Ο 61ος γύρος των διερευνητικών επαφών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, ο οποίος αρχίζει στην Κωνσταντινούπολη στις 25 Ιανουαρίου, δεν είναι στρωμένος με τριαντάφυλλα για την κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Από: Το Ποντίκι - Δημήτρης Μηλάκας
Αντιθέτως, μια σειρά τουρκικές παγίδες είναι ήδη στημένες και την περιμένουν.
Η κυβέρνηση στην αρχή της θητείας της – όπως και άλλες στο παρελθόν – πίστεψε ότι τα ελληνοτουρκικά είναι απίθανο να «σκάσουν στη βάρδια της».
Ως προς την τρέχουσα διαχείριση των εντάσεων στις σχέσεις με τον «νευρικό γείτονα» ο πρωθυπουργός θεώρησε ότι η χώρα προστατεύεται επαρκώς (και) από τις ΗΠΑ με την ελληνοαμερικανική στρατιωτική συμφωνία που υπέγραψε τις πρώτες μέρες της θητείας του, αλλά και από τη Γερμανία, στην οποία επέτρεψε να αναμειχθεί παρασκηνιακά / διαμεσολαβητικά για την εκκίνηση μιας διαδικασίας προσέγγισης με την Άγκυρα.
Σε γενικές γραμμές η εικόνα που είχε ο πρωθυπουργός ήταν πως με την αρωγή των συμμάχων και των εταίρων τα ελληνοτουρκικά βρίσκονται υπό έλεγχο, υπό την έννοια ότι εκμηδενίζονται οι πιθανότητες ανάφλεξης. Κάπως έτσι θεωρούσε ότι θα κυλούσε η τετραετία, με το πρόβλημα να συνεχίζει το «ταξίδι» στο μέλλον...
Αυτή ήταν η αίσθηση της κυβέρνησης μέχρι τον Ιανουάριο του 2020 και τη «διερευνητική» αποστολή χιλιάδων μεταναστών και προσφύγων στα ελληνοτουρκικά σύνορα στον Έβρο, την οποία μεθόδευσε η Άγκυρα.
Εκεί, ωστόσο, όπου οι προσδοκίες της ελληνικής κυβέρνησης διαψεύστηκαν απολύτως ήταν το περασμένο καλοκαίρι, όταν η Τουρκία απέστειλε
το ερευνητικό «Oruc Reis» με τη συνοδεία πολεμικών πλοίων για έρευνες
στην περιοχή μεταξύ Καστελλόριζου, Ρόδου, Καρπάθου και Κρήτης.
Οι εν λόγω τουρκικές έρευνες σε θαλάσσιες περιοχές ελληνικού
ενδιαφέροντος ολοκληρώθηκαν, σύμφωνα με τις ανακοινώσεις της Άγκυρας,
την 30ή Νοεμβρίου.
Τουρκικός μαξιμαλισμός
Εν τω μεταξύ, καθ’ όλη τη διάρκεια των τουρκικών ερευνών μέχρι και 6,5
μίλια μακριά από τις ακτές του συμπλέγματος του Καστελλόριζου και της
Ρόδου, η Τουρκία οικοδομούσε / υπενθύμιζε με Navtex, Notam και δηλώσεις
κυβερνητικών της αξιωματούχων το σύνολο των διεκδικήσεών της, οι οποίες
αποτελούν τις παγίδες που θα βρει μπροστά της η κυβέρνηση:
● Τα νησιά δεν έχουν δικαιώματα εκμετάλλευσης στη θάλασσα πέραν των χωρικών τους υδάτων των 6 μιλίων.
● Δεκάδες από αυτά τα νησιά, κάποια μάλιστα και κατοικημένα, βρίσκονται παρανόμως κάτω από την ελληνική κυριαρχία.
● Όλα τα νησιά που βρίσκονται κοντά στα μικρασιατικά παράλια παρανόμως έχουν εξοπλιστεί από την Ελλάδα.
Με την υπερ-δραστηριότητα που ανέπτυξε στο πεδίο η Τουρκία καθ' όλη τη διάρκεια του περασμένου χρόνου κατάφερε να υπογραμμίσει την παρουσία της, δεσμεύοντας περιοχές για ασκήσεις (οι οποίες προγραμματίζονται και καθ' όλη τη διάρκεια του 2021) από την «μπούκα» των Δαρδανελίων στο βόρειο Αιγαίο μεταξύ Θάσου και Λήμνου, στο κεντρικό Αιγαίο μεταξύ Σκύρου και Λέσβου, μέχρι και νότια από Καστελλόριζο- Ρόδο και ανατολικά της Κρήτης.
Ανατολίτικα κόλπα
Η Άγκυρα επέλεξε να διατυπώσει την πρόσκλησή της προς την Αθήνα για την
επανεκκίνηση των ελληνοτουρκικών συνομιλιών στην πιο κατάλληλη γι’ αυτήν
στιγμή, καθώς:
1. Εμφανίζεται διαλλακτική για την επίλυση των ελληνοτουρκικών ζητημάτων ενώπιον της νέας αμερικανικής ηγεσίας.
2. Διευκολύνει τους Ευρωπαίους (Γερμανούς) να αποφορτιστούν από τις
όποιες πιέσεις για την επιβολή κυρώσεων εναντίον της εξαιτίας της
πειρατικής συμπεριφοράς της στην ανατολική Μεσόγειο τον περασμένο χρόνο.
Η σχετική συζήτηση για τις κυρώσεις έχει μεταφερθεί για τη σύνοδο
κορυφής της 25ης Μαρτίου.
3. Έχει ολοκληρώσει τις σεισμικές έρευνες στη θαλάσσια περιοχή μεταξύ
Καστελλόριζου, Ρόδου, Καρπάθου και Κρήτης φτάνοντας σε απόσταση μόλις
6,5 μιλίων από τις ακτές ελληνικών νησιών, χωρίς να συναντήσει ούτε την
αντίδραση ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων ούτε την «τιμωρία» των
Ευρωπαίων για την παραβίαση της υποτιθέμενης ελληνικής / ευρωπαϊκής ΑΟΖ.
Κάτι που επίσης θα πρέπει να συνυπολογιστεί σε σχέση με την επικείμενη έναρξη των ελληνοτουρκικών συνομιλιών είναι ότι από τον περασμένο Οκτώβριο οι δύο χώρες «συνομιλούν» στο πλαίσιο του μηχανισμού αποσυμπίεσης που δημιουργήθηκε στο ΝΑΤΟ προκειμένου να αποτραπεί το ξέσπασμα κάποιου επεισοδίου.
Στο πλαίσιο αυτού του μηχανισμού δεν θα πρέπει να μας διαφύγει ότι οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις υποχρεώθηκαν σε αδράνεια όταν το «Oruc Reis» «έγλειφε» την ελληνική υφαλοκρηπίδα, 6,5 μίλια μακριά από τις ακτές της Ρόδου και του συμπλέγματος του Καστελλόριζου.
Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα προηγούμενα, ο καθένας αντιλαμβάνεται ότι η ελληνική «σθεναρή» θέση που επανέλαβε ο πρωθυπουργός, σύμφωνα με την οποία η Ελλάδα δεν συζητάει τίποτε περισσότερο από την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, διατυπώνεται για εσωτερική κατανάλωση. Διότι στο τραπέζι του ελληνοτουρκικού διαλόγου εκ των πραγμάτων είναι ήδη τοποθετημένο το σύνολο των τουρκικών διεκδικήσεων, οι οποίες αποτελούν και το σώμα της – εφ’ όλης της ύλης – διαπραγμάτευσης.
Σε αυτήν τη διαδικασία θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι ωθούν την ελληνική κυβέρνηση τόσο οι Αμερικανοί (και η νέα ηγεσία στην Ουάσιγκτον επιθυμεί την παραμονή της Τουρκίας σε δυτικόστροφη τροχιά) όσο και οι Γερμανοί, οι οποίοι έχουν πρωταγωνιστήσει «χαϊδεύοντας» την Τουρκία για τη συμπεριφορά της στην ανατολική Μεσόγειο και προωθώντας παρασκηνιακά την ελληνοτουρκική «προσέγγιση».
Το πόσο και μέχρι ποιο σημείο είναι δυνατόν να προχωρήσουν οι ελληνοτουρκικές συνομιλίες εξαρτάται από τον βαθμό «ελαστικότητας» που μπορεί να επιδείξει η ελληνική πλευρά, καθώς, αν παραμείνει αμετακίνητη στη δημόσια διατυπωμένη θέση ότι «συζητάμε μόνο θέμα οριοθέτησης υφαλοκρηπίδας - ΑΟΖ», τότε, όταν από την τουρκική πλευρά τεθούν τα υπόλοιπα ζητήματα (αποστρατιωτικοποίηση, γκρίζες ζώνες κ.λπ.), η «σεμνή τελετή» θα λάβει τέλος.
Ωστόσο, ακόμη και στην περίπτωση που η συζήτηση ξεκινήσει για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, εκ των πραγμάτων η ελληνική πλευρά θα υποχρεωθεί να συζητήσει το θέμα που από τον Ιανουάριο του 1996, με την κρίση των Ιμίων, έχει θέσει η Τουρκία, δηλαδή τη διευκρίνιση της κυριαρχίας επί δεκάδων (ελληνικών) νησιών και νησίδων...
Καθότι τα περιθώρια υποχώρησης (ακόμη και για μια κυβέρνηση Μητσοτάκη)
στα ελληνοτουρκικά είναι εξαιρετικά περιορισμένα, ενώ επίσης και τα
περιθώρια αλλαγής της τουρκικής ατζέντας είναι ανύπαρκτα, δεν είναι
αβάσιμο να υποθέσει κάποιος ότι οι ελληνοτουρκικές συνομιλίες, πέρα από
μια συγκυριακή και περιορισμένης διάρκειας διαχείριση του
ελληνοτουρκικού ζητήματος, δύσκολα θα καρποφορήσουν.