Από: edromos.gr - Ρούντι Ρινάλντι
Επομένως το ποιος θα επωφελούνταν από τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τι θα την αντικαθιστούσε στην περιοχή των Βαλκανίων και της Ανατολικής Μεσογείου και πώς θα αντιμετωπίζονταν τα απελευθερωτικά εθνικά κινήματα ήταν ένα πρόβλημα ανταγωνισμών και διενέξεων με αβέβαιη έκβαση. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία διαλύθηκε και αναδύθηκαν νέα εθνικά κράτη στη Βαλκανική – αλλά αυτό έγινε δια της βαλκανοποιήσεως, δηλαδή με τον χωρισμό και τη χάραξη συνόρων υπό όρους που επέβαλαν οι μεγάλες δυνάμεις της εποχής και ο μεταξύ τους ανταγωνισμός. Παρ’ όλες τις ανταλλαγές πληθυσμών έμειναν πολλά εθνικά ζητήματα άλυτα, σημειώθηκαν μεγάλα μεταναστευτικά ρεύματα, η αγροτιά σε ολόκληρη την Βαλκανική δεν έλυσε τα προβλήματά της, τα νέα δεσμά, ιμπεριαλιστικά τώρα, εμπέδωσαν μια δομική καθυστέρηση στην περιοχή και τροφοδότησαν ισχυρά εθνικιστικά ρεύματα.
Πώς οι 5 χώρες έγιναν 13
Η παραπάνω σύντομη ιστορική παρένθεση γίνεται επειδή και σήμερα έχει αναδυθεί ένα ανάλογο φαινόμενο (νέο Ανατολικό Ζήτημα), το οποίο όμως έχει αντίστροφη φορά από το πρωτότυπο. Έχει διάρκεια όχι αιώνων αλλά δεκαετιών (50 σχεδόν χρόνια, που όμως δεν είναι λίγα, αφού ο χρόνος γνωρίζει επιταχύνσεις) και τα ακόλουθα χαρακτηριστικά: 1) την υποχώρηση μιας υπερδύναμης, της ΕΣΣΔ, 2) την αλλαγή του διεθνούς συσχετισμού δυνάμεων στη Βαλκανική, και 3) τη δημιουργία ενός μεγάλου κενού, το οποίο έθρεψε μια μεγάλη κούρσα ευρωπαϊκών και υπερατλαντικών δυνάμεων για να το καλύψουν. Η Γερμανία πρωτοστατούσε, οι ΗΠΑ αποτέλειωναν και καθόριζαν τελικές λύσεις. Έτσι με πολέμους και παρεμβάσεις και επεμβάσεις άλλαξε ο χάρτης της Βαλκανικής, που πλέον αριθμεί 13 χώρες, από 5 που υπήρχαν από τις αρχές του 20ού αιώνα. Βεβαίως από το 5 φθάσαμε στο 13 μέσα από τη διάλυση, δια πολέμων, της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας και τη συντριπτική συρρίκνωση-υποβάθμιση της Σερβίας.
Υπάρχει μια μεγάλη διαφορά με τη πρωτότυπη εκδοχή του Ανατολικού Ζητήματος. Πρόκειται για την παρουσία μιας δύναμης που δεν είχε ανάμιξη στα τοτινά, και αυτή είναι οι ΗΠΑ. Μέχρι το 1989 οι ΗΠΑ έλεγχαν στα Βαλκάνια μόνο τον Νότο, δηλαδή την Ελλάδα και την Τουρκία. Μετά μπορούμε να πούμε ότι είναι –μαζί με τη Γερμανία– οι βασικές δυνάμεις που ελέγχουν τα Βαλκάνια και φιλοδοξούν να παίξουν ηγεμονικό ρόλο επιβάλλοντας τις στρατηγικές τους και χρησιμοποιώντας την περιοχή είτε ως δρόμους ενέργειας, είτε ως στρατιωτικές προγεφυρώσεις και βάσεις για τις πολεμικές εξορμήσεις τους προς Ανατολάς (και ειδικά προς τη Ρωσία). Σήμερα σχεδόν όλες οι χώρες των Βαλκανίων είναι μέλη του ΝΑΤΟ ή χώρες προς ένταξη στην Ε.Ε.
Ένα νέο δεδομένο
Το πιο ειδικό όμως χαρακτηριστικό, αυτό που δίνει αλλιώτικη φορά στο σύγχρονο Ανατολικό Ζήτημα, είναι η ενδυνάμωση και η επέκταση της Τουρκίας – η οποία αποσκοπεί να ξανακερδίσει όσα είχε χάσει από την πρωτότυπη διαδικασία. Κι αυτό συμβαίνει σε μια ειδική στιγμή, όταν ο δυτικός κόσμος παρουσιάζει σημαντική κρίση και υποχώρηση, και οι ΗΠΑ βρίσκονται σε διαδικασίες εσωτερικής αναταραχής και κρίσης προσανατολισμών και στρατηγικής. Οι πόλεμοι που έγιναν στην περιοχή και η αποφασιστική παρέμβαση της πουτινικής Ρωσίας –βλέπε ιδιαίτερα τον πόλεμο στη Συρία– δημιούργησε νέα δεδομένα.
Η αντίστροφη φορά του νέου Ανατολικού Ζητήματος δεν αφορά μόνο την εκφρασμένη με λόγια και έργα επιθετική επεκτατική πολιτική της Τουρκίας, αλλά και τη δηλωμένη και έντονη παρεμβολή των Μεγάλων Δυνάμεων υπέρ της Άγκυρας
Σιγά-σιγά η περιοχή παίρνει τα χαρακτηριστικά που είχε η διεθνής πολιτική τον καιρό των Μεγάλων Δυνάμεων, και έχουν τεθεί επί τάπητος π.χ. συμφωνίες όπως αυτή της Λωζάνης (1923), η οποία είχε διαγράψει το κρατικό και συνοριακό στάτους για έναν περίπου αιώνα. Η Τουρκία έχει καταστεί μεγάλη περιφερειακή δύναμη, ενισχύεται ολοένα περισσότερο, έχει ειδική σχέση με τις Μεγάλες Δυνάμεις, είναι παρούσα –και με στρατιωτικό τρόπο– σε ολόκληρη την περιοχή: Βαλκάνια, Βόρεια Αφρική (και νοτιότερα, στη Σομαλία), Μέση Ανατολή, Αζερμπαϊτζάν και ακόμη παραπέρα, ως το Κιργιστάν.
Η αντίστροφη φορά του νέου Ανατολικού Ζητήματος δεν αφορά μόνο την εκφρασμένη με λόγια και έργα επιθετική επεκτατική πολιτική της Τουρκίας, αλλά και τη δηλωμένη και έντονη παρεμβολή των Μεγάλων Δυνάμεων υπέρ της Άγκυρας, υπέρ μιας σχετικής ενίσχυσής της και σύναψης ειδικών σχέσεων με αυτήν, ως μεγάλης και αναγνωρισμένης δύναμης. Οι σύγχρονες Μεγάλες Δυνάμεις (δηλαδή ΗΠΑ, Γερμανία και Ρωσία), με τον ένα ή τον άλλο τρόπο συγκλίνουν προς μια φιλοτουρκική πολιτική, και προσέχουν πολύ τις σχέσεις τους με την Τουρκία.
Ποιος θα πληρώσει;
Το πραγματικό ερώτημα που τίθεται είναι: τι σημαίνει για τις υπόλοιπες χώρες της περιοχής αυτή η νέα κατάσταση; Δηλαδή τι σημαίνει για την Ελλάδα το ότι η συνθήκη της Λωζάνης αμφισβητείται ανοικτά και επισήμως από την Τουρκία, και άρα διά της ισχύος θα επιβάλει μια άλλη διευθέτηση ή κατάσταση; Τι σημαίνει η προκλητική μη αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας και η παράνομη κατοχή του 40% του νησιού (που έχει γίνει «συνηθισμένη» κατάσταση χωρίς επίσημη αναγνώριση); Τι σημαίνει το ότι ο Ερντογάν παρίσταται ως θριαμβευτής στην πρωτεύουσα του Αζερμπαϊτζάν κατά τη στρατιωτική παρέλαση για τη νίκη επί της Αρμενίας; Τι σημαίνει το ότι κόβει κορδέλες και μπαίνει ως κατακτητής στην Αμμόχωστο; Τι σημαίνει το ότι με ερευνητικά πλοία που συνοδεύονται από πολλά πολεμικά σκάφη κάνει έρευνες εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας; Και τόσα άλλα…
Πέρα από το προφανές, ότι «βρίσκει και τα κάνει», δηλαδή βρίσκει τη συναίνεση των Μεγάλων Δυνάμεων αλλά και την απίστευτη ενδοτικότητα της ελληνικής άρχουσας τάξης, υπάρχει το ερώτημα ποιες δυνάμεις θα αποδυναμωθούν, θα συρρικνωθούν, θα χάσουν την εδαφική τους ακεραιότητα, θα δορυφοροποιηθούν από τον νεο-οθωμανισμό, ή θα φινλανδοποιηθούν από την Τουρκία υπό τον φόβο του πολέμου. Η απάντηση είναι προφανής: πρώτα ο ελληνισμός με τις δύο κρατικές οντότητες, Κύπρο και Ελλάδα, έπειτα η Αρμενία (χριστιανικές ορθόδοξες χώρες), όπως και η Σερβία με μοχλό τον αλβανικό εθνικισμό (που υιοθετείται από την Τουρκία σε μεγάλο βαθμό), και έπεται συνέχεια. Η αναγκαστική συρρίκνωση του ελληνισμού δεν ενοχλεί τους δυτικούς «συμμάχους» αν αυτό τους ωφελεί στις σχέσεις τους με την ενδυναμωμένη Τουρκία κι αν δεν θίγονται τα συνολικά τους συμφέροντα στη «λιγότερη Ελλάδα», αφού θα την έχουν «δεμένη» με τα μνημόνια και τη στρατιωτική τους παρουσία.
Όλως τραγικώς, αυτό που μερικοί ονομάζουν «πονηρία της ιστορίας», μια μικρή Ελλάδα, πρώτα με πολλές γκρίζες ζώνες, με λιμάνια που δεν θα της ανήκουν, με χρέος που δεν θα μπορεί να ξεπληρώσει, με μισό Αιγαίο και μετά χωρισμένη σε ζώνες (Βόρεια Ελλάδα, Νότια Ελλάδα, Δυτική Ελλάδα) που θα είναι ζώνες επιρροής ή απλές περιφέρειες μια ευρωπαϊκής διοίκησης, και με Πρεσβείες και προξενεία που θα είναι έδρες πολιτικής και παρακρατικής εξουσίας, όλα αυτά παραπέμπουν στους σχεδιασμούς των μεγάλων δυνάμεων για το «Ελληνικό Ζήτημα» προ 200 χρόνων. Μικρή Ελλάδα, ως αυτόνομη περιοχή υπό την Πύλη, ανεξάρτητο κράτος αλλά υπό κηδεμονία, και στη συνέχεια βαυαροκρατία, αγγλοκρατία, αμερικανοκρατία, χούντες, μνημόνια, τρόικες… Και τώρα είναι ώρα «μεγάλων αποφάσεων» και υπογραφών, κάτι σαν «εθελούσια έξοδος» από την κρατική οντότητα και υπόσταση που είχε κατοχυρωθεί με αγώνες, αίμα, επαναστάσεις και πολέμους.
***
Μπορεί η επέτειος των 200 χρόνων να συμβάλει σαν μάθημα και σαν πραγματική ιστορία για μια άλλη στάση στο σήμερα; Για τη ματαίωση των σχεδιασμών επεκτατικών και ιμπεριαλιστικών δυνάμεων σε βάρος της χώρας μας, για να υπάρχει Ελλάδα και Ελληνισμός; Ένας νέος πατριωτισμός, δημοκρατικός και βαθύτατα κοινωνικός, είναι άκρως αναγκαίος. Οι στιγμές είναι πράγματι κρίσιμες!