Η ανάλυση των ελληνοτουρκικών σχέσεων χωρίς την βρετανική παράμετρο είναι ελλιπής.
Η ισορροπία δυνάμεων που θα εξυπηρετούσε τα συμφέροντά του ήταν ο σταθερός γνώμονας της πολιτικής του Λονδίνου.
Από: ardin-rixi.gr - του Παντελή Σαββίδη
Σήμερα, το Ηνωμένο Βασίλειο, τραυματισμένο εξέρχεται της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά δεν είναι διατεθειμένο να εγκαταλείψει τις παλιές του συνήθειες. Αναζητά μια νέα θέση στον κόσμο, την οποία πιστεύει πως θα μπορούσε να την πετύχει εφαρμόζοντας παλιές, δοκιμασμένες μεθόδους.
Το Ην.
Βασίλειο δεν είναι ούτε απομονωμένο ούτε ασχολείται, μόνο, με το Brexit.
Αποτελεί αυτό που οι Αμερικανοί λένε «ο ελέφαντας στο δωμάτιο». Η
αποχώρησή του από την Ε.Ε. δεν θα γίνει αναίμακτα. Όπως καμιά αποχώρησή
του από τις αποικίες που κατέκτησε. Αποτελεί πάγια τακτική του.
Αξιόπιστες
πηγές βλέπουν πίσω από τις κινήσεις και τις τελευταίες αποφάσεις της
Ευρωπαϊκής Ένωσης την επιρροή του Λονδίνου. Ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τις
ελληνοτουρκικές σχέσεις, τις σχέσεις Ευρώπης-Τουρκίας και τις σχέσεις
Βρυξελλών-Μόσχας. Ο ίδιος ο υπουργός Εξωτερικών της Βρετανίας, Ντόμινικ
Ράαμπ, επισκέφθηκε κατά τη διάρκεια κορύφωσης της ελληνοτουρκικής κρίσης
την Κωνσταντινούπολη και συναντήθηκε με τον Ερντογάν, ενώ ο αρχηγός των
μυστικών υπηρεσιών, της MI6, Ρίτσαρντ Μουρ, είχε άμεση εμπλοκή στον
πόλεμο του Καραμπάχ.
Και η πενταμερής για το Κυπριακό και η απόφαση για μη κυρώσεις στην Τουρκία έχουν και τη βρετανική συνδρομή. Έχουν διαδραματίσει, επίσης, καταλυτικό ρόλο στη διάβρωση των σχέσεων Ε.Ε.- Ρωσίας, ενώ επιδιώκουν να μην αποκτήσει η Ένωση ενεργειακή αυτονομία.
Πώς τεκμαίρονται όλα αυτά;
Κατ’ αρχάς, υπάρχει συμφωνία, οτιδήποτε αποφασίζει η Ε.Ε. ως το τέλος του έτους να δεσμεύει και τη Μεγάλη Βρετανία. Από αυτής και μόνο της απόψεως είναι εύλογο η Βρετανία, αν και δεν συμμετέχει στις Συνόδους Κορυφής, να ενδιαφέρεται να επηρεάζει με κάθε τρόπο την πολιτική της Ένωσης, ιδιαιτέρως σε θέματα που την αφορούν. Και τα ελληνοτουρκικά βρίσκονται ψηλά στην ιεράρχηση των ενδιαφερόντων του Λονδίνου. Γενικότερα, ψηλά στη βρετανική ατζέντα βρίσκεται και η Τουρκία και η Ρωσία. Σταθερή επιδίωξη της βρετανικής διπλωματίας είναι να δυσχεράνει τις σχέσεις Ευρωπαϊκής Ένωσης με Άγκυρα και Μόσχα, σε μια προσπάθεια να δημιουργηθεί χώρος που θα αναδείξει τον ρόλο του Λονδίνου.
Σταθερά, μεθοδικά και αθόρυβα, η βρετανική διπλωματία εργάζεται προς αυτήν την κατεύθυνση.
Και
ενώ το παρασκήνιο και η ανάλυση αυτή είναι γνωστά στην ελληνική
κυβέρνηση, αποτελεί ερώτημα με ποια προσέγγιση η Αθήνα επιδίωξε να
επιβληθούν κυρώσεις στην Τουρκία τη στιγμή που δυνάμεις όχι μόνο μέσα
στην Ένωση, αλλά και εκτός, όπως η Βρετανία, ήταν αντίθετες. Και τα μέσα
που διαθέτει η βρετανική διπλωματία είναι αρκετά. Εκτός και αν αλλού
στόχευε η Αθήνα.
Κατ’ αρχάς, το Λονδίνο επηρεάζει τον ίδιο τον
Στόλτενμπεργκ. Στους διπλωματικούς παρατηρητές προκάλεσε εντύπωση η
διάσταση απόψεων του κ. Στόλτενμπεργκ ακόμη και με τον Αμερικανό υπουργό
Εξωτερικών Μάικ Πομπέο στις δημόσιες δηλώσεις τους για την Τουρκία. Η
έκπληξη της κοινής γνώμης από τις φιλοτουρκικές δηλώσεις Στόλτενμπεργκ
ήταν μεγάλη, κυρίως διότι έγιναν σε μια στιγμή που διαφοροποίησαν τον
Γενικό Γραμματέα του ΝΑΤΟ από τον Αμερικανό υπουργό Εξωτερικών. Και
είναι γνωστό ότι ΝΑΤΟ σημαίνει Αμερική. Φαίνεται πως όχι. ΝΑΤΟ σημαίνει
και Βρετανία και Τουρκία επί εποχής Ντόναλντ Τραμπ. Όπως πληροφορούμαι, η
Τουρκία έχει θέσει στο ΝΑΤΟ ακόμη και θέμα να μην παραδίδονται στην
Ε.Ε. διαβαθμισμένα έγγραφα του ΝΑΤΟ.
Ο Αμερικανός πρόεδρος όχι μόνο
δεν ενδιαφερόταν για το ΝΑΤΟ, αλλά ήθελε και να το διαλύσει. Όσο
λειτουργούσε, το άφησε στην τουρκοβρετανική επιρροή. Ο Στόλτενμπεργκ
είναι αυτού του κλίματος. Αφού οι ΗΠΑ δεν ενδιαφέρονταν, το αποκούμπι
του Στόλτενμπεργκ ήταν η Βρετανία και δευτερευόντως η Τουρκία.
Η Βρετανία έκανε το παιχνίδι στο παρασκήνιο και η Τουρκία φανερά. Σ’ αυτό το ΝΑΤΟ παρέπεμψε η κ. Μέρκελ το θέμα των κυρώσεων και μια σειρά άλλων ζητημάτων που δεν θέλει και, ίσως, δεν μπορεί να διαχειριστεί. Το Κυπριακό είναι ένα από αυτά. Η δήλωση Μέρκελ για το ΝΑΤΟ ευνουχίζει τις προσπάθειες της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Παρατηρητές επισημαίνουν ότι και στην αρχή της κρίσης με τα Σκόπια, ήδη από το 1991, ενώ η Ελλάδα επΙδίωκε μια λύση στο πλαίσιο της Ένωσης, ήταν το Λονδίνο που μεθόδευσε και, τελικά, πέτυχε την παραπομπή του στον ΟΗΕ.
Σημειωτέον
ότι, πέραν της επιρροής που έχουν στο ΝΑΤΟ οι δύο αυτές χώρες (Βρετανία-
Τουρκία), οποιαδήποτε απόφαση της Συμμαχίας (π.χ. κυρώσεις) απαιτεί
ομοφωνία. Η οποία είναι αδύνατον να επιτευχθεί. Άρα το οποιοδήποτε
παιχνίδι στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ είναι εξ ορισμού χαμένο.
Το δεύτερο
μέσον που διέθετε η Βρετανία και συνεχίζει ακόμη να διαθέτει, για να
επηρεάσει την πολιτική της Ε.Ε., είναι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Παραδοσιακά, οι ευρωπαϊκές δομές οργανώθηκαν και στελεχώθηκαν με τρόπο
που η επιρροή του Λονδίνου να είναι καθοριστική. Λέγεται πως στον
καταμερισμό εξουσιών οι Γάλλοι πήραν την αγροτική πολιτική και οι
Βρετανοί την εξωτερική πολιτική της Ένωσης.
Υπάρχει και ένα τρίτο μέσον: Η παρουσία, τα τελευταία χρόνια, στην αμερικανική προεδρία του Ντόναλντ Τραμπ, που ευνοούσε την αντίληψη των δύο χωρών (Βρετανίας- Τουρκίας) και την πολιτική που ανέπτυσσαν.
Όλα τα παραπάνω δεν είναι άγνωστα στο υπουργείο Εξωτερικών, γι’ αυτό προκαλεί ερώτημα γιατί η κυβέρνηση διακινδύνευσε την απομείωση του κύρους της χώρας θέτοντας θέμα κυρώσεων, σε μια εποχή και σε όργανα που δεν επρόκειτο να συμφωνήσουν.
Υπάρχει εξήγηση;
Μάλλον ναι. Κατ’ αρχάς, ενώ το θέμα των κυρώσεων είναι κάτι πολύ σημαντικό και περίπλοκο, στο ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών δεν υπάρχει, από όσο μπόρεσα να πληροφορηθώ, αρμόδια διεύθυνση. Δεν υπάρχουν, δηλαδή, άνθρωποι που να ασχολούνται επισταμένως με το θέμα αυτό.
Δεύτερον, οι κυρώσεις δεν μπορεί να είναι ούτε αυτοσκοπός, ούτε στρατηγικός στόχος. Είναι μέσον για την επιτυχία ενός στόχου. Το ερώτημα με την ελληνική εξωτερική πολιτική είναι αν υπάρχει σαφώς προσδιορισμένος στόχος σε ό,τι αφορά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Τι επιδιώκει η Ελλάδα και με ποιον τρόπο.
Σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο, όπως λένε
διπλωματικές πηγές, κυρώσεις επιβάλλει μόνο το Συμβούλιο Ασφαλείας του
ΟΗΕ. Ωστόσο και στη Συνθήκη της Λισαβώνας υπάρχει σχετική αναφορά. Όπως
και στις ΗΠΑ έτσι και στην Ευρώπη, οι κυρώσεις αποτελούν μέσον προώθησης
εξωτερικής πολιτικής.
Η διαδικασία που ακολουθούσε η Ε.Ε. στο θέμα
των κυρώσεων ήταν να παίρνει τις σχετικές αποφάσεις του Συμβουλίου
Ασφαλείας και να τις μετατρέπει σε κανονισμό, ώστε να τις εφαρμόζουν όλα
τα κράτη μέλη. Και αυτό γινόταν με πρωτοβουλία των Βρετανών.
Υπάρχει, πάντως, νομικός προβληματισμός στην Ε.Ε. για το αν μπορεί να επιβάλλει μόνη η Ένωση κυρώσεις.
Στην Ευρώπη, σε θέματα δικαίου, εκείνο που έχει τον τελευταίο λόγο είναι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Αν προσέφευγαν στο δικαστήριο πρόσωπα τα οποία υπέστησαν κυρώσεις και το δικαστήριο τα δικαίωνε, η τακτική (με βρετανική προτροπή) ήταν επιβολή νέων κυρώσεων. Τα πρόσωπα έπρεπε να προσφύγουν και πάλι στο δικαστήριο κ.ο.κ.
Στη συμφωνία για το Brexit υπάρχει μια αναφορά στην Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Άμυνας, που δεσμεύει μέχρι τέλους του έτους τη Βρετανία. Και το Λονδίνο έχει διαμηνύσει στη Μέρκελ ότι δεν θέλει να δεσμευθεί στο παρά πέντε με κυρώσεις κατά της Τουρκίας.
Η ανάλυση των ελληνοτουρκικών σχέσεων χωρίς τη βρετανική παράμετρο είναι ελλιπής. Το Λονδίνο ανησύχησε από την προσέγγιση Τουρκίας-Ρωσίας. Μια προσέγγιση που όταν επετεύχθη σε ιστορικές περιόδους είχε αρνητικά αποτελέσματα και για την Ελλάδα. Γι’ αυτό χρειάζεται προσοχή.
Βλέποντας ότι το τουρκικό έρεισμά τους απομακρύνεται, οι Βρετανοί ενεργοποίησαν την επιρροή που διαθέτουν στον Στόλτενμπεργκ (εξ ου και οι φιλοτουρκικές δηλώσεις του). Επιχείρησαν και επιχειρούν να ενεργοποιήσουν και τα ερείσματα που διαθέτουν στην Ε.Ε. Οι σχέσεις Λονδίνου-Μόσχας δεν είναι καλές και η βρετανική διπλωματία δεν επιθυμεί, για ευνόητους λόγους, και την προσέγγιση Βρυξελλών-Μόσχας.
Οι Βρετανοί, ως το 1919 οπότε και παρότρυναν τον Βενιζέλο να πραγματοποιήσει τη μικρασιατική εκστρατεία, υπολόγιζαν στην Ελλάδα. Όπως επισημαίνει ο καθηγητής Γιάννης Στεφανίδης, «τυπικά, τουλάχιστον, Ελλάδα και Βρετανία δεν βρέθηκαν ποτέ σε ένοπλη αντιπαράθεση, κατά καιρούς μοιράστηκαν κοινές ανησυχίες (ιδίως απέναντι στον «σλαβικό κίνδυνο»), και η βρετανική επιρροή παρέμεινε δεσπόζουσα στο ελληνικό κράτος μέχρι μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Καθ’ όλη αυτή τη μακρά περίοδο, η χώρα δεν έπαψε να αποτελεί το πιο πρόσφορο και κάποτε το μοναδικό σημείο στήριξης για τη βρετανική πολιτική στην Ανατολική Μεσόγειο.
»…Ο εδαφικός διπλασιασμός του, ο έλεγχος του Αιγαίου, σε συνδυασμό με τις αναπάντεχα καλές επιδόσεις των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων στα πεδία των μαχών, ώθησαν ανερχόμενους αστέρες της βρετανικής πολιτικής σκηνής, όπως ο Ντέιβιντ Λόιδ Τζώρτζ και ο Ουίνστον Τσώρτσιλ, να εξετάσουν ένα νέο ρόλο για την Ελλάδα. Η προοπτική να αποτελέσει βασικό σημείο στήριξης για τη βρετανική πολιτική στην Ανατολική Μεσόγειο και ανάχωμα απέναντι στις ανταγωνιστικές επιδιώξεις δυνάμεων όπως η Γερμανία, θα συγκινούσε και τον μεγάλο Έλληνα πολιτικό της περιόδου, τον Ελευθέριο Βενιζέλο».
Όλα, βεβαίως, άλλαξαν μετά το 1922. Και, σήμερα, η Βρετανία αναπτύσσει μια πολιτική εις βάρος των ελληνικών συμφερόντων. Γι’ αυτό και η αποχώρησή της από την Ε.Ε. είναι μάλλον θετική για την εξωτερική πολιτική της Αθήνας.