Από: newsbeast.gr
Μόνο που η δυναστεία των Cargill-MacMillan παραμένει σχεδόν άγνωστη στο πλατύ κοινό, παρά το γεγονός ότι τα μέλη της συνεχίζουν να είναι οι ιδιοκτήτες της αυτοκρατορίας που ακούει στο όνομα Cargill Inc., του ομίλου που έκλεισε το 2020 με τζίρο 115 δισ. δολαρίων.
Με περισσότερες από 70 εμπορικές δραστηριότητες και παρουσία σε 67 χώρες του κόσμου, η Cargill είναι σήμερα ένας σωστός κολοσσός στον κλάδο των τροφίμων, της γεωργίας και της βιομηχανίας, δίνοντας δουλειά σε περισσότερους από 145.000 ανθρώπους.
Από το 2008 είναι μάλιστα η μεγαλύτερη εταιρία ιδιωτικών συμφερόντων της Αμερικής σε όρους εσόδων.
Κι όλα αυτά από ένα χωριατόπαιδο που έφτιαξε ένα σιλό σιτηρών στην Αϊόβα των ΗΠΑ το 1865...
Ο William Wallace Cargill γεννήθηκε το 1844 στη Νέα Υόρκη ως το τρίτο από τα 7 παιδιά ενός σκοτσέζου ναυτικού που είχε μεταναστεύσει στον Νέο Κόσμο μια δεκαετία νωρίτερα.
Ο καπετάνιος και η αμερικάνα γυναίκα του μετακόμισαν το 1856 στην ύπαιθρο του Ουισκόνσιν, ώστε να ζήσουν μια ήρεμη ζωή ως αγρότες.
Έμοιαζε έτσι πολύ φυσικό για τον νεαρό W.W., όπως τον φώναζαν οι φίλοι, να ασχοληθεί με αυτό που ήξερε καλά.
Σήμερα γνωρίζουμε βέβαια ότι ήταν η επιτομή του επιχειρηματία του 19ου αιώνα, της νέας αυτής στόφας των ασίγαστων εμπόρων που ήταν αποφασισμένοι να τα καταφέρουν πάση θυσία. Με πολλά ενδιαφέροντα κατά νου, το εμπορικό του δαιμόνιο δεν θα αργούσε να φανεί.
Και πράγματι το 1865 θα βρει τον 21χρονο νεαρό κανονικό επιχειρηματία. Όπως γράφει μάλιστα ο τρισέγγονός του, Duncan MacMillan, ήταν «προικισμένος με ένα εφευρετικό, δημιουργικό μυαλό και ατέλειωτη, ανεξάντλητη ενέργεια … αναζητώντας διαρκώς νέες κατευθύνσεις».
Η πρώτη από αυτές τις κατευθύνσεις ήταν το εμπόριο σιτηρών. Ο Cargill φτιάχνει το πρώτο του σιλό το 1865 σε μια μικρή επαρχιακή πόλη της Αϊόβα, ιδρύοντας και την ομώνυμη εταιρία. Η τοποθεσία δεν ήταν τυχαία, εκεί κατέληγε μια σημαντική σιδηροδρομική αρτηρία.
Το 1867 έφερε και τα δυο νεότερα αδέρφια του εκεί (Sam και Sylvester), για να επιβλέπουν τις νέες του δραστηριότητες, μια δεύτερη σιταποθήκη και μια μονάδα ξυλείας, συγκεκριμένα.
Πέντε χρόνια αργότερα (1870), όταν άκουσε για την επέκταση του σιδηροδρομικού δικτύου σε μια κωμόπολη της Μινεσότα, μεταφέρει εκεί την έδρα της εταιρίας του, μεγαλώνοντας τον κύκλο εργασιών της εταιρίας του.
Για να πείσει μάλιστα την τοπική κοινωνία για τις αγνές του προθέσεις, υπηρετεί την κοινότητα ως δικαστικός ερευνητής για τα επόμενα 3 χρόνια. Κι εκεί όμως δεν θα στέριωνε.
Πραγματικά ανήσυχο πνεύμα, το 1875 θα τον βρει στο Ουισκόνσιν, σε μια πόλη που ήταν το εμπορικό επίκεντρο της περιοχής. Το La Crosse ήταν στρατηγικά τοποθετημένο πάνω στον Μισισιπή και είχε σιδηροδρομική σύνδεση με μεγάλες πόλεις.
Χωρίς να χάσει χρόνο, εντάσσεται σε λέσχες και οργανισμούς της πόλης, μεταξύ αυτών και μια μασονική αδελφότητα.
Τώρα οι δουλειές πάνε πολύ καλά, επεκτείνεται διαρκώς και σε άλλες δραστηριότητες και φέρνει και έναν τρίτο αδερφό (James) να τον βοηθήσει…
Το χωριατόπαιδο ήταν πια ένας αξιοσέβαστος επιχειρηματίας. Ταξίδευε διαρκώς στις γειτονικές πολιτείες και έκλεινε επικερδείς συμφωνίες για όλους, αποσπώντας τον σεβασμό και την εμπιστοσύνη όχι μόνο των εμπόρων, αλλά και των τραπεζιτών.
Ο χαρακτήρας και τα χαρίσματά του τον έκαναν μάλιστα να επιβιώσει ακόμα και σε περιόδους σοβαρής οικονομικής ύφεσης, όταν άλλοι έβαζαν λουκέτο. Ήταν κυριολεκτικά ασταμάτητος, γεννώντας τη μία ιδέα πίσω από την άλλη.
Σαν μαέστρος σε ορχήστρα, έστελνε τα αδέρφια του όπου οσμιζόταν εμπορική ευκαιρία. Το 1887, για παράδειγμα, είδε πως η Μινεάπολις αναδυόταν γοργά ως νέο κέντρο για το εμπόριο σιτηρών. Ιδρύει αμέσως ένα παράρτημα της εταιρίας του και στέλνει τον αδερφό του Sam να το επιβλέπει.
Εντωμεταξύ απέκτησε 4 παιδιά από τον γάμο του το 1868, αν και την εταιρία του θα την εμπιστευόταν τελικά στον γαμπρό του, έναν άνθρωπο που θα την έστελνε σε νέα ύψη.
Το 1904 ο W.W. υπέστη ένα σοβαρό εγκεφαλικό, που τον ανάγκασε να ανακόψει ρυθμούς. Σταμάτησε να ασχολείται καθημερινά με την εταιρία του, παρέμενε ωστόσο ο εγκέφαλος των αποφάσεων. Γι’ αυτό και παρά την εύθραυστη κατάστασή του, μετακινούνταν διαρκώς.
Σε ένα τέτοιο επαγγελματικό ταξίδι στη Μοντάνα τον Οκτώβριο του 1909 θα πέσει βαριά άρρωστος. Η διάγνωση ήταν πνευμονία, από την οποία θα πέθαινε στο σπίτι του λίγες μέρες αργότερα.
Η περιουσία του μάλιστα ήταν να περάσει όλη στη χήρα του, πριν προλάβει ωστόσο να επικυρωθεί η διαθήκη του, η Ellen πέθανε. Μόλις 5 μήνες μετά από κείνον. Η Cargill ήταν τώρα να μοιραστεί εξίσου στους 4 κληρονόμους του.
Κι εδώ μπαίνει σφήνα ο γαμπρός του…
Απέναντι από την έπαυλη του W.W. Cargill στο La Crosse του Ουισκόνσιν υπήρχε η δεύτερη μεγαλύτερη βίλα της πόλης. Ανήκε στον Duncan McMillan, τον διευθυντή του υποκαταστήματος της State Bank.
Τα παιδιά των δύο οικογενειών έπαιζαν μαζί από μικρά και κάποια στιγμή ο γιος McMillan ερωτεύτηκε τη μεγαλύτερη κόρη του Cargill, Edna Clara. Ο John ήταν προκομμένος νεαρός, εργαζόταν από τα 15 του στην τράπεζα του μπαμπά του και το 1895 ήρθε ο γάμος που θα ένωνε τις δύο ισχυρές οικογένειες της πόλης.
Από το 1898 τόσο ο John όσο και ο αδερφός του, Daniel, δούλευαν για λογαριασμό του W.W. Μετά τον θάνατο του οποίου το 1909 και με τα αδέρφια να μην τα βρίσκουν στη μοιρασιά, ο John επεμβαίνει πυροσβεστικά, ως πρόσωπο κοινής αποδοχής, και αναλαμβάνει τα ηνία της επιχείρησης.
Αυτός την έσωσε από τη διάσπαση, μετέφερε το στρατηγείο της στη Μινεάπολις (Μινεσότα) και λειτούργησε ως πρόεδρος από το 1909-1936. Ήταν αυτός που θα ανέπτυσσε περαιτέρω την εταιρία, ποντάροντας σε κάθε νέα τεχνολογία που αναδυόταν.
Με τη βοήθεια της καινοτομίας, πήρε κεφάλι έναντι του ανταγωνισμού. Όταν πέθανε από καρδιά το 1944, τον είχε ήδη διαδεχτεί (1936) στο τιμόνι του κολοσσού ο γιος του, John H. MacMillan Jr, ο οποίος παρέμεινε στη θέση του ως το 1960.
Εκείνη τη χρονιά τοποθετήθηκε για πρώτη φορά γενικός διευθυντής που δεν ήταν μέλος της οικογένειας.
Σπουδαγμένος στο Yale και διαβόητος για το αυταρχικό στιλ με το οποίο διοικούσε την εταιρία του, ο υιός MacMillan έβγαλε την εταιρία εκτός Αμερικής. Οι επεκτάσεις σε Ευρώπη και Νότια Αμερική γιγάντωσαν περαιτέρω την εταιρία, ξεπερνώντας για πρώτη φορά το 1 δισ. δολάρια σε πωλήσεις.
Μετά το 1945, η Cargill επεκτάθηκε στους υβριδικούς σπόρους. Ως το 1977, όταν τα ηνία ανέλαβε ένα ακόμα μέλος της οικογένειας, ο Whitney MacMillan (ανιψιός του John Jr), η Cargill είχε ευρύτατη παρουσία στον κόσμο, με δραστηριότητες ακόμα και στις αναπτυσσόμενες χώρες.
Ως το 1988, το εμπορικό χαρτοφυλάκιο της εταιρίας είχε τα πάντα. Πλάι στα σιτηρά, τους σπόρους, τα λάδια και τους μύλους, η Cargill απέδιδε πια χημικά, καφέ, κακάο, βαμβάκι, αυγά, λιπάσματα, χυμούς, αλεύρια, συσκευασμένα κρέατα, φιστίκια, χοιρινά και πουλερικά, λάστιχα, αλάτια, γαλοπούλες, μαλλί, ακόμα και πετρέλαιο, χάλυβα και χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες.
Το 2003 τα κέρδη της ξεπέρασαν για πρώτη φορά το 1 δισ. δολάρια. Όσο για τον ετήσιο τζίρο της, ανερχόταν πια στα 50 δισ. δολάρια.
Το 2008 τα κέρδη ξεπερνούσαν το 1 δισ. δολάρια το τρίμηνο...