Τις τελευταίες ημέρες έχει ανοίξει – εκ νέου – συζήτηση γύρω από το ενδεχόμενο απόκτησης επιπλέον αεροσκαφών RAFALE ή ακόμη κι F-35 για να ολοκληρωθεί ο αριθμός των 40 νέου τύπου μαχητικών που έχει καταρτίσει ως σχέδιο η ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων, βάσει των αναγκών που έχει υπολογίσει για τα επόμενα χρόνια.
Από: enikos.gr - Του Χρήστου Μαζανίτη
Ήταν ο υπουργός Εθνικής Άμυνας, Νίκος Παναγιωτόπουλος, που στις 13 Ιανουαρίου ανέφερε για πρώτη φορά ότι η Ελλάδα θα προμηθευτεί 40 μαχητικά έως το 2025. Έσπευσε, βέβαια, μετά στις 14 Ιανουαρίου να διευκρινίσει ότι επρόκειτο για «παρανόηση» εξηγώντας ότι δεν είπε ακριβώς αυτό, άλλα «ότι στα πλαίσια τόσο της ισχύουσας όσο και της υπό έγκριση δομής δυνάμεων, προβλέπεται μεταξύ άλλων και η πρόσθεση 40 καινούργιων μαχητικών αεροσκαφών, για να καλυφθούν οι ανάγκες. Στο πλαίσιο αυτής της προβλεπόμενης πρόσθεσης εντάσσεται και αυτή η προμήθεια των 18 Rafale. Δεν έχουμε συμφωνήσει, όμως, με καμία χώρα, με καμία εταιρεία, να αποκτήσουμε 40 καινούργια μαχητικά αεροσκάφη» και πρόσθεσε πως κάνει αυτή την αποσαφήνιση για να μην υπάρχουν «παράπονα από το Πολεμικό Ναυτικό.
Στην τηλεοπτική του συνέντευξη, προ ολίγων ημερών, ερωτηθείς για το ενδεχόμενο προμήθειας νέων μαχητικών αντί πλοίων ενδιάμεσης λύσης, ο υπουργός ανέφερε ότι «το μεγάλο σχέδιο της λεγόμενης «Δομής Δυνάμεων» προβλέπει ότι σε βάθος χρόνου θα αποκτηθούν 40 καινούργια μαχητικά αεροσκάφη. Πήραμε τα 18 “Rafale”. Το τι θα κάνουμε από δω και πέρα, προφανώς μπορούμε να πάρουμε κι άλλα, αλλά θα εξαρτηθεί από αυτό που θα μας πει η Πολεμική Αεροπορία, το Επιτελείο. Τις εισηγήσεις των ειδικών ακούμε κι αυτές προσπαθούμε να υλοποιήσουμε ούτως ή άλλως ως Πολιτική Ηγεσία».
Για να συμπληρώσει «Αργά ή γρήγορα, θα μπει στο τραπέζι και η αγορά των F-35. Δεν είναι της παρούσης αλλά αργά γρήγορα θα πάμε στο αεροσκάφος της πέμπτης γενιάς. Το βασικό αεροσκάφος πέμπτης γενιάς σε επίπεδο ΝΑΤΟ αυτή τη στιγμή είναι το F-35. Μπορεί να προκύψει θέμα και για περισσότερα “Rafale”, ασφαλώς».
Σύμφωνα με διασταυρωμένες πληροφορίες του enikos.gr και μετά από αυτές τις δηλώσεις Παναγιωτόπουλου υπήρξαν «γκρίνιες» κυρίως από ναυτικούς κύκλους, αφού υποτίθεται ότι πλέον ύψιστη προτεραιότητα για το 2021 αποτελεί η ενίσχυση του Στόλου με νέα Πλοία και η άμεση αντικατάσταση ορισμένων παλιών μονάδων. Και πάλι οι εξηγήσεις αποδόθηκαν στην «παρανόηση» των λεγομένων.
Ποιος, όμως, αποφασίζει για τα εξοπλιστικά προγράμματα της χώρας; Εν συντομία, λοιπόν, θα παραθέσουμε την διαδικασία, όπως αυτή περιγράφεται στη Νομοθεσία και στα θεσμικά κείμενα.
Ο Αρχηγός ΓΕΕΘΑ είναι ο μόνος Διακλαδικός Διοικητής στην Ελλάδα. Για να το εξηγήσουμε, αυτό σημαίνει ότι εκτός από Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας είναι και Αρχηγός Διοικητής των Ενόπλων Δυνάμεων. Ο Αρχηγός, βάσει του προϋπολογισμού που εγκρίνει η εκάστοτε Κυβέρνηση για εξοπλιστικά κι αναπτυξιακά προγράμματα των Ενόπλων Δυνάμεων, θέτει τις επιχειρησιακές απαιτήσεις με τις προτεραιότητες για την εκπλήρωση της αποστολής του. Δίνει, δηλαδή, τις κατευθυντήριες γραμμές και υποδεικνύει τους τομείς στους οποίους χρειάζεται ενίσχυση και σε τι βαθμό.
Αυτές οι επιχειρησιακές απαιτήσεις αποτελούν διαταγές οι οποίες εκτελούνται από τα Γενικά Επιτελεία των τριών Κλάδων (Στρατού, Ναυτικού, Αεροπορίας). Βεβαίως και υπάρχει συνεργασία μεταξύ Αρχηγού ΓΕΕΘΑ και Αρχηγών Επιτελείων, οι οποίοι κάνουν τις δικές τους εισηγήσεις, αλλά ο Α/ΓΕΕΘΑ είναι που έχει το τελικό πρόσταγμα.
Έτσι, λοιπόν, καταρτίζεται και προτεραιοποιείται το εξοπλιστικό πρόγραμμα από τον Αρχηγό ΓΕΕΘΑ, το οποίο πηγαίνει για έγκριση στον υπουργό Εθνικής Άμυνας (ΥΕΘΑ).
Ο εκάστοτε υπουργός μπορεί να ζητήσει διευκρινίσεις όμως δεν έχει δικαίωμα να τροποποιήσει τις προτεραιότητες και ανάγκες που προκρίνει ο Αρχηγός ΓΕΕΘΑ για ένα πολύ σοβαρό λόγο, που προβλέπει ο νομοθέτης: Ο Αρχηγός ΓΕΕΘΑ είναι ο κατά νόμον υπεύθυνος για την Άμυνα της Χώρας.
Ο ΥΕΘΑ, όπως ορίζεται, έχει συγκεκριμένες αρμοδιότητες. Ως ο πολιτικός προϊστάμενος των Ενόπλων Δυνάμεων ούτε τις διοικεί, ούτε καταρτίζει εξοπλιστικά προγράμματα. Κι αυτό είναι τόσο για την (νομική κυρίως) προστασία του ίδιου αλλά και της λειτουργίας των Ενόπλων Δυνάμεων. Είναι, ωστόσο, υπεύθυνος να χρηματοδοτήσει το εξοπλιστικό πρόγραμμα του Αρχηγού ΓΕΕΘΑ, σύμφωνα με τους πόρους που του διαθέτει η Κυβέρνηση, ακολουθώντας συγκεκριμένη διαδικασία μέσω της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικού Σχεδιασμού και Υποστήριξης (ΓΔΟΣΥ) και την Διεύθυνση Οικονομικών (ΔΟΙ) του Υπουργείου, που κάνει αίτημα προς το υπουργείο Οικονομικών και τελικώς η Κυβέρνηση δια του Πρωθυπουργού εγκρίνει την χρηματοδότηση των αμυντικών δαπανών του Κράτους.
Όταν εγκρίνει η Κυβέρνηση τότε αναλαμβάνει η Γενική Διεύθυνση Αμυντικών Εξοπλισμών κι Επενδύσεων (ΓΔΑΕΕ), η οποία προχωρά στην σύναψη και υπογραφή των συμβάσεων σε συνεργασία με τα Γενικά Επιτελεία.
Αυτός ήταν και ο λόγος που στην υπογραφή των Rafale, παρουσία της υπουργού Άμυνας της Γαλλίας, τις σχετικές υπογραφές δεν τις έβαλαν οι υπουργοί αλλά οι αρμόδιοι Διευθυντές που εκπροσωπούσαν τις δύο χώρες.
Από: enikos.gr - Του Χρήστου Μαζανίτη
Ήταν ο υπουργός Εθνικής Άμυνας, Νίκος Παναγιωτόπουλος, που στις 13 Ιανουαρίου ανέφερε για πρώτη φορά ότι η Ελλάδα θα προμηθευτεί 40 μαχητικά έως το 2025. Έσπευσε, βέβαια, μετά στις 14 Ιανουαρίου να διευκρινίσει ότι επρόκειτο για «παρανόηση» εξηγώντας ότι δεν είπε ακριβώς αυτό, άλλα «ότι στα πλαίσια τόσο της ισχύουσας όσο και της υπό έγκριση δομής δυνάμεων, προβλέπεται μεταξύ άλλων και η πρόσθεση 40 καινούργιων μαχητικών αεροσκαφών, για να καλυφθούν οι ανάγκες. Στο πλαίσιο αυτής της προβλεπόμενης πρόσθεσης εντάσσεται και αυτή η προμήθεια των 18 Rafale. Δεν έχουμε συμφωνήσει, όμως, με καμία χώρα, με καμία εταιρεία, να αποκτήσουμε 40 καινούργια μαχητικά αεροσκάφη» και πρόσθεσε πως κάνει αυτή την αποσαφήνιση για να μην υπάρχουν «παράπονα από το Πολεμικό Ναυτικό.
Στην τηλεοπτική του συνέντευξη, προ ολίγων ημερών, ερωτηθείς για το ενδεχόμενο προμήθειας νέων μαχητικών αντί πλοίων ενδιάμεσης λύσης, ο υπουργός ανέφερε ότι «το μεγάλο σχέδιο της λεγόμενης «Δομής Δυνάμεων» προβλέπει ότι σε βάθος χρόνου θα αποκτηθούν 40 καινούργια μαχητικά αεροσκάφη. Πήραμε τα 18 “Rafale”. Το τι θα κάνουμε από δω και πέρα, προφανώς μπορούμε να πάρουμε κι άλλα, αλλά θα εξαρτηθεί από αυτό που θα μας πει η Πολεμική Αεροπορία, το Επιτελείο. Τις εισηγήσεις των ειδικών ακούμε κι αυτές προσπαθούμε να υλοποιήσουμε ούτως ή άλλως ως Πολιτική Ηγεσία».
Για να συμπληρώσει «Αργά ή γρήγορα, θα μπει στο τραπέζι και η αγορά των F-35. Δεν είναι της παρούσης αλλά αργά γρήγορα θα πάμε στο αεροσκάφος της πέμπτης γενιάς. Το βασικό αεροσκάφος πέμπτης γενιάς σε επίπεδο ΝΑΤΟ αυτή τη στιγμή είναι το F-35. Μπορεί να προκύψει θέμα και για περισσότερα “Rafale”, ασφαλώς».
Σύμφωνα με διασταυρωμένες πληροφορίες του enikos.gr και μετά από αυτές τις δηλώσεις Παναγιωτόπουλου υπήρξαν «γκρίνιες» κυρίως από ναυτικούς κύκλους, αφού υποτίθεται ότι πλέον ύψιστη προτεραιότητα για το 2021 αποτελεί η ενίσχυση του Στόλου με νέα Πλοία και η άμεση αντικατάσταση ορισμένων παλιών μονάδων. Και πάλι οι εξηγήσεις αποδόθηκαν στην «παρανόηση» των λεγομένων.
Ποιος, όμως, αποφασίζει για τα εξοπλιστικά προγράμματα της χώρας; Εν συντομία, λοιπόν, θα παραθέσουμε την διαδικασία, όπως αυτή περιγράφεται στη Νομοθεσία και στα θεσμικά κείμενα.
Ο Αρχηγός ΓΕΕΘΑ είναι ο μόνος Διακλαδικός Διοικητής στην Ελλάδα. Για να το εξηγήσουμε, αυτό σημαίνει ότι εκτός από Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας είναι και Αρχηγός Διοικητής των Ενόπλων Δυνάμεων. Ο Αρχηγός, βάσει του προϋπολογισμού που εγκρίνει η εκάστοτε Κυβέρνηση για εξοπλιστικά κι αναπτυξιακά προγράμματα των Ενόπλων Δυνάμεων, θέτει τις επιχειρησιακές απαιτήσεις με τις προτεραιότητες για την εκπλήρωση της αποστολής του. Δίνει, δηλαδή, τις κατευθυντήριες γραμμές και υποδεικνύει τους τομείς στους οποίους χρειάζεται ενίσχυση και σε τι βαθμό.
Αυτές οι επιχειρησιακές απαιτήσεις αποτελούν διαταγές οι οποίες εκτελούνται από τα Γενικά Επιτελεία των τριών Κλάδων (Στρατού, Ναυτικού, Αεροπορίας). Βεβαίως και υπάρχει συνεργασία μεταξύ Αρχηγού ΓΕΕΘΑ και Αρχηγών Επιτελείων, οι οποίοι κάνουν τις δικές τους εισηγήσεις, αλλά ο Α/ΓΕΕΘΑ είναι που έχει το τελικό πρόσταγμα.
Έτσι, λοιπόν, καταρτίζεται και προτεραιοποιείται το εξοπλιστικό πρόγραμμα από τον Αρχηγό ΓΕΕΘΑ, το οποίο πηγαίνει για έγκριση στον υπουργό Εθνικής Άμυνας (ΥΕΘΑ).
Ο εκάστοτε υπουργός μπορεί να ζητήσει διευκρινίσεις όμως δεν έχει δικαίωμα να τροποποιήσει τις προτεραιότητες και ανάγκες που προκρίνει ο Αρχηγός ΓΕΕΘΑ για ένα πολύ σοβαρό λόγο, που προβλέπει ο νομοθέτης: Ο Αρχηγός ΓΕΕΘΑ είναι ο κατά νόμον υπεύθυνος για την Άμυνα της Χώρας.
Ο ΥΕΘΑ, όπως ορίζεται, έχει συγκεκριμένες αρμοδιότητες. Ως ο πολιτικός προϊστάμενος των Ενόπλων Δυνάμεων ούτε τις διοικεί, ούτε καταρτίζει εξοπλιστικά προγράμματα. Κι αυτό είναι τόσο για την (νομική κυρίως) προστασία του ίδιου αλλά και της λειτουργίας των Ενόπλων Δυνάμεων. Είναι, ωστόσο, υπεύθυνος να χρηματοδοτήσει το εξοπλιστικό πρόγραμμα του Αρχηγού ΓΕΕΘΑ, σύμφωνα με τους πόρους που του διαθέτει η Κυβέρνηση, ακολουθώντας συγκεκριμένη διαδικασία μέσω της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικού Σχεδιασμού και Υποστήριξης (ΓΔΟΣΥ) και την Διεύθυνση Οικονομικών (ΔΟΙ) του Υπουργείου, που κάνει αίτημα προς το υπουργείο Οικονομικών και τελικώς η Κυβέρνηση δια του Πρωθυπουργού εγκρίνει την χρηματοδότηση των αμυντικών δαπανών του Κράτους.
Όταν εγκρίνει η Κυβέρνηση τότε αναλαμβάνει η Γενική Διεύθυνση Αμυντικών Εξοπλισμών κι Επενδύσεων (ΓΔΑΕΕ), η οποία προχωρά στην σύναψη και υπογραφή των συμβάσεων σε συνεργασία με τα Γενικά Επιτελεία.
Αυτός ήταν και ο λόγος που στην υπογραφή των Rafale, παρουσία της υπουργού Άμυνας της Γαλλίας, τις σχετικές υπογραφές δεν τις έβαλαν οι υπουργοί αλλά οι αρμόδιοι Διευθυντές που εκπροσωπούσαν τις δύο χώρες.