Ως το 1300 π.Χ. περίπου οι Μυκηναίοι είχαν κατορθώσει να δημιουργήσουν μια αυτοκρατορία, έχοντας υπό τον έλεγχο τους το εμπόριο της Μεσογείου. Τότε όμως (γύρω στο 1274 π.Χ.) συνέβη ένα κοσμοϊστορικής σημασίας γεγονός, η μάχη του Καντές. Στην μάχη αυτή συγκρούστηκαν Αιγύπτιοι και Χετταίοι. Η μάχη έληξε τελικά μάλλον ισόπαλη, με πολλές απώλειες και για τους δύο αντιμαχόμενους. Τακτικά επικράτησαν οι Χετταίοι, αλλά στρατηγικά νικητές ήσαν οι Αιγύπτιοι, οι οποίοι κατόρθωσαν να σταματήσουν την χιττιτική επέκταση στην Συρία.
Από: history-point.gr
Την ίδια ώρα η αποτυχία άρχισε να προκαλεί τριγμούς στην πολυεθνική Χιττιτική Αυτοκρατορία. Το χιττιτικό κράτος περιορίστηκε σταδιακά στα κεντρικά υψίπεδα της Μικράς Ασίας και της Αρμενίας, ώσπου υπέκυψε εντελώς στους Ασσύριους, μερικούς αιώνες αργότερα. Στο δυτικό άκρο της Μικράς Ασίας δημιουργήθηκαν δύο κρατικά μορφώματα, αυτό της Ασσούβα (Αssuwa) στον Βορρά και αυτό της Αρζάβα (Αrzawa) στον Νότο. Έχοντας ξεφύγει από την «κηδεμονία» των Χετταίων, τα δύο αυτά κράτη ή συνομοσπονδίες κρατών, αναπτύχθηκαν και εξελίχθηκαν σε ισχυρές ναυτικές δυνάμεις στον χώρο της Ανατολικής Μεσογείου, αμφισβητώντας τα πρωτεία των Αχαιών στο Αιγαίου.
Σταδιακά το βόρειο κράτος της Ασσούβα κατέστη το κέντρο της δυτικής μικρασιατικής συνομοσπονδίας. Πρωτεύουσα της δε αναγνωρίστηκε Τροία, το ομηρικό Ίλιον. Από τη θέση της η Τροία ήλεγχε μερικούς από τους σημαντικότερους εμπορικούς δρόμους της εποχής, με αποτέλεσμα γρήγορα να μεταβλήθηκε σε ισχυρή μητρόπολη των Ελλήνων της Μικράς Ασίας. Σταδιακά η επιρροή της επεκτάθηκε και στην ευρωπαϊκή ακτή. Οι Κίκονες και οι Παίονες – θρακικά φύλα – εμφανίζονται στα Έπη ως σύμμαχοι των Τρώων.
Ο Ηρόδοτος μάλιστα στο Ζ βιβλίο του αναφέρει, συγκρίνοντας την εκστρατεία του Ξέρξη με αντίστοιχη των Τρώων, ότι οι τελευταίοι όχι μόνο είχαν επεκτείνει την επιρροή τους στην Ευρώπη, αλλά είχαν θέσει υπό τον έλεγχο τους και ολόκληρη τη Θράκη και τη Μακεδονία και είχαν φθάσει ως το Ιόνιο Πέλαγος. Με τον τρόπο αυτό οι Αχαιοί αποκλείονταν ακόμα και από τους χερσαίους εμπορικούς δρόμους προς Βορρά και απειλούντο με οικονομική ασφυξία. Εύκολα γίνεται αντιληπτό πως μια τέτοια κατάσταση δεν ήταν δυνατό να γίνει ανεκτή από την ισχυρή Μυκηναϊκή Αυτοκρατορία. Οι Μυκηναίοι άνακτες – τοπάρχες στην πραγματικότητα – στάθηκαν στο πλευρό του αυτοκράτορα Αγαμέμνονα και επετέθησαν κατά των ομοφύλων τους. Ένας από τους μεγαλύτερους και πλέον αιματηρούς εμφυλίους πολέμους μόλις άρχιζε.
Οι Μυκήνες και η Τροία, οι δύο μεγάλες αντίπαλες πόλεις, ως άλλη Αθήνα και Σπάρτη, έζησαν βίους παράλληλους. Και οι δύο για ένα διάστημα θεωρούνται τόποι μυθολογικοί, υπαρκτοί μόνο στη φαντασία του Ομήρου. Η επιμονή ορισμένων ρομαντικών όμως τις έφερε και πάλι στο φως, τις ανέστησε στο μεγάλο βιβλίο της Ιστορίας. Οι δύο πόλεις κτίστηκαν περίπου την ίδια εποχή, με την Τροία να εμφανίζεται λίγο γηραιότερη. Η Τροία σύμφωνα με τον διάσημο αρχαιολόγο Μπλέγκεν ιδρύθηκε το 3200 π.Χ. Όλα δε τα αρχαιολογικά τεκμήρια συντείνουν στην αποδοχή της άποψης ότι ιδρύθηκε από Λήμνιους αποίκους, από την περίφημη Πολιόχνη. Αντίστοιχα οι Μυκήνες, τα ίχνη της πρώτης κατοίκησης στις οποίες χρονολογούντο γύρω στο 3000 π.Χ.
Αποκρυπτοφραφώντας τον θρύλο
Ύστερα από την αρπαγή της Ελένης από τον Πάρι, η οποία προφανώς φανερώνει την διενέργεια ναυτικής επιδρομής των Τρώων κατά της Λακωνίας και τα γνωστά επεισόδια που ακολούθησαν, οι Αχαιοί εκστράτευσαν κατά της Τροίας. Συγκέντρωσαν τον στόλο και τον στρατό τους στην Αυλίδα, απέναντι από την Εύβοια και από εκεί κίνησαν για το κάστρο του Πριάμου. Ο μύθος δεν αναφέρει τίποτα για τον πλου, εκτός του επεισοδίου του Φιλοκτήτη. Κατόπιν οι Αχαιοί έφτασαν στις τρωικές ακτές και με πρώτο τον Πρωτεσίλαο (τον πρώτο του «λαού», δηλαδή του στρατού;), αποβιβάστηκαν στην ακτή. Σύμφωνα με την προφητεία ο πρώτος Αχαιός που θα πατούσε στην Τρωάδα θα έπεφτε νεκρός.
Ο Πρωτεσίλαος γνώριζε την προφητεία, αλλά παρόλα αυτά αποβιβάστηκε πρώτος και σκοτώθηκε πρώτος, από τους Τρώες, οι οποίοι ανέμεναν τους Αχαιούς, ειδοποιημένοι από τα φυλάκια τους στα γύρω όρη. Αυτά ακριβώς αναφέρονται στα προ της Ιλιάδας Κύπρια Έπη. Όλα τα παραπάνω όμως δεν αποτελούν παρά «λυρική» απόδοση της πραγματικότητος. Η αρπαγή της Ελένης σίγουρα υποδηλώνει τη διενέργεια ναυτικής επιδρομής των Τρώων κατά της νοτίου Ελλάδος, στα πλαίσια ενός γενικευμένου πολέμου, ο όποιος διεξάγονταν ήδη ή απλώς τη διενέργεια μιας πειρατικής επιδρομής η οποία όμως αποτέλεσε την αφορμή, την σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι της οργής των Αχαιών.
Ο Ηρόδοτος στο Ζ βιβλίο του, συγκρίνει την εκστρατεία του Ξέρξη με μια αντίστοιχη των Τρώων, οι όποιοι έφτασαν να ελέγχουν όλη τη Θράκη, τη Μακεδονία και ίσως και το βόρειο και κεντρικό Αιγαίο. Οι οικονομικ ασφυκτιούντες Αχαιοί, θα πρέπει να θεωρείτε δεδομένο ότι αντέδρασαν στην εξάπλωση αυτή των οικονομικών εχθρών τους – όλοι οι πόλεμοι άλλωστε κρύβουν πίσω τους και ένα οικονομικό κίνητρο. Οι πρώτες μάχες του, ακήρυκτου ίσως έως τότε, πολέμου σίγουρα δόθηκαν στη θάλασσα.
Δεν θα μπορούσε να συμβεί διαφορετικά, αφού και οι δύο αντίπαλοι συνασπισμοί διέθεταν ισχυρό ναυτικό. Οι Τρώες, σε αυτή την προπαρασκευαστική φάση, μάλλον θα επιχειρούσαν να αποκλείσουν τους αντιπάλους τους στην ηπειρωτική Ελλάδα, ενώ οι Αχαιοί με τη σειρά τους θα επιχειρούσαν να διασπάσουν τον αποκλεισμό, να συγκρουστούν κατά θάλασσα με τους αντιπάλους τους και να εκμεταλλευθούν ενδεχόμενη νίκη τους περιορίζοντας τους Τρώες στην Μικρασιατική χερσόνησο και μεταφέροντας τον πόλεμο στην «έδρα» του αντιπάλου.
Οι Μυκηναίοι φαίνεται ότι πράγματι εξήλθαν νικητές από τις ναυτικές συγκρούσεις και ότι κατόρθωσαν να ανακτήσουν τον επιχειρησιακό έλεγχο του Αιγαίου, αλλά όχι και των στενών του Ελλησπόντου. Τόσο η Άβυδος, όσο και η Σηστός, αποτέλεσαν, βάση των αρχαίων πηγών, ανεφοδιαστικά κέντρα των δυνάμεων της Τροίας, μέσω των οποίων έφταναν στην πόλι εφόδια αλλά και ενισχύσεις – θρακικά συμμαχικά αποσπάσματα.
Το παραπάνω συμπέρασμα εξάγεται, με σχετική πάντα ασφάλεια, εκ του γεγονότος ότι οι Τρώες αν και φέρονται να διαθέτουν ισχυρό ναυτικό, εντούτοις δεν έπραξαν το παραμικρό για να αναχαιτίσουν την αχαϊκή αρμάδα έξω από τα παράλια τους. Ακόμα και ο αρχιναυπηγός τους, ο Φέρεκλος, εμφανίζεται στην Ιλιάδα να πολεμά και να πέφτει ως απλός πεζός. Αλλά και ο Έκτωρ εμφανίζεται από τον Όμηρο, σε αρκετά χωρία του Έπους, να αναπολεί τις παλαιές καλές εποχές που τα τρωικά πλοία διέχιζαν τις θάλασσες.
«…Ε λοιπόν τέτοιος είσαι, με παντοπόρες νήες πως στον πόντο έπλευσες εταίρους πιστούς μαζεύοντας, και σμίγοντας με αλλοδαπούς γυναίκα ευειδή μετέφερες από μακρινή γη, νύφη ανδρών αιχμομάχων…» (Γ 46-49, μτφ Κ.Δούκας). Επίσης ενδεικτικό της πολιορκίας είναι και το απόσπασμα όπου ο Έκτωρ παραπονήται για την παράταση του πολέμου, που είχε ως αποτέλεσμα να την πώληση πολυτίμων αντικειμένων: «Γιατί πριν του Πριάμου την πόλιν οι θνητοί άνθρωποι πάντες πολύχρυση και πολύχαλκη την απεκάλουν. Τώρα απωλέσθησαν από τους δόμους κειμήλια καλά, πολλά δε στην Φρυγία και την ωραία Μαιονία επήγαν πουλημένα…» (Σ 288-292, μτφ. Κ.Δούκας)
Αυτά αναφωνεί ο μέγας Έκτωρ, προς τον δειλό αδερφό του Πάρι, όταν ο τελευταίος φοβήθηκε να αντιμετωπίσει τον Μενέλαο και στον Πολυδάμαντα. Οι Τρώες λοιπόν δεν επιχείρησαν να αναχαιτίσουν την αχαϊκή αρμάδα γιατί κατά πάσα πιθανότητα ο στόλος τους είχε καταστραφεί πριν. Εντύπωση επίσης προκαλεί το γεγονός ότι ούτε στον Κατάλογο των Πλοίων, ούτε πουθενά αλλού, δεν αναφέρονται αποσπάσματα από τις Κυκλάδες ή τις λοιπές νήσους του Αιγαίου – πλην της Κρήτης και των Δωδεκανήσων. Το στοιχείο αυτό οδηγεί σε δύο πιθανά συμπεράσματα.
Είτε ότι τα νησιά του Αιγαίου είχαν συνταχθεί με τους Τρώωες και οι στρατοί και οι στόλοι τους καταστράφηκαν από τους Αχαιούς, πριν την εισβολή τους στην Τρωάδα, είτε ότι, μερικές τουλάχιστον από τις νήσους αυτές, βρίσκονταν υπό τον έλεγχο της Κρήτης, ή άλλων Αχαιών ανάκτων. Το γεγονός ότι προηγήθηκαν επιχειρήσεις, ακόμα και στη Μικρά Ασία, της αποβάσεως στην Τρωάδα, είναι πλέον ξεκάθαρο. Τόσο τα Κύπρια Έπη, όσο και χωρία της Ιλιάδας, κάνουν λόγο για αυτές. Εκεί αναφέρεται η εκστρατεία των Αχαιών στην Τευθρανία (Μυσία), πριν τα τρωικά, αλλά και η αναφορά του Αχιλλέως στα προ της εκστρατείας γεγονότα – «Με τα καράβια κάστρα δώδεκα πάτησα ατός μου, κι έντεκα λέω πεζός, διαβαίνοντας στην καρπερή Τρωάδα» (Ζ 328-329 μτφ. Καζαντζάκης – Κακριδής).
Άλλα χωρία των επών κάνουν λόγο για την κατάληψη της Λήμνου, της Τενέδου και της Ίμβρου από τους Αχαιούς. Στην Τένεδο δαγκώθηκε από φίδι ο Φιλοκτήτης και στη Λήμνο, προκεχωρημένη επιμελητειακή βάση των Αχαιών, εγκαταλείφθηκε. Στην Τένεδο επίσης καλύφθηκε ο μυκηναϊκός στόλος μετά την προσποιητή του αναχώρηση από την Τροία. Η Λέσβος επίσης κατελήφθη από τους Αχαιούς πριν την απόβαση στην Τρωάδα. Αυτό επιβεβαιώνεται από ένα ακόμα χωρίο της Ιλιάδος, όπου ο Αγαμέμνων προσέφερε στον Αχιλλέα «επτά όμορφες αιχμάλωτες Λεσβίδες» (Ι 128-130). Μετά την ανάκτηση της ναυτικής κυριαρχίας στο Αιγαίο, οι Αχαιοί, είχαν αρκετό χρόνο στη διάθεση τους για να προπαρασκευαστούν και να κινήσουν για την Τροία. Οι Τρώες με τον στόλο τους κατεστραμμένο δεν ήταν σε θέση παρά να τους αναμένουν.