Τυπικά, ο 61ος γύρος των
«διερευνητικών» ολοκληρώθηκε στην Κωνσταντινούπολη και θεωρητικά
τα δυο μέρη οφείλουν να σταθμίσουν τις ιδέες που έχουν κατατεθεί, να σκεφτούν
αρμοδίως για τα ζητήματα που συμπεριελήφθησαν στην συζήτηση και να επανέλθουν. Στην πραγματικότητα ωστόσο, τα σχετιζόμενα με αυτήν την αμφιλεγόμενη
διαδικασία, είναι εντελώς διαφορετικά…dimitrisvetsikas1969 / pixabay
Πριν απ’ όλα γιατί ο ίδιος ο χαρακτήρας αυτών των συναντήσεων, μόνο κατ’ επίφαση είναι διερευνητικός, και μόνο προσχηματικά εκλαμβάνεται ως μια διαδικασία που υποτίθεται ότι διέπεται από κανόνες Δικαίου. Στην ουσία, πρόκειται για μια παρωδία διαλόγου, που σκηνογραφείται σε ένα περιβάλλον πολλαπλών και διαρκών εκβιασμών στο οποίο σύρεται η Ελλάδα, προκειμένου από την μία μεριά να «χτίζονται» προσχήματα μέσα από τα οποία εξωραΐζεται και εν τέλει αποκτά επίφαση νομιμότητας ο Τουρκικός αναθεωρητισμός και από την άλλη διασφαλίζονται άλλοθι στην λογική των οποίων απενοχοποιούνται οι αλλεπάλληλες υπαχαχωρήσεις του Ελληνικού πολιτικού προσωπικού, έναντι των Τουρκικών αναθεωρητικών διεκδικήσεων.
Δεύτερον διότι είναι απολύτως ψευδής ο ισχυρισμός ότι δήθεν σε αυτές τις συναντήσεις ανταλλάσσονται μόνο απόψεις και διερευνώνται μόνο προθέσεις και ότι δήθεν δεν λαμβάνονται αποφάσεις για τα κρίσιμα ζητήματα. Στο περιθώριο αυτών των διερευνητικών, συνυπάρχουν πολιτικές και στρατιωτικές διαβουλεύσεις οι οποίες καταλήγουν σε ΜΟΕ τα οποία κατ’ αποκλειστικότητα «κλειδώνουν» σταδιακά αλλά σταθερά συγκεκριμένα σημεία από το συνολικό πακέτο των Τουρκικών απαιτήσεων. Είναι άλλωστε χαρακτηριστικές οι δηλώσεις Καλίν, ο οποίος πριν από την έναρξη του 61ου γύρου έσπευσε να ξεκαθαρίσει σε όλους τους τόνους ότι...
«Οι διερευνητικές συνομιλίες θα συνεχίσουν από εκεί που έμειναν» και πως «θα υπάρξουν άλλες δύο παράλληλες διαδικασίες διαπραγματεύσεων, μία σε πολιτικό επίπεδο και μία σε στρατιωτικό».Τρίτον γιατί η ίδια η διαδικασία των διερευνητικών, δημιουργεί και αναπαράγει ένα ιδιαίτερα τοξικό περιβάλλον που επιδρά εκφυλιστικά στο σύνολο της κρίσιμης εθνικής ατζέντας και αυτό για τρείς λόγους:
- Α. Σε ότι αφορά στην ουσία του, αυτό το περιβάλλον λειτουργεί ως προθάλαμος προσαρμογής της Εξωτερικής πολιτικής στις λογικές που υπαγορεύονται έξωθεν, και διαμόρφωσής της με τρόπο απολύτως εξωθεσμικό και κατά κανόνα ευρισκόμενο σε απόλυτη αντίθεση με την ανάγκη της συστηματικής και αδιαπραγμάτευτης προώθησης των εθνικών μας προτεραιοτήτων.
- Β. Η μεθοδολογική του διαχείριση, λειτουργεί στην πράξη ως θερμοκοιτίδα που αναπαράγει μια επικίνδυνα νοσηρή σχέση της πολιτικής εξουσίας με την Ελληνική κοινωνία, η οποία οικοδομείται με ψευδείς ισχυρισμούς, με πρακτικές περιφρόνησης των θεσμών και με συνενοχή στην δημιουργία μη αναστρέψιμων τετελεσμένων.
- Γ. Η ίδια η ύπαρξή του, ανατροφοδοτεί και διευρύνει ένα καθεστώς εκβιαστικού παρεμβατισμού που αναγορεύει τους «συμμάχους» σε επικυρίαρχους και τους εκχωρεί πρακτικά το δικαίωμα μέσα από πιέσεις, πισώπλατα μαχαιρώματα, ανεπίτρεπτους εκβιασμούς αλλά και αυθαίρετες πατερναλιστικές παρεμβάσεις, να αποφαίνονται και να διεκδικούν ρόλο τελικού ρυθμιστή σε ζητήματα που σχετίζονται με τον σκληρό πυρήνα της εθνικής κυριαρχίας και της άσκησης των εθνικών κυριαρχικών μας δικαιωμάτων, με πρόσχημα της «συμμαχική» τάξη και την διασφάλιση της «συμμαχικής» συνοχής.
Τέταρτον γιατί αυτή η διαδικασία, εκτός από τοξική είναι ταυτόχρονα και πολλαπλά επικίνδυνη, αφού είναι μεταξύ όλων των άλλων και απροκάλυπτα ετεροβαρής σε βάρος της χώρας μας. Όχι μονάχα γιατί αυτό επιδιώκουν οι ισχυροί μας «σύμμαχοι» που σπρώχνουν την πατρίδα μας σε κίβδηλες διαδικασίες εθνικού αυτοχειριασμού, αλλά και διότι οι ίδιοι οι πολιτικοί της διαχειριστές που συναινούν σε μια τέτοια εξέλιξη, φροντίζουν να μην διαθέτουν στο διαπραγματευτικό οπλοστάσιό τους, τίποτε που να είναι ικανό να αντιπαρατεθεί και να αντισταθμίσει με τρόπο ουσιαστικό την ακατάσχετη τουρκική απαιτητικότητα.
Η Ελλάδα προσέρχεται σε διερευνητικές, χωρίς στόχους.
Προσέρχεται χωρίς συγκεκριμένα αιτήματα. Προσέρχεται έχοντας αποδεχτεί προκαταβολικά, ότι το μοναδικό που δικαιούται να διαπραγματεύεται, είναι το εύρος των εκπτώσεων που θα κάνει στην άσκηση της κυριαρχίας της και των κυριαρχικών της δικαιωμάτων. Προσέρχεται έχοντας αποδεχτεί προκαταβολικά ότι συζητά για διμερείς διαφορές που οριοθετούνται αποκλειστικά και μόνο εντός των Ελληνικών συνόρων. Για την Ελλάδα, η Τουρκική επικράτεια εκλαμβάνεται ως ιερό θέσφατο με το οποίο τα πάντα βαίνουν καλώς και οτιδήποτε μένει να ρυθμιστεί αφορά στην Ελληνική Επικράτεια.
Η Ελλάδα με δύο λόγια, έχοντας εγκλωβιστεί σε μια καθ’ όλα παραγωγική για την Τουρκική εξωτερική πολιτική διαδικασία, έχει αποδεχτεί ότι ο ζωτικός της χώρος τελεί υπό καθεστώς γενικευμένης αμφισβήτησης και εν δυνάμει αποσταθεροποίησης, και ταυτόχρονα διαμηνύει στους πάντες ότι η Τουρκία είναι ένας υποδειγματικός γείτονας που έχει ρυθμίσει πλήρως και με απόλυτο σεβασμό στις συνθήκες και στο Διεθνές Δίκαιο τα του Οίκου της, και ταυτόχρονα επιδεικνύει μεγαλοψυχία συνομιλώντας με τους γείτονές της προκειμένου να αναζητήσει το δίκιο της εκεί που θεωρεί ότι την αδικούν.
Η Ελλάδα επομένως συμμετέχει σε αυτήν την φαιδρή διαδικασία που την καθιστά σταθερά απολογούμενη και την επιφορτίζει με την υποχρέωση να βρει λύσεις που να ικανοποιούν την Τουρκική απαιτητικότητα.
Αυτή είναι κύριοι η πεμπτουσία των διερευνητικών επαφών και μην έχετε καμία απολύτως αμφιβολία περί του αντιθέτου.
Η πραγματική θέση της χώρας έχει επιδεινωθεί δραματικά…
Και αυτό φυσικά εκφράζεται και από την συντονισμένη προσπάθεια όλων, να εγκλωβιστούν στην παρούσα ιστορική συγκυρία ΚΑΙ η Ελλάδα αλλά ΚΑΙ η Κύπρος (δηλαδή σύμπας ο Ελληνισμός) σε νέα στραγγαλιστικά αδιέξοδα.
Από την άποψη αυτή, ο 61ος γύρος των διερευνητικών που μόλις ολοκληρώθηκε και η πενταμερής που προετοιμάζεται πυρετωδώς με πρωτοβουλία του ΟΗΕ και με εμφανή πλέον την πρόθεση να κατακρεουργηθεί η Κύπρος, δεν συνιστούν αυτοτελείς διπλωματικές πρωτοβουλίες, αλλά μια ενιαία και αδιαίρετη διαδικασία που στοχοποιεί αμετάκλητα τον Ελληνισμό. Τόσο οι διμερείς διαβουλεύσεις του 61ου γύρου, όσο και η εκβιαστική ατζέντα της πενταμερούς, δεν διαθέτουν κανένα απολύτως Εθνικό στίγμα. Έχουν υπαγορευμένο διακύβευμα… Έχουν καταφανή σκοπιμότητα την οποία βεβαίως δεν έκρυψαν οι ενορχηστρωτές… Και φυσικά διέπονται από ασφυκτικά χρονοδιαγράμματα που πιέζουν για άμεσες «λύσεις», με συγκεκριμένη ταυτότητα και φυσιογνωμία.
Έτσι, ο βεβιασμένος, χωρίς κανόνες και προαπαιτούμενα Ελληνοτουρκικός διάλογος που βρίσκεται σε εξέλιξη, έχει ήδη ακυρώσει πλήρως την εθνική ατζέντα σε Ελλάδα και Κύπρο. Η Ελλάδα συζητά έχοντας ουσιαστικά αποδεχτεί τον γεωπολιτικό της ακρωτηριασμό και την περιστολή της κυριαρχίας της και η Κύπρος συζητά τους όρους της ουσιαστικής και τυπικής αυτοκατάργησής της.
Η εξέλιξη αυτή προφανώς «ακουμπάει» σε ολιγωρίες, αμέλειες και αλλεπάλληλα λάθη δεκαετιών ανοχής, που συσσώρευσαν τετελεσμένα και προικοδότησαν την Τουρκική Εξωτερική πολιτική με σημαντικά διαχειριστικά πλεονεκτήματα. Στην παρούσα ιστορική συγκυρία ωστόσο, αυτή η εξέλιξη δεν ήταν αναπότρεπτη. Το συγκριτικό πλεονέκτημα το είχε η Ελλάδα, και η υπεροχή του θεμελιώνεται σε μια σειρά παραμέτρους τις οποίες ο επιτελικός σχεδιασμός της πατρίδας μας απέφυγε συστηματικά και με τρόπο προκλητικό να αξιοποιήσει.
Η Τουρκία, παρά τις κινήσεις εντυπωσιασμού, παραμένει επιχειρησιακά λαβωμένη μετά τον ιδιότυπο κανιβαλισμό που εγκαινίασε ο Ερντογάν με αφορμή το αποτυχημένο ψευδοπραξικόπημα του 2016 και ο οποίος κατάφερε συντριπτικά πλήγματα, ακόμη και στις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις.
Η θέση της στις παραδοσιακές «συμμαχικές» δομές, παρά τις επιδιώξεις των Γερμανών και την αναποφασιστικότητα των Αμερικανών, παραμένει εξαιρετικά ασαφής και το ειδικό βάρος που θα μπορούσε να της ανατεθεί στο πλαίσιο των σχεδιασμών της επόμενης μέρας, έχει απροσδιόριστο πρόσημο.
Η Ελλάδα, για πρώτη φορά βρέθηκε να περπατά στο ίδιο πεζοδρόμιο με πολύ σημαντικές προκλήσεις, που θα της επέτρεπαν να επαναπροσδιορίσει την στρατηγική της περπατησιά και να διαχειριστεί με σχετική αυτοτέλεια τις στρατηγικές της συμμαχίες. Κρίσιμα γεωπολιτικά μεγέθη όπως αυτά της Γαλλίας, της Αιγύπτου, του Ισραήλ, της Ινδίας, θα μπορούσαν, με συνεκτικό ιστό ένα ευρύτερο γεωπολιτικό όραμα που θα εξέπεμπε η χώρα μας, να αποτελέσουν έναν δυναμικά εξελισσόμενο δευτερογενή πόλο, ικανό να διεκδικήσει αυξημένο ρόλο στην αρχιτεκτονική τριών Ηπείρων και στην νέα ισορροπία ισχύος που τελεί υπό διαμόρφωση.
Η Ελλάδα επίσης, βρέθηκε για πρώτη φορά στην προνομιακή θέση (την οποία δυστυχώς απεμπόλησε) και η οποία της επέτρεπε να απαιτήσει και τελικά να πάρει την μεγάλη ρεβάνς από την Ευρώπη που την οδήγησε στην μνημονιακή ταπείνωση κατά την διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας.
Με δυο λόγια, η πολιτική τάξη αλλά και η στρατηγική σκέψη στην χώρα μας, αντί να σταθμίσουν με ρεαλισμό και αυτοπεποίθηση, το timing, την διαφαινόμενη δυναμική για ευρύτερες στρατηγικές διαφοροποιήσεις, την κρισιμότητα του συγκεκριμένου σημείου καμπής που θα μπορούσε να ακυρώσει στην πράξη συσσωρευμένα λάθη από την ανοχή δεκαετιών, τα μετέωρα βήματα της Τουρκικής Διπλωματίας, τους απολύτως προβλέψιμους Ευρωπαϊκούς χειρισμούς και να σχεδιάσουν μια επιθετική τακτική διαχείριση με στρατηγικό αποτύπωμα και φιλόδοξο περιφερειακό όραμα ικανό να συμπαρασύρει τις νεοαναδυόμενες συμμαχίες, προτίμησαν και αυτήν την φορά, η μεν πολιτική τάξη να βαλτώσει και πάλι στα γνωστά αδιέξοδα του παρασιτικού προστατευτισμού, η δε συμβιβασμένη στρατηγική σκέψη, να προτείνει καθολικό συμβιβασμό στο Αιγαίο και αποδοχή του Αττίλα αλλά και της λογικής της αυτοκατάργησης της Κυπριακής Δημοκρατίας, προσβλέποντας σε ένα καινούριο, φιλειρηνικό restart με μπόλικη ενεργειακή μπίζνα.
Πρόκειται για όλους αυτούς που τελικά δεν κατάλαβαν ότι η «Γαλάζια Πατρίδα» δεν είναι επικοινωνιακό πυροτέχνημα αλλά ευρύτερη γεωστρατηγική φιλοδοξία μακράς πνοής, που σχεδιάστηκε για να καταστήσει βιώσιμη την νεο-οθωμανική στρατηγική του 21ου αιώνα.
Είναι οι ίδιοι που δυστυχώς επιμένουν να μην αντιλαμβάνονται, ότι το νεο-οθωμανικό γεωστρατηγικό imperioum, δεν εξαντλείται στα οικονομικά αποκρυσταλλώματα από την συμμετοχή στο ενεργειακό πρότζεκτ. Η Τουρκική εξωτερική πολιτική, αξιοποιεί και επικαλείται την ενεργειακή πρόκληση για να προσδώσει «δίκαιο» και νομιμοφάνεια στις απαιτήσεις της, διασφαλίζοντας την ανοχή και την συμπαράσταση των κοντόφθαλμων Ευρωπαίων του στείρου Οικονομισμού. Αλλά την ίδια στιγμή, έχει απόλυτη επίγνωση πως οι ευρύτερες περιφερειακές της φιλοδοξίες, προϋποθέτουν πραγματικές ανατροπές στο γεωπολιτικό αποτύπωμα. Αυτός είναι και ο λόγος που αυτές οι φιλοδοξίες, ΔΕΝ τιθασεύονται με κανενός είδους γενναιόδωρο οικονομικό αλισβερίσι.
Επίλογος…
Έτσι… Το επικίνδυνο μείγμα του δουλοπρεπούς πολιτικού συμβιβασμού από την μιά και της καραμπινάτης στρατηγικής ανεπάρκειας από την άλλη, έκανε και πάλι το θαύμα του.
- Προσέφερε στην Τουρκία την ευκαιρία που χρειαζόταν για να διορθώσει την τακτική της ατσαλιά προκειμένου να παγιδεύσει και πάλι τους αφελείς στις διαχρονικές τους αυταπάτες...
- Προσέφερε στην Ευρώπη χρόνο και άλλοθι για να επενδύσει και πάλι στην τακτική της πολιτικής μαλαγανιάς, με το βλέμμα στραμμένο στην συμβολή που μπορεί να έχει η Τουρκία στην καλή εικόνα των τραπεζικών και βιομηχανικών λογιστικών καρτελών…
- Προσέφερε στους Αμερικανούς, περισσότερες εναλλακτικές αλλά και χρόνο πολύτιμο προκειμένου να αναζητήσουν ένα διαφορετικό μείγμα στρατηγικών ισορροπιών που θα διατηρήσει ζωντανή την δυνατότητά τους να πειραματιστούν με πρωτογενές υλικό στην Μεσανατολική γεωπολιτική σκακιέρα…
- Ανέκοψε την δυναμική της στρατηγικής κινητικότητας που θα μπορούσε, με επίκεντρο την Ελλάδα, να διεμβολίσει τα παραδοσιακά μοντέλα δομημένης εξάρτησης και να τροφοδοτήσει μια εντελώς διαφορετική περιφερειακή διεργασία. Και εν τέλει…
Καθήλωσε και πάλι την χώρα μας, στην παραλυτική διαδικασία των διερευνητικών, αποτρέποντάς την από την υποχρέωση να αμφισβητήσει εμπράκτως τον ευρωπαϊκό ρυθμιστικό ρόλο στις υποθέσεις της.
Και προφανώς δεν είναι διόλου τυχαίο το γεγονός, ότι υπάρχουν πολιτικοί (βλ. Σαμαράς) που αν και είναι ιστορικά απολύτως ταυτισμένοι με το σύστημα και τους μηχανισμούς του, εν τούτοις διαβλέπουν με τρόμο ίσως αυτό που έρχεται και σπεύδουν να διαχωρίσουν την θέση τους από αυτούς τους ανεύθυνους και επικίνδυνους χειρισμούς.
Φυσικά η επικοινωνιακή αποστασιοποίηση από τα τεκταινόμενα δεν αρκεί. Δεν σημαίνει τίποτε η οργή στελεχών της ΝΔ που δηλώνουν ότι δήθεν δεν αντιλαμβάνονται τον λόγο για τον οποίο η κυβέρνηση σύρεται σε διάλογο οπερέτα με την Τουρκία. Ψεύδονται. Γνωρίζουν καλά τι απαιτούν οι "σύμμαχοι" από μια κυβέρνηση πρόθυμη να ενδώσει στα πάντα. Γνωρίζουν και οφείλουν να μιλήσουν καθαρά και να καταγγείλουν ευθέως το επικίνδυνο σχέδιο που βρίσκεται σε εξέλιξη και το οποίο θα έχει βαρύτατο κόστος για τον Ελληνισμό.