού εξοπλισμού προς την Τουρκία, δεδομένου ότι ο εξοπλισμός αυτός χρησιμοποιείται σε ενέργειες που αποσταθεροποιούν την περιοχή μας.
Κύριε Πρωθυπουργέ,
καταλήγω με κάτι το οποίο και εσείς μόλις είπατε: αυτό το οποίο πρέπει να χτίσουμε όλοι, αυτό που είναι ο κοινός μας στόχος, είναι ένα ειρηνικό μέλλον με ευημερία για όλους.
Αυτήν την κοινή μας προσπάθεια υπηρετεί η παρουσία μου σήμερα στα Τίρανα. Είμαι ευτυχής που είμαι σήμερα εδώ μαζί σας.
Σας ευχαριστώ θερμά για τα θερμά σας λόγια για την Ελλάδα, για τον Πρωθυπουργό Κ. Μητσοτάκη, για εμένα, για την ελληνοαλβανική φιλία.
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ.