Από τον Απόστολο Αποστόλου
Ο Πρωθυπουργός στην αναγγελία του πανεθνικού λοκντάουν είχε δίπλα του τον «εθνικό» λομωξιολόγο Σωτήρη Τσίοδρα. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης μάλλον αυτή τη φορά είχε ανάγκη την παρουσία του κ. Τσιόδρα για να αναγγείλει το λοκντάουν. Σαν εικόνα έβλεπες δύο μηχανοδηγούς της ταχείας του τρένου με το όνομα «κορωνοϊός» να απολογούνται γιατί πρέπει να κλείσουν τις πόρτες του τρένου και να μη κάνουν στάσεις στους σταθμούς.
Η παρουσία τους θύμιζε σκηνή από το φίλμ «Το πέρασμα της Κασσάνδρας» του Τζώρτζ Κοσμάτου (θρίλερ διεθνούς παραγωγής του 1976)που αναφέρεται στην εξάπλωση πνευμονικής πανούκλας σε ένα τρένο που μετέφεραν τα βακτήρια της θανατηφόρου νόσου τρομοκράτες που δολοφονούνται στο τρένο. Τότε ο Αμερικανός συνταγματάρχης Μακένζι, ο οποίος είναι υπεύθυνος για την κατάσταση, αποφασίζει να κατευθύνει το τρένο στον σταθμό Γιάνοβ, σ’ ένα μισό-εγκαταλειμμένο σταθμό κοντά στον οποίον υπήρχε κάποτε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης κατά τη διάρκεια του παγκόσμιου πολέμου. Η διαδρομή για τον σταθμό είναι επικίνδυνη γιατί πρέπει το τρένο να διασχίσει μια παλιά ερειπωμένη γέφυρα γνωστή και ως το πέρασμα της Κασσάνδρας, με τον κίνδυνο όμως να καταρρεύσει κατά τη διάρκεια της διέλευσης του τρένου και όλοι όσοι βρίσκονται στο τρένο ίσως να πεθάνουν. Το τρένο βέβαια δεν θα φθάσει ποτέ στον προορισμό του σταθμού.
Ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης ήθελε να δείξει ότι δεν είναι ο θεριακλής στην υπόθεση της πανδημίας (που πολλές φορές αναφερόταν ως επιδημία κατά τη διάρκεια της ομιλίας και των δύο) αλλά ότι εκείνος υποτάσσεται στις υποδείξεις του ειδικού κ. Τσιόδρα.
Ουσιαστικά ο κ. Μητσοτάκης φαίνεται να έχει παγιδεύσει τον κ. Τσιόδρα μ’ εκείνο που λέει ο μεγάλος ψυχαναλυτής Ζακ Λακάν στο Σεμινάριο XVIII. Να βάζεις τη δυστυχία ή την ευθύνη στους ώμους του άλλου, έστω και αν κάποια στιγμή ο άλλος διαμαρτυρηθεί, γιατί ο άλλος έχει συμφωνήσει να μπει σ’ έναν ρόλο που τον καθορίζει.
Ο Πρωθυπουργός προσφωνώντας τον κ. Τσίοδρα με το όνομά του και χωρίς τους ακαδημαϊκούς - επιστημονικούς του τίτλους, έδειχνε ότι μεταφέρει τη δική του πολιτική ανασφάλεια, αναφορικά με το πρόβλημα της επιδημίας στον Σωτήρη όπως τον αποκαλούσε, στον φίλο του δηλαδή, που τον χρησιμοποιεί ως σωσίβιο της δικής του πολιτικής ευθύνης.
Έχουμε με άλλα λόγια τη μετάθεση της ευθύνης στον ειδικό, και την αποποίηση του «ιμπεράτορα» Μητσοτάκη όλων των ευθυνών. Εξάλλου εκείνος που απασχολείται ή υποτίθεται ότι απασχολείται σε μια υπόθεση (στη συγκεκριμένη περίπτωση ο κ. Τσιόρδας) μας λέει και πάλι ο Λακάν δεν πρέπει να διαμαρτύρεται αλλά να συνεργάζεται γιατί έχει αναγνωρίσει την υπεροχή του εντολέα του και γι’ αυτό ετέθη στην υπηρεσία του.(Σεμινάριο XVIII).
Η φιλία του κ. Πρωθυπουργού και του κ. Τσιόδρα αποτελεί «ένα έργο πένθους» και αυτό συμβαίνει γιατί αυτή η φιλία τους ενισχύεται από εκείνο που συμβολίζει την υπέρτατη και άμεσα αποδεκτή εξουσία.
Και οι δύο είναι φύλακες συντεταγμένων παραδειγμάτων (όπως θα έλεγε ο Τόμας Κουν) επιβάλλουν ενιαία και κυρίαρχα σύμβολα της ομογενοποιημένης τάξης. Εδώ ακριβώς στηρίζεται και το «έργο του πένθους» στη φιλία, θα μας πει ο Γάλλος φιλόσοφος Ζακ Ντεριντά (στο εξαιρετικό πόνημα με τίτλο «η πολιτική φιλία»). Σ’ αυτή την περίπτωση η οικειότητα της φιλίας έγκειται στην αίσθηση της αναγνώρισης του εαυτού μου στα μάτια του άλλου και στη δημιουργημένη απαίτηση να μπορώ κάποια στιγμή να ανταποδώσω αυτή τη φιλία με έναν τιμητικό τρόπο.
Η φιλία του Κυριάκου και του Σωτήρη είναι μια συμπτωματική φιλία που κλείνει μέσα της μια οφειλή που διαγράφεται μόνο με την ολοκλήρωση ενός καθήκοντος.
Απόστολος Αποστόλου
Δρ. Φιλοσοφίας