Κώστας
Κουρούνης
πολιτικός μηχανικός
πολεοδόμος
Σε αυτό το πλαίσιο, η αυθαίρετη δόμηση διαμόρφωσε μια ιδιαίτερη μορφή οικιστικής ανάπτυξης σαν προϊόν συνειδητής επιλογής ή ενσυνείδητης εθελοτυφλίας, που το Κράτος στις κατά καιρούς πολιτικές του την αποδέχθηκε και την ενσωμάτωσε αφού με αλλεπάλληλους νόμους και διατάγματα προσαρτούσε περιοχές αυθαιρέτων στις πόλεις.
Πρόκειται για επιλογές με σοβαρότατες επιπτώσεις στο εντός σχεδίου κομμάτι των πόλεων το οποίο ζωσμένο από συστάδες αυθαιρέτων, στερείται την δυνατότητα σχεδιασμού υποδομών και πρασίνου, αναδεικνύοντας τα αντιαισθητικά χαρακτηριστικά της «τσιμεντούπολης».
Εκτός από τον Δοξιάδη (Διευθυντής Ανοικοδομήσεως) και τον Μπίρη (Δ/ντης Σχεδίου Πόλης Αθήνας) το ζήτημα της παραγωγής νέων κατοικιών πολιτικά τίθεται το 1952 από τον Κ. Βαρβαρέσο, οικονομικό σύμβουλο της κυβέρνησης Πλαστήρα. Ξεφεύγει από τα όρια ενός άρθρου η κριτική των αιρετικών απόψεων του συμβούλου, όμως δεν μπορώ να μην παρατηρήσω ότι όσοι τον πολέμησαν σαν «αντιδραστικό», δεν αντιπρότειναν ούτε τότε, ούτε αργότερα βιώσιμες εναλλακτικές, προτιμώντας την ιδεολογική οχύρωση πίσω από ένα ανεπίκαιρο και εν πολλοίς ανεπαρκές κείμενο του Ένγκελς με τίτλο «Για το Ζήτημα της Κατοικίας» στις 35.000 λέξεις του οποίου δεν υπάρχει ούτε ένας αριθμός, ούτε μια ποσοτικοποίηση των επιχειρημάτων του για να μετρήσουμε το δίκιο του.
Άποψη του υπογράφοντος είναι ότι η αυθαίρετη δόμηση είναι το αποτέλεσμα ενός φαύλου κύκλου κακών επιλογών και άστοχης παρεμβατικότητας. Ο λαϊκισμός, οι πολιτικές μηχανορραφίες και η όσμωση με πάσης φύσεως μικροσυμφέροντα, δημιούργησαν ένα κλίμα αποδοχής του αυθαιρέτου ως «λαϊκό σπίτι» και εξοβελισμού των εκμεταλλευτών – καπιταλιστών, δηλαδή του υπεργολάβου, του εργολάβου οικοδομών, του επενδυτή στην αντιπαροχή και του οικοπεδούχου.
Η αυθαίρετη κατάτμησης γης, η καταστροφή του περιαστικού τοπίου, η εξόντωση του φυσικού περιβάλλοντος, τα μπαζώματα των ρεμάτων και οι πολεοδομικές δυσμορφίες, είναι στρεβλώσεις που συνέβησαν σε γνώση όλων ανεξαιρέτως. Πολλές φορές μάλιστα και με την ευλογία του Προέδρου της Δημοκρατίας!
Το ΠΔ του 1926 έγραφε επί λέξει «Τα χαρακτηριζόμενα ως αυθαίρετα κατεδαφίζονται υπό της αστυνομικής αρχής άνευ οιασδήποτε διατυπώσεως εφ’ όσον δεν εγένετο εν αυτοίς μόνιμος εγκατάστασις ανθρώπων προς κατοικίαν ημέρας και νυκτός». Με λίγα λόγια αν ο οικοπεδούχος προλάβει να χτίσει και να μπει μέσα, το κτίσμα δεν κατεδαφίζεται. Η διάταξη αυτή όπως ήταν φυσικό εξώθησε τους οικιστές να χτίζουν μικρά και φτηνά αυθαίρετα για να προλάβουν να τα κατοικήσουν μέσα σε ένα σαββατοκύριακο – όπως στη Τουρκία όπου το αυθαίρετο το λένε gecekondu που σημαίνει «χτισμένο σε μια νύχτα».
Το 2017 η Βουλή ψήφισε τον νόμο «Έλεγχος και Προστασία του Δομημένου Περιβάλλοντος» ο οποίος μεταξύ άλλων αφορά (και πάλι!) τα αυθαίρετα. Θυμάμαι ότι κατά τη συζήτηση στη βουλή, πολλοί βουλευτές ισχυρίστηκαν ότι το υπό ψήφιση νομοσχέδιο αποτελεί πιστή αντιγραφή παλαιότερων νόμων. Όμως διαβάζοντάς το, διαπιστώνει κανείς ότι εισάγει νέες διατάξεις και διαδικασίες που ενισχύουν την γραφειοκρατία και την άστοχη παρεμβατικότητα η οποία κατά το παρελθόν ανέχτηκε – αν δεν προκάλεσε – τα εκατομμύρια των αυθαιρέτων και την καταστροφή του τοπίου, του μοναδικού συγκριτικού μας πλεονεκτήματος που μπορεί να έλξει ξένα κεφάλαια.
Οι πολεοδομικές πολιτικές που προωθήθηκαν από την εποχή του Τρίτση, αλλά και από παλαιότερα, δεν κατόρθωσαν ούτε την δυναμική των αυθαιρέτων να συγκρατήσουν, ούτε την οργανωμένη δόμηση να προωθήσουν.
Είναι πολλοί αυτοί που ελπίζουν ότι αν μπει τάξη στο θεσμικό πλαίσιο των χρήσεων γης και των χωρικών ρυθμίσεων, αν γίνει διαφανές και προσβάσιμο από όλους, όλα θα δουλέψουν ρολόι. Είναι όμως έτσι; Η Αττική από θεσμικής, πολεοδομικής και περιβαλλοντικής πλευράς ήταν και είναι από τις πλέον «θωρακισμένες» περιοχές της Ελλάδα. Παρ’ όλα αυτά, ένα στα τρία αυθαίρετα όλης της χώρας, στην Αττική χτίστηκε.
Άρα το πρόβλημα δεν είναι υποχρεωτικά οι νόμοι. Ή τέλος πάντων ακόμα και αν είναι έτσι, κανένας νόμος λύνει προβλήματα απλά και μόνο με την ψήφισή του. Διότι η αποτελεσματικότητα δεν νομοθετείται.