Ένα επίκαιρο
απόσπασμα από το βιβλίο «Σιωπηρή Άλωση»
jeffbalbalosa / pixabay
Πρόσφατα ο Έλληνας Υπουργός Ασύλου και Μετανάστευσης αναφέρθηκε στην παρατηρούμενη αύξηση των παράνομων μεταναστών που φθάνουν στην Ελλάδα από τη Σομαλία και από άλλες χώρες της Αφρικής. Με την αναφορά του αυτή θέλησε να καταδείξει ότι η Ελλάδα έχει γίνει προορισμός των παράνομων μεταναστευτικών ροών που διοχετεύει η Τουρκία στην Ευρώπη. Δεν παρέλειψε μάλιστα να περιγράψει (για πρώτη φορά τόσο καθαρά) το πώς λειτουργούν οι μηχανισμοί της λαθροδιακίνησης. Για να καταλήξει: «Δεν θέλουμε η χώρα μας να είναι η πύλη εισόδου της Ευρώπης».
Του Αναστάσιου Λαυρέντζου
Είναι εντυπωσιακό ότι αυτές οι αναφορές γίνονται σήμερα, μετά από ενάμιση χρόνο εφαρμογής μιας πολιτικής η οποία συνέχισε εκείνη της προηγούμενης κυβέρνησης (ΣΥΡΙΖΑ), υποδεχόμενη απρόσκοπτα τις μεταναστευτικές ροές που κατέφθαναν στα ελληνικά νησιά. Η μεγάλη διαφορά όμως είναι ότι αυτή τη φορά τα χερσαία βόρεια σύνορα της χώρας είναι κλειστά. Έτσι πλέον οι παράνομοι μετανάστες που φθάνουν στην Ελλάδα δεν φεύγουν για την Ευρώπη, αλλά σωρεύονται στην ελληνική επικράτεια. Από αυτή την άποψη η Ελλάδα όχι μόνο λειτούργησε ως «πύλη εισόδου της Ευρώπης», αλλά στην πράξη έγινε ένα απέραντο ευρωπαϊκό χοτ σποτ.
Άργησε λοιπόν η κυβέρνηση να παραδεχτεί δημόσια αυτό που πραγματικά συμβαίνει. Όμως ακόμη και αυτή η καθυστερημένη παραδοχή ίσως να έχει την αξία της, αν τελικά οδηγήσει σε μια αλλαγή πολιτικής στο μεταναστευτικό.
Στο πλαίσιο αυτών των αναφορών που για πρώτη φορά γίνονται επίσημα, είναι χρήσιμο να παρατεθεί το ακόλουθο προφητικό απόσπασμα από το βιβλίο «Σιωπηρή Άλωση», το οποίο αν μη τι άλλο δείχνει ότι αυτά που σήμερα «ανακαλύπτονται», στην πραγματικότητα είναι ορατά από καιρό:
«Σε αυτή την κατάσταση την οποία διαμορφώνουν σήμερα οι διογκούμενες μεταναστευτικές και προσφυγικές ροές που καταφθάνουν στην Ευρώπη, η Ελλάδα κινδυνεύει να καταστεί μια ανοχύρωτη χώρα. Ακόμη όμως και εν όψει ενός τέτοιου κινδύνου, δεν διαθέτει μια σαφή εθνική στρατηγική. Kαι αυτό συμβαίνει για λόγους που δεν σχετίζονται μόνο με τον τρόπο λειτουργίας του πολιτικού συστήματος, αλλά και με τις κυρίαρχες αντιλήψεις σε ένα σημαντικό τμήμα της ελληνικής κοινωνίας, το οποίο έχει βασικές αντιρρήσεις σχετικά με τη μορφή και το περιεχόμενο μιας τέτοιας στρατηγικής, όπως π.χ. ακόμη και για το αν πρέπει να είναι «εθνική», αφού κατά την αντίληψή του η συντελούμενη απο-εθνικοποίηση του ελλαδικού πληθυσμού αποτελεί μια ιστορικά αναπόδραστη και μάλλον όχι και τόσο απευκταία κατάληξη.
Ως συνήθως λοιπόν, είναι πιθανό ότι και το «μεταναστευτικό» θα συνεχίσει να «σέρνεται» μεταξύ ατελέσφορων δημόσιων συζητήσεων και ανούσιων κομματικών αντιπαραθέσεων, ενώ οι εξελίξεις θα διαμορφώνουν μια νέα πραγματικότητα. Σε αυτό το πλαίσιο δεν αποκλείεται να έχουμε για μια ακόμη φορά την καθυπόταξη της πολιτικής σε συμφέροντα τρίτων, ώστε μέσω αυτής να υπαγορευτούν ερήμην της ελληνικής κοινωνίας λύσεις και εξελίξεις που θα ωφελούν διάφορους εγχώριους και ξένους παράγοντες, των οποίων η σκοποθεσία μπορεί να κυμαίνεται από την απλή αναζήτηση φθηνών εργατικών χεριών και τη λειτουργία διάφορων παράνομων κυκλωμάτων (ναρκωτικά, πορνεία, παρεμπόριο) έως την εξασφάλιση του πολιτικού ελέγχου της χώρας (και του πλούτου της) διά της αποδόμησης της εθνικής κοινωνίας και της μετατροπής της σε ένα κατακερματισμένο σύνολο που θα αδυνατεί να προτάξει συλλογικά αιτήματα και αντιστάσεις.
Σε επίπεδο κρατικών επιδιώξεων η σκοποθεσία αυτή μπορεί επίσης να περιλαμβάνει τη μετατροπή της Ελλάδας σε μια χώρα «φύλαξης και διαλογής μεταναστών», με μόνο αντάλλαγμα για αυτήν κάποιες ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις, τις οποίες οι πολιτικές της ηγεσίες πρόθυμα θα δεχτούν, προκειμένου να τις παρουσιάσουν ως επιτυχία της «διαπραγματευτικής» τους δεινότητας ή και για να αποκτήσουν πόρους για πελατειακές διευθετήσεις. Αν αυτά είναι πιθανά ως προς τη μεταχείριση που ίσως επιφυλάσσουν στην Ελλάδα οι ευρωπαίοι εταίροι της, πολύ πιο ανησυχητική και ορατή είναι η πρόθεση άλλων χωρών να αλλοιώσουν την πολιτιστική της φυσιογνωμία, αρχικά αποστέλλοντάς της στρατιές μεταναστών και προσφύγων, και εν συνεχεία αξιοποιώντας την παρουσία τους σε αυτήν.
Το πρώτο σκέλος αυτών των στοχεύσεων το βλέπουμε ήδη να υλοποιείται, καθώς η Τουρκία αξιοποιεί εντατικά την ανέλπιστη ανοχή των ελληνικών κυβερνήσεων απέναντι στην παράνομη μετανάστευση, αποστέλλοντας στην Ελλάδα εκατοντάδες χιλιάδες μεταναστών. Το δεύτερο σκέλος στην παρούσα φάση φαίνεται μόνο αμυδρά, π.χ. με την έκφραση ενδιαφέροντος από την Τουρκία και από άλλες μουσουλμανικές χώρες για την ανέγερση τζαμιού (τζαμιών) στην Ελλάδα, αλλά στο μέλλον (όταν θα έχει εδραιωθεί ένας σημαντικός αριθμός μουσουλμάνων στη χώρα) είναι βέβαιο ότι θα το δούμε να εκδηλώνεται πολύ εντονότερα […].
Με άλλα λόγια η «τριτοκοσμοποίηση» της ελληνικής κοινωνίας και η εξάλειψη των εθνικών της χαρακτηριστικών δεν είναι μόνο μια παρεμπίπτουσα εξέλιξη, αλλά και μια εξέλιξη η οποία επιδιώκεται από πολλές και διαφορετικές πλευρές, ξένες και ελληνικές... Όλα αυτά βεβαίως δεν μπορεί κανείς να τα υποστηρίξει επικαλούμενος πάντα ορατά γεγονότα. Μπορεί όμως να τα εικάσει από τα «συμφραζόμενα» της πολιτικής δράσης ή ακόμη και από την απουσία της, διότι η επίκληση της αδράνειας του ελληνικού πολιτικού συστήματος κάποιες φορές απλώς δεν αρκεί για να εξηγηθούν όλα τα επιφαινόμενα και όλα τα συμβάντα. Για να το πούμε πιο λιανά, δεν είναι πάντα η ανικανότητα ή η αφέλεια τα αίτια αυτής της συχνά ανεξήγητης ανοχής στις εξελίξεις. Κάποιες φορές πίσω από αυτή κρύβονται και οι ιδιοτελείς προθέσεις ατόμων ή ομάδων, ενίοτε δε και ολόκληρων ιδεολογικοπολιτικών σχηματισμών. Σε κάθε περίπτωση πάντως, την τελική ευθύνη την έχει ο ελληνικός λαός, ο οποίος οφείλει να επιλέξει εκείνες τις πολιτικές ηγεσίες οι οποίες δεν θα διαμορφώσουν ερήμην του τη μελλοντική φυσιογνωμία της χώρας».
«Σιωπηρή Άλωση – Το δημογραφικό και το μεταναστευτικό πρόβλημα της Ελλάδας», Εκδόσεις Πραγματεία, σελ. 190-192